ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΚΡΕ. Άντρες της Θήβας, σαν έμαθα ο Οιδίπους
ποιά βαριά κατηγόρια είπε για μένα,
έτρεξα εδώ χολιασμένος. Γιατί έτσι,
αν θαρρεί πως σ᾽ αυτές εγώ τις πίκρες
τον έβλαψα είτε μ᾽ έργα, είτε με λόγια,
δεν ποθώ άλλο να ζήσω, τέτοια φήμη
αν βγει για μένα. Γιατί αυτός ο λόγος
520δε μου φέρνει μικρή, μα τρισμεγάλη
συφορά, άμα κακός φανώ στην πόλη,
κακός σ᾽ εσένα και στους φίλους όλους.
ΧΟΡ. Μα την έφερε η οργή, στο ξάναμμά της,
τη βρισιά εκείνη, κι όχι νους και κρίση.
ΚΡΕ. Κι είπε δικές μου πως ακούοντας γνώμες
ψεύτικα λόγια ξεστόμισε ο μάντης;
ΧΟΡ. Τα είπε αυτά, μα με ποιό σκοπό δεν ξέρω.
ΚΡΕ. Με σωστά τα μυαλά, και με ίσιο βλέμμα
για κρίμα τέτοιο εμέ κατηγορούσε;
530ΧΟΡ. Δεν ξέρω· γιατί δεν κοιτώ τί κάνουν
οι άρχοντες. Μα έρχεται ο ίδιος έξω τώρα.
ΟΙΔ. Συ εδώ; Πώς ήρθες; Τόσο θράσος έχεις
να έρχεσαι εδώ, στο σπίτι το δικό μου,
εσύ, που φανερά ζητάς φονιάς μου
να γίνεις, και το θρόνο μου ν᾽ αρπάξεις;
Πες μου, για το Θεό, δειλό με βρίσκεις
ή μωρό και τέτοια έβαλες στο νου σου;
Ή έλεες, το δολερό σου δε θα νιώσω
το έργο, ή αν το μάθω, δε θα το ξεφύγω;
540Και δεν είναι μωρό ό,τι κάνεις, δίχως
λαό ή πιστούς, να κυνηγάς το θρόνο,
που με πλήθος και χρήμα μόνο αρπάζεις;
ΚΡΕ. Ξέρεις τί έχεις να κάνεις; Άκου σε όλα
τί εγώ θ᾽ αποκριθώ, κι ύστερα κρίνε.
ΟΙΔ. Για τα λόγια άξιος είσαι, εγώ όμως όχι
για να τ᾽ ακούω· τι εχτρός μου πάντα εστάθης.
ΚΡΕ. Ίσια ίσια αυτό πρώτα άκου να ξηγήσω.
ΟΙΔ. Ίσια ίσια αυτό μην πεις, φίλος πως είσαι.
ΚΡΕ. Αν θαρρείς πως το πείσμα καύχημα είναι
550άμα λείπει κι ο νους, σωστά δεν κρίνεις.
ΟΙΔ. Αν θαρρείς ατιμώρητος πως μένεις
σα βλάψεις συγγενή σου, άσκημα κρίνεις.
ΚΡΕ. Δέχουμαι δίκια πως μιλάς· μα, πες μου,
Ποιό πάθημα από μένα έπαθες τάχα;
|