Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1-57)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ὦ τέκνα, Κάδμου τοῦ πάλαι νέα τροφή,
τίνας ποθ᾽ ἕδρας τάσδε μοι θοάζετε
ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι;
πόλις δ᾽ ὁμοῦ μὲν θυμιαμάτων γέμει,
5ὁμοῦ δὲ παιάνων τε καὶ στεναγμάτων·
ἁγὼ δικαιῶν μὴ παρ᾽ ἀγγέλων, τέκνα,
ἄλλων ἀκούειν αὐτὸς ὧδ᾽ ἐλήλυθα,
ὁ πᾶσι κλεινὸς Οἰδίπους καλούμενος.
ἀλλ᾽, ὦ γεραιέ, φράζ᾽, ἐπεὶ πρέπων ἔφυς
10πρὸ τῶνδε φωνεῖν, τίνι τρόπῳ καθέστατε,
δείσαντες ἢ στέρξαντες; ὡς θέλοντος ἂν
ἐμοῦ προσαρκεῖν πᾶν· δυσάλγητος γὰρ ἂν
εἴην τοιάνδε μὴ οὐ κατοικτίρων ἕδραν.
ΙΕΡΕΥΣ
ἀλλ᾽, ὦ κρατύνων Οἰδίπους χώρας ἐμῆς,
15ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς ἡλίκοι προσήμεθα
βωμοῖσι τοῖς σοῖς, οἳ μὲν οὐδέπω μακρὰν
πτέσθαι σθένοντες, οἳ δὲ σὺν γήρᾳ βαρεῖς
ἱερῆς, ἐγὼ μὲν Ζηνός, οἳ δ᾽ ἔτ᾽ ᾐθέων
λεκτοί· τὸ δ᾽ ἄλλο φῦλον ἐξεστεμμένον
20ἀγοραῖσι θακεῖ, πρός τε Παλλάδος διπλοῖς
ναοῖς, ἐπ᾽ Ἰσμηνοῦ τε μαντείᾳ σποδῷ.
πόλις γάρ, ὥσπερ καὐτὸς εἰσορᾷς, ἄγαν
ἤδη σαλεύει κἀνακουφίσαι κάρα
βυθῶν ἔτ᾽ οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου,
25φθίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός,
φθίνουσα δ᾽ ἀγέλαις βουνόμοις, τόκοισί τε
ἀγόνοις γυναικῶν· ἐν δ᾽ ὁ πυρφόρος θεὸς
σκήψας ἐλαύνει, λοιμὸς ἔχθιστος, πόλιν,
ὑφ᾽ οὗ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον· μέλας δ᾽
30Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται.
θεοῖσι μέν νυν οὐκ ἰσούμενόν σ᾽ ἐγὼ
οὐδ᾽ οἵδε παῖδες ἑζόμεσθ᾽ ἐφέστιοι,
ἀνδρῶν δὲ πρῶτον ἔν τε συμφοραῖς βίου
κρίνοντες ἔν τε δαιμόνων συναλλαγαῖς·
35ὅς γ᾽ ἐξέλυσας ἄστυ Καδμεῖον μολὼν
σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμὸν ὃν παρείχομεν,
καὶ ταῦθ᾽ ὑφ᾽ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδὼς πλέον
οὐδ᾽ ἐκδιδαχθείς, ἀλλὰ προσθήκῃ θεοῦ
λέγῃ νομίζῃ θ᾽ ἡμὶν ὀρθῶσαι βίον.
40νῦν δ᾽, ὦ κράτιστον πᾶσιν Οἰδίπου κάρα,
ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι
ἀλκήν τιν᾽ εὑρεῖν ἡμίν, εἴτε του θεῶν
φήμην ἀκούσας εἴτ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρὸς οἶσθά που·
ὡς τοῖσιν ἐμπείροισι καὶ τὰς ξυμφορὰς
45ζώσας ὁρῶ μάλιστα τῶν βουλευμάτων.
ἴθ᾽, ὦ βροτῶν ἄριστ᾽, ἀνόρθωσον πόλιν·
ἴθ᾽, εὐλαβήθηθ᾽· ὡς σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ
σωτῆρα κλῄζει τῆς πάρος προθυμίας·
ἀρχῆς δὲ τῆς σῆς μηδαμῶς μεμνῄμεθα
50στάντες τ᾽ ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον,
ἀλλ᾽ ἀσφαλείᾳ τήνδ᾽ ἀνόρθωσον πόλιν.
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην
παρέσχες ἡμῖν, καὶ τανῦν ἴσος γενοῦ.
ὡς εἴπερ ἄρξεις τῆσδε γῆς, ὥσπερ κρατεῖς,
55ξὺν ἀνδράσιν κάλλιον ἢ κενῆς κρατεῖν·
ὡς οὐδέν ἐστιν οὔτε πύργος οὔτε ναῦς
ἐρῆμος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Παιδιά μου, βλαστοί
της παλαιάς σποράς του Κάδμου,
γιατί στων ανακτόρων το βωμό
τριγύρω συναχτήκατε
με κλάδους ικεσίας στα χέρια
και στέφανα στην κεφαλή;
Η πόλη μας πλημμύρισε θυμίαμα
κι ακούγονται παντού θρήνοι και μοιρολόγια.
Δεν καταδέχομαι να με πληροφορούν μεσάζοντες
γι᾽ αυτό και ήρθα μονάχος μου ν᾽ ακούσω
εγώ ο λαοπρόβλητος κι ονομαστός Οιδίπους.
Μίλησε, γέροντα.
Το κύρος σου εκπροσωπεί το σύνολο.
10Ο λόγος ποιός της σύναξης;
Φοβάστε κάτι; Ποθείτε κάτι;
Επιθυμώ παντού και πάντα
να σπεύδω στην ανάγκη σας.
Ανάλγητος δεν είμαι
γι᾽ αυτό και μου ταράζει την ψυχή
η λιτανεία της ικεσίας.
ΙΕΡΕΥΣ
Ω παντοκράτορα της χώρας μου Οιδίπου,
θωρείς τριγύρω στους βωμούς σου
τις ηλικίες όλες πεσμένες στα γόνατα·
νεοσσοί που δεν μπορούν
ν᾽ ανοίξουν τα φτερά τους
και να πετάξουν μακριά,
βαρείς από τα χρόνια γέροντες,
ιερείς, όπως εγώ, λειτουργοί του Διός
και παλικάρια διαλεχτά.
Το μέγα πλήθος του λαού
με φύλλα δάφνης στεφανωμένο
συνέρρευσε στις αγορές
20στους δυο ναούς της Αθηνάς Παλλάδος
και στου Απόλλωνος το ιερόν
στου Ισμηνού τις όχθες
εκεί που μαντικά λαλούν
οι στάχτες της θυσίας.
Η πόλη, το βλέπεις και μόνος σου,
είναι πολύς καιρός που παραπαίει.
Βουλιάζει μες στη δίνη των αιμάτων
και δεν μπορεί την κεφαλή της
να σηκώσει απ᾽ τον θολό βυθό
να πάρει λίγη ανάσα.
Προτού να δέσουν οι καρποί
στους κάλυκες σαπίζουν·
κοπαδιαστά ψοφούν τα βόδια στη βοσκή·
των γυναικών οι μήτρες μαραθήκαν.
Ο θεός ο πυρφόρος περνά
και τα πάντα σαρώνει·
ο φοβερός λοιμός ερήμωσε
την πόλη των Καδμείων·
ο μαύρος Άδης πλούτισε
30με βογκητά και στεναγμούς.
Ισόθεος δεν είσαι και το ξέρουμε
κι εγώ και τούτα τα παιδιά
που πρόσπεσαν ικέτες στην εστία σου·
όμως είσαι μες στους θνητούς ξεχωριστός,
γνωρίζεις τις αιφνίδιες τροπές του βίου
και τα μηνύματα που στέλνουν οι θεοί.
Ήρθες στην πολιτεία του Κάδμου
κι απ᾽ το δασμό που πλήρωνε
στην ανελέητη τη μελωδούσα
χρησμωδό, τη λύτρωσες.
Κανένας από μας δε σε δασκάλεψε·
απληροφόρητος αυτοσχεδίασες·
με του θεού την αρωγή μονάχα
νομίζουν όλοι πως μας έσωσες.
40Και τώρα, κραταιά κεφαλή του Οιδίποδος,
η πόλη σύμπασα μπροστά σου γονατίζει
και σε παρακαλεί να βρεις
στη νόσο γιατρειά,
είτε διαβάζοντας θεών σημάδια
είτε μαθαίνοντας από θνητή πηγή.
Η πείρα των σοφών ανθρώπων
θαρρώ πως αιωνίως ζει
και διαρκώς επαληθεύεται.
Έλα, λοιπόν, λαοπρόβλητε,
ανάστησε την πόλη·
σπατάλησε γι᾽ αυτήν την μέριμνά σου.
Ο τόπος σε κράζει σωτήρα του τώρα,
γιατί την παλιά σου την προσφορά
την αφειδώλευτη θυμάται.
Αν τώρα καταρρεύσουμε,
θα λησμονήσουμε για πάντα
τα χρόνια που κυβέρνησες την πόλη
50και την εκράτησες ορθή.
Με χέρι σταθερό ανάστησέ την πάλι.
Κάποτε μας οδήγησες στην ευτυχία
διαβάζοντας ορθά τους οιωνούς·
γίνε και τώρα
αυτός που ήσουν κάποτε.
Αν λαχταράς να κυβερνάς
αυτή την επικράτεια,
καλύτερα να κυβερνάς ανθρώπους
παρά να βασιλεύεις στο κενό.
Έρημα κάστρα κι έρημα πλοία
χωρίς ανθρώπους
είναι το μέγα τίποτα.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Παιδιά μου, νέα γενιά του αρχαίου του Κάδμου,
για ποιά αφορμή μὄχετ᾽ εδώ προσπέσει
κρατώντας ικεσίας κλαδιά στα χέρια,
ενώ όλ᾽ η πολιτεία είναι πνιγμένη
μες στο λιβάνι και μαζί φουντώνει
θρήνος από παντού και μοιρολόι;
που εγώ, παιδιά μου, κρίνοντας πως πρέπει
όχι απ᾽ άλλους ν᾽ ακούσω, ήρθα εδώ ο ίδιος,
ο ονομαστός Οιδίποδας απ᾽ όλους.
Μα εξήγα μου εσύ, γέροντα, γιατ᾽ είσαι
εσύ που σου ταιριάζει να μιλήσεις
10από μέρους κι αυτών: ποιός να᾽ ναι ο λόγος
που έτσι σας φέρνει εδώ; μην κανείς φόβος;
μην λαχταράτε κάτι; γιατ᾽ εγώ
πρόθυμος σ᾽ όλα να σας βοηθήσω·
αλλιώς θα ᾽μουν αναίσθητος αν δεν
ψυχοπονιόμουν τέτοια λιτανεία.
ΙΕΡΕΑΣ
Μα ω βασιλιά της χώρας μας, Οιδίπου,
μας βλέπεις που όλοι εμείς, κάθε ηλικία,
καθόμαστ᾽ εδώ γύρω στους βωμούς σου:
αυτοί, που ακόμη δύναμη δεν έχουν
να πετάξουν μακριά, και τούτοι, γέροι
βαρυμένοι απ᾽ τα χρόνια, λειτουργοί
των θεών, όπως κι εγώ, ιερέας του Δία,
κι αυτοί απ᾽ εδώ, της νεολαίας μας τ᾽ άνθος·
ο άλλος λαός δαφνόκλαδα κρατώντας
20κάθεται στις πλατείες και στης Παλλάδας
μπρος στους διπλούς ναούς και στου Ισμηνίου
του Απόλλωνα τη μαντική τη στάχτη.
Γιατί, όπως και συ βλέπεις, τώρα η πόλη
μες σε μεγάλη παραδέρνει αντάρα
κι ούδε μπορεί πια να ξεκεφαλώσει
μες από το βυθό του ολέθριου σάλου·
μα χάνουνται οι σοδειές της γης απάνω
σ᾽ όλο το κάρπισμά τους, χάνουνται
στις βοσκές τα κοπάδια κι απορρίχτουν
άγονες οι γυναίκες, κι όλος φλόγα
θεός, ο μισητός Λοιμός, χιμώντας
παίρνει σβάρνα την πόλη απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη,
κι ενώ του Κάδμου η χώρα αδειάζει, ο μαύρος
30ο Άδης πλουταίνει από δάκρυα και θρήνο.
Ίσος με τους θεούς βέβαια δε λέμε
κι εγώ και τούτα τα παιδιά πως είσαι,
που σου προσπέφτουμ᾽ έτσι στους βωμούς σου,
μα γιατί απ᾽ όλους τους ανθρώπους
σε κρίνομε και σ᾽ όσα φέρνει η τύχη
και σ᾽ όσα από βουλή θεού μάς βρίσκουν.
Εσύ, όταν ήρθες, λύτρωσες την πόλη
του Κάδμου απ᾽ το δασμό της σκληρής Ψάλτρας
που πλερώναμε, και μάλιστα δίχως
από μας τίποτ᾽ από πριν να ξέρεις
ούτε να διδαχτείς, μα με του Θεού
τη φώτιση, όπως λένε και πιστεύουν,
στύλωσες όρθια πάλι τη ζωή μας.
40Και τώρα, ω εσύ τρανό για όλους κεφάλι
του Οιδίπου, σε ικετεύομε πεσμένοι
στα γόνατά σου εμείς εδώ όσοι βλέπεις,
μια σωτηρία να μας βρεις, αν είτε
ενός θεού φωνή άκουσες, ή κάτι
κι από κανέναν άνθρωπο γνωρίζεις·
γιατ᾽ είναι των πολύπειρων οι γνώμες
που βλέπω σ᾽ όλα πιότερο ν᾽ αξίζουν.
Μα ω που στον κόσμο άλλος καλύτερός σου
δε βρίσκεται, έλα, στήσε ορθή την πόλη·
έλα, στοχάσου· τώρα σε φημίζει
σωτήρα της η χώρ᾽ αυτή απ᾽ το ζήλο
πὄδειξες μια φορά και μη δεχτείς
καθόλου, να θυμόμαστε πως τότε,
στον καιρό σου, σταθήκαμε στα πόδια
50και ξαναπέσαμε ύστερα, μα στήσε
ορθή με κάθε ασφάλεια αυτή την πόλη.
Κι όπως με καλοσημαδιά και τότε
ήρθες τη σωτηρία να μας φέρεις,
ο ίδιος και τώρα δείξου· γιατ᾽ αν πρέπει
να ᾽σαι, όπως κι είσαι, βασιλιάς αυτής
της χώρας, κάλλιο να την αφεντεύεις
μαζί με τους ανθρώπους της, παρ᾽ άδεια·
γιατ᾽ ούτε κάστρο ούτε καράβι αξίζει
για τίποτα, χωρίς κανέναν μέσα.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Παιδιά μου, νέα γενιά του αρχαίου τού Κάδμου,
γιατί κάθεστε εδώ στα σκαλοπάτια
στεφάνια και κλαδιά ικεσίας κρατώντας;
Κι είναι η χώρα πνιγμένη στο λιβάνι
κι αχά από στεναγμούς και μοιρολόγια.
Μη θαρρώντας από άλλους μηνυτάδες
πως πρέπει να το μάθω, εδώ ήρθα ο ίδιος
εγώ ο τρανός και ξακουστός Οιδίπους.
Γέρο, εσύ λέγε, αφού σωστό είναι πρώτος
10να λαλείς, πώς εδώ είστε συναγμένοι;
από φόβο ή λαχτάρα; θέλω σε όλα
να σας βοηθήσω· γιατί άπονος θα ᾽μουν
αν δε με συγκινούσε η δέησή σας.
ΙΕΡΕΑΣ
Άρχοντα Οιδίπου της χώρας μου, βλέπεις
τα χρόνια μας, εμάς, που στους βωμούς σου
καθόμαστε, άλλοι με άπλερα φτερούγια,
άλλοι βαριοί απ᾽ τα γερατειά ιερείς,
κι εγώ του Δία, και διαλεχτοί απ᾽ τους νέους.
Όσοι λείπουν γυρνούν στεφανωμένοι
20στις αγορές, μπρος στους δυο της Παλλάδας
ναούς, στη μαντική του Ισμηνού στάχτη.
Γιατί, ως βλέπεις, ταράζεται όλη η χώρα
και δεν μπορεί απ᾽ τα βάθη του άγιου σάλου
να σηκώσει κεφάλι ν᾽ ανασάνει.
Στο φούσκωμα οι καρποί της γης μαραίνουν,
ψοφούν τα βόδια, κι άγονη είναι η γέννα
κάθε γυναίκας. Στοιχειό φλογισμένο,
το άγριο θανατικό, χυμά κι αδειάζει
τη χώρα την Καδμεία, το μαύρον Άδη
30με στεναγμούς πλουτίζοντας και θρήνους.
Θεός μήτε για με, μήτε για τούτους
που τους βωμούς σου αγκαλιάζουν δεν είσαι,
μα απ᾽ τους άντρες ο πρώτος στης ζωής
τις τύχες, ή σ᾽ ό,τι θεόσταλτο είναι.
Την πόλη, ως ήρθες, απ᾽ το φόρο λύτρωσες
που έδινε στην αιμόχαρη γητεύτρα,
χωρίς από μας τίποτα να μάθεις,
να φωτιστείς· με του Θεού μονάχα
την ευκή μάς συνέφερες, ως λένε.
Τώρα γονατιστοί παρακαλούμε
40όλοι εδώ, τρανέ Οιδίπου, να μας εύρεις
κάποια γιατρειά, αν φωνήν έχεις ακούσει
θεών, ή από θνητούς αν ξέρεις κάτι.
Γιατί κάθε πολύπειρου τα λόγια
τα βλέπω αληθινά να βγαίνουν πάντα.
Έλα, την πόλη ανάστησε, εσύ, ο πρώτος
θνητός· σωτήρα τούτη η γη σε κράζει
για την παλιά σου, πρόθυμη βοήθεια.
Μα ας μην πουν πως στα χρόνια σου σταθήκαμε,
50στα πόδια για να πέσουμε και πάλι.
Στέριωσε τούτη ακλόνητα την πόλη·
κι όπως τότε, καλότυχος, γαλήνη
μας χάρισες, και σήμερα ο ίδιος γίνε.
Αν εδώ ακόμα βασιλέψεις, κάλλιο
να κυβερνάς λαό, παρά άδεια χώρα·
γιατί ούτε κάστρο, ούτε καράβι αξίζει,
αν είναι έρμο, χωρίς ανθρώπους μέσα.