Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (513-554)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΚΡ. ἄνδρες πολῖται, δείν᾽ ἔπη πεπυσμένος
κατηγορεῖν μου τὸν τύραννον Οἰδίπουν
515πάρειμ᾽ ἀτλητῶν. εἰ γὰρ ἐν ταῖς ξυμφοραῖς
ταῖς νῦν νομίζει πρός γ᾽ ἐμοῦ πεπονθέναι
λόγοισιν εἴτ᾽ ἔργοισιν ἐς βλάβην φέρον,
οὔτοι βίου μοι τοῦ μακραίωνος πόθος,
φέροντι τήνδε βάξιν. οὐ γὰρ εἰς ἁπλοῦν
520ἡ ζημία μοι τοῦ λόγου τούτου φέρει,
ἀλλ᾽ ἐς μέγιστον, εἰ κακὸς μὲν ἐν πόλει,
κακὸς δὲ πρὸς σοῦ καὶ φίλων κεκλήσομαι.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἦλθε μὲν δὴ τοῦτο τοὔνειδος τάχ᾽ ἂν
ὀργῇ βιασθὲν μᾶλλον ἢ γνώμῃ φρενῶν.
525ΚΡ. πρὸς τοῦ δ᾽ ἐφάνθη ταῖς ἐμαῖς γνώμαις ὅτι
πεισθεὶς ὁ μάντις τοὺς λόγους ψευδεῖς λέγοι;
ΧΟ. ηὐδᾶτο μὲν τάδ᾽, οἶδα δ᾽ οὐ γνώμῃ τίνι.
ΚΡ. ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν δὲ κἀξ ὀρθῆς φρενὸς
κατηγορεῖτο τοὐπίκλημα τοῦτό μου;
530ΧΟ. οὐκ οἶδ᾽· ἃ γὰρ δρῶσ᾽ οἱ κρατοῦντες οὐχ ὁρῶ.
αὐτὸς δ᾽ ὅδ᾽ ἤδη δωμάτων ἔξω περᾷ.
ΟΙ. οὗτος σύ, πῶς δεῦρ᾽ ἦλθες; ἢ τοσόνδ᾽ ἔχεις
τόλμης πρόσωπον ὥστε τὰς ἐμὰς στέγας
ἵκου, φονεὺς ὢν τοῦδε τἀνδρὸς ἐμφανῶς
535λῃστής τ᾽ ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος;
φέρ᾽ εἰπὲ πρὸς θεῶν, δειλίαν ἢ μωρίαν
ἰδών τιν᾽ ἐν ἐμοὶ ταῦτ᾽ ἐβουλεύσω ποεῖν;
ἢ τοὔργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σου τόδε
δόλῳ προσέρπον ἢ οὐκ ἀλεξοίμην μαθών;
540ἆρ᾽ οὐχὶ μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου,
ἄνευ τε πλήθους καὶ φίλων τυραννίδα
θηρᾶν, ὃ πλήθει χρήμασίν θ᾽ ἁλίσκεται;
ΚΡ. οἶσθ᾽ ὡς πόησον; ἀντὶ τῶν εἰρημένων
ἴσ᾽ ἀντάκουσον, κᾆτα κρῖν᾽ αὐτὸς μαθών.
545ΟΙ. λέγειν σὺ δεινός, μανθάνειν δ᾽ ἐγὼ κακὸς
σοῦ· δυσμενῆ γὰρ καὶ βαρύν σ᾽ ηὕρηκ᾽ ἐμοί.
ΚΡ. τοῦτ᾽ αὐτὸ νῦν μου πρῶτ᾽ ἄκουσον ὡς ἐρῶ.
ΟΙ. τοῦτ᾽ αὐτὸ μή μοι φράζ᾽, ὅπως οὐκ εἶ κακός.
ΚΡ. εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθαδίαν
550εἶναί τι τοῦ νοῦ χωρίς, οὐκ ὀρθῶς φρονεῖς.
ΟΙ. εἴ τοι νομίζεις ἄνδρα συγγενῆ κακῶς
δρῶν οὐχ ὑφέξειν τὴν δίκην, οὐκ εὖ φρονεῖς.
ΚΡ. ξύμφημί σοι ταῦτ᾽ ἔνδικ᾽ εἰρῆσθαι· τὸ δὲ
πάθημ᾽ ὁποῖον φὴς παθεῖν δίδασκέ με.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΚΡΕ. Πολίτες, άκουσα πως με κατηγορεί
δεινά, ο βασιλιάς Οιδίπους.
Ήρθα γεμάτος οργή.
Αν πράγματι πιστεύει
πως τα δεινά που μας καταδαμάζουν
έχουν αιτία τη βλάβη που προξένησαν
κάποια δικά μου έργα
ή κάποια λόγια
δεν έχω πια λαχτάρα για ζωή
με τέτοια ρετσινιά στην πλάτη.
Ζημιά δεν είναι απλή
520τέτοια κατηγορία·
είναι πολύ μεγάλη.
Αν είμαι για την πόλη κίνδυνος
θα ᾽μαι για σένα κίνδυνος
και για τους φίλους όλους.
ΧΟΡ. Πάνω σε ξέσπασμα θυμού
ήρθε στο στόμα ξαφνικά
μομφή και ψόγος.
Δε βούτηξε τη γλώσσα στο μυαλό του.
ΚΡΕ. Μ᾽ ορθάνοιχτα τα μάτια
και ξύπνιο το μυαλό
ξεστόμισε κατηγορία τέτοια;
530ΧΟΡ. Δεν ξέρω. Δε μ᾽ αφορά και δεν κοιτώ
οι άρχοντες τί κάνουν.
Ιδού, του παλατιού περνά
ο ίδιος το κατώφλι.
ΟΙΔ. Εσύ εδώ; Πώς τόλμησες και σίμωσες;
Το προσωπείο φόρεσες του θράσους
και κόπιασες στη στέγη μου,
ενώ σκοπεύεις φανερά να με σκοτώσεις
την εξουσία μου λεηλατώντας.
Πες μου, για το Θεό,
πώς σκέφτηκες να κάνεις κάτι τέτοιο;
Έχεις απόδειξη πως είμαι βλάκας ή δειλός;
Ή νόμισες πως δε θα ξεσκεπάσω
το δόλο σου που σέρνονταν σαν ερπετό;
Ή νόμισες πως αν το μάθαινα
δεν είχα τρόπο ν᾽ αμυνθώ;
540Λοιπόν εγχείρημα βλακώδες δεν ανέλαβες
χωρίς λαό και φίλους
την εξουσία να κυνηγάς;
Μόνο με χρήματα και μάζες
την εξουσία κατακτάς.
ΚΡΕ. Κοίτα και πράξε ανάλογα.
Σ᾽ αυτά που λες
θα πάρεις την απάντηση.
Σκέψου καλά
κι αφού σκεφτείς να κρίνεις.
ΟΙΔ. Μιλάς κομψά κι ωραία·
δεν έχω όμως όρεξη να σε ακούσω.
Μου προξενείς βαριά κατάθλιψη.
ΚΡΕ. Άκουσε τώρα αυτό
που πρώτο θα σου πω.
ΟΙΔ. Μονάχα μη μου πεις πως είσαι φίλος.
ΚΡΕ. Αν πράγματι πιστεύεις
πως το θράσος δίχως τη λογική
είναι προσόν μεγάλο,
550παραλογίζεσαι.
ΟΙΔ. Αν πράγματι πιστεύεις
πως αδικώντας συγγενείς
την τιμωρία γλίτωσες,
παραλογίζεσαι.
ΚΡΕ. Τα λες σωστά και συμφωνώ.
Φέρε γι᾽ αυτά που λες τεκμήρια.
Πώς και με τί σ᾽ αδίκησα;


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΚΡΕ. Πολίτες, φοβερές κατηγορίες
έμαθα πως για μένα λέει ο Οιδίπους
ο βασιλιάς κι έρχομαι μη μπορώντας
να το βαστάξω· γιατί αν μες σ᾽ αυτές μας
τις συφορές πιστεύει νά ᾽χει πάθει
καμιά αδικία από μένα ή μ᾽ έργο ή λόγο,
δε θα ᾽θελ᾽ άλλο πια να ζω και να σηκώνω
μια τέτοια κατηγόρια, που μου φέρνει
520όχι μια απλή, αλλά την πιο μεγάλη
ζημιά, αν θ ᾽ακούω προδότης μες στην πόλη,
προδότης κι από σένα κι απ᾽ τους φίλους.
ΧΟΡ. Μα ίσως παρασύρθηκε σ᾽ αυτές του
τις βρισιές πιο πολύ από το θυμό του,
παρά με τα σωστά του. ΚΡΕ. Κι έλεε τάχα
πως ακλουθώντας συμβουλές δικές μου
του είπε ψευτιές ο μάντης; ΧΟΡ. Ναι, αυτά τά ειπε,
μα με ποιά ιδέα να τα ᾽λεγε, δεν ξέρω.
ΚΡΕ. Και μ᾽ ορθά μάτια και μ᾽ ορθό το νου του
να βγήκε η καταδίκη αυτή για μένα;
530ΧΟΡ. Δεν ξέρω· δεν κοιτάζω εγώ τί κάνουν
οι άρχοντες. Αλλά νά που βγαίνει ο ίδιος.
ΟΙΔ. Εσύ τί ήρθες εδώ; πού βρήκες τέτοιο
πρόσωπο τόλμης, νά ᾽ρθεις στα δικά μου
τα σπίτια μέσα, ενώ είσαι ο φανερός μου
φονιάς κι ο αποδειγμένος ο ληστής
του θρόνου μου; Έλα, στο Θεό σου, πε μου,
είδες καμιά δειλία ή μωρία σε μένα,
για να βάλεις τα σχέδια αυτά στο νου σου;
ή έλεες πως τα δολερά σου τα έργα
δε θα ᾽νιωθα που μου κρυφογλιστρούσαν
και πως θα τ᾽ άφην᾽ ατιμώρητα έτσι
μαθαίνοντάς τα; Και λοιπόν δεν είναι
540μωρία σου η επιχείρηση να θέλεις
με δίχως πλούτη και με δίχως φίλους
την εξουσία ν᾽ αρπάξεις, που την παίρνει
με το πλήθος κανείς και με το χρήμα;
ΚΡΕ. Ξέρεις τί πρέπει; σ᾽ όλ᾽ αυτά σου πού ειπες,
άσε κι εγώ σαν ίσος ν᾽ απαντήσω
κι ύστερα κρίνε ο ίδιος σα μ᾽ ακούσεις.
ΟΙΔ. Στα λόγια εισαι ξεφτέρι εσύ, μα εγώ
καμιά όρεξη δεν έχω να σ᾽ ακούσω,
γιατί σε βρήκα εχθρό κι αδικητή μου.
ΚΡΕ. Ίσα-ίσα αυτό πρώτ᾽ άκου ν᾽ απαντήσω.
ΟΙΔ. Ίσα-ίσα αυτό μην πεις πως είναι ψέμα.
ΚΡΕ. Αν θαρρείς πως το πείσμα δίχως κρίση
550αξίζει κάτι, πολύ λάθος έχεις.
ΟΙΔ. Αν θαρρείς αδικώντας συγγενή σου
πως δε θα πάθεις, μέγα λάθος κάνεις.
ΚΡΕ. Σύμφωνος είμαι πως σ᾽ αυτό έχεις δίκιο,
μα πε και ποιό κακό ειδες από μένα;


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΚΡΕ. Άντρες της Θήβας, σαν έμαθα ο Οιδίπους
ποιά βαριά κατηγόρια είπε για μένα,
έτρεξα εδώ χολιασμένος. Γιατί έτσι,
αν θαρρεί πως σ᾽ αυτές εγώ τις πίκρες
τον έβλαψα είτε μ᾽ έργα, είτε με λόγια,
δεν ποθώ άλλο να ζήσω, τέτοια φήμη
αν βγει για μένα. Γιατί αυτός ο λόγος
520δε μου φέρνει μικρή, μα τρισμεγάλη
συφορά, άμα κακός φανώ στην πόλη,
κακός σ᾽ εσένα και στους φίλους όλους.
ΧΟΡ. Μα την έφερε η οργή, στο ξάναμμά της,
τη βρισιά εκείνη, κι όχι νους και κρίση.
ΚΡΕ. Κι είπε δικές μου πως ακούοντας γνώμες
ψεύτικα λόγια ξεστόμισε ο μάντης;
ΧΟΡ. Τα είπε αυτά, μα με ποιό σκοπό δεν ξέρω.
ΚΡΕ. Με σωστά τα μυαλά, και με ίσιο βλέμμα
για κρίμα τέτοιο εμέ κατηγορούσε;
530ΧΟΡ. Δεν ξέρω· γιατί δεν κοιτώ τί κάνουν
οι άρχοντες. Μα έρχεται ο ίδιος έξω τώρα.
ΟΙΔ. Συ εδώ; Πώς ήρθες; Τόσο θράσος έχεις
να έρχεσαι εδώ, στο σπίτι το δικό μου,
εσύ, που φανερά ζητάς φονιάς μου
να γίνεις, και το θρόνο μου ν᾽ αρπάξεις;
Πες μου, για το Θεό, δειλό με βρίσκεις
ή μωρό και τέτοια έβαλες στο νου σου;
Ή έλεες, το δολερό σου δε θα νιώσω
το έργο, ή αν το μάθω, δε θα το ξεφύγω;
540Και δεν είναι μωρό ό,τι κάνεις, δίχως
λαό ή πιστούς, να κυνηγάς το θρόνο,
που με πλήθος και χρήμα μόνο αρπάζεις;
ΚΡΕ. Ξέρεις τί έχεις να κάνεις; Άκου σε όλα
τί εγώ θ᾽ αποκριθώ, κι ύστερα κρίνε.
ΟΙΔ. Για τα λόγια άξιος είσαι, εγώ όμως όχι
για να τ᾽ ακούω· τι εχτρός μου πάντα εστάθης.
ΚΡΕ. Ίσια ίσια αυτό πρώτα άκου να ξηγήσω.
ΟΙΔ. Ίσια ίσια αυτό μην πεις, φίλος πως είσαι.
ΚΡΕ. Αν θαρρείς πως το πείσμα καύχημα είναι
550άμα λείπει κι ο νους, σωστά δεν κρίνεις.
ΟΙΔ. Αν θαρρείς ατιμώρητος πως μένεις
σα βλάψεις συγγενή σου, άσκημα κρίνεις.
ΚΡΕ. Δέχουμαι δίκια πως μιλάς· μα, πες μου,
Ποιό πάθημα από μένα έπαθες τάχα;