Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1086-1109)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. εἴπερ ἐγὼ μάντις εἰμὶ [στρ.]
καὶ κατὰ γνώμαν ἴδρις,
οὐ τὸν Ὄλυμπον ἀπείρων,
ὦ Κιθαιρών, οὐκ ἔσῃ τὰν αὔριον
1090πανσέληνον,
μὴ οὐ σ᾽ ἐμὲ καὶ πατριώταν Οἰδίπου
καὶ τροφὸν καὶ ματέρ᾽ αὔξειν,
καὶ χορεύεσθαι πρὸς ἡμῶν,
ὡς ἐπίηρα φέροντα
1095τοῖς ἐμοῖς τυράννοις.
ἰήιε Φοῖβε, σοὶ δὲ
ταῦτ᾽ ἀρέστ᾽ εἴη.

τίς σε, τέκνον, τίς σ᾽ ἔτικτε [ἀντ.]
τῶν μακραιώνων ἄρα
1100Πανὸς ὀρεσσιβάτα πα-
τρὸς πελασθεῖσ᾽; ἢ σέ γέ †τις θυγάτηρ†
Λοξίου; τῷ
γὰρ πλάκες ἀγρόνομοι πᾶσαι φίλαι·
εἴθ᾽ ὁ Κυλλάνας ἀνάσσων,
1105εἴθ᾽ ὁ Βακχεῖος θεὸς ναι-
ων ἐπ᾽ ἄκρων ὀρέων ‹σ᾽› εὕ-
ρημα δέξατ᾽ ἔκ του
Νυμφᾶν Ἑλικωνίδων, αἷς
πλεῖστα συμπαίζει.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Αν είμαι μάντης [στρ.]
και σοφά ψυχανεμίζομαι,
μά τον απέραντο τον Όλυμπο,
πριν η πανσέληνος μεσουρανήσει,
Κιθαιρών, την άλλη νύχτα,
1090θα σε λαμπρύνω μεγαλύνοντας
και θα σε πω πατρίδα μου, μητέρα και τροφό.
Θα στήσω χοροστάσι και πανήγυρη
στη χάρη σου, γιατί στον άρχοντά μου
μήνυσες αλάθευτα σημάδια.
Φοίβε σωτήρα, συγκατάνευσε
κι επάκουσε τις προσευχές μου.

Ποιά, γιε μου, ποιά, αθάνατη ποιά τάχα [αντ.]
νεράιδα να σε γέννησε;
1100Μήπως τα χάδια του Πανός την άγγιξαν στα όρη;
Ή μήπως ο Λοξίας την κοιμήθηκε,
αυτός που χαίρεται τα χλοερά λιβάδια;
Μήπως ο άναξ της Κυλλήνης (ο Ερμής)
ή μήπως ο θεός των κορυφών ο Διόνυσος
σε χάρηκε, χάρισμα των Νυμφών,
εκεί που παίζουν και γελούν στον Ελικώνα;


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Αν εγώ μάντης είμαι
κι αν ορθά κρίνει ο νους μου,
ναι, μα τον Όλυμπο, πριν δε θα γίνει,
ω Κιθαιρώνα, πανσέληνος,
1090δίχως να δεις να σε μεγαλύνομε
για συντοπίτη, πατέρα και μάνα, του Οιδίποδα,
και χορούς για τιμή σου να στήνομε,
γιατί τέτοιο φυλάεις καλοκάρδισμα
στους βασιλιάδες μας.
Φοίβε σωτήρα, μα εσέν᾽ ας αρέσουν
αυτές μας οι ευχές.

Ποιά, γιε μου, να σ᾽ εγέννα
ποιά από τις πολύχρονες Νύφες,
που στου βουνίσιου πατέρα σου Πάνα
την αγκαλιά θα κοιμήθηκε;
ή μια που απ᾽ το Λοξία θ᾽ αγαπήθηκε,
γιατ᾽ εκείνου οι χλωρόνομες πάντα του αρέσουν πλαγιές;
Είτε ο Κυλλήνιος ο Ερμής,
ή ο Βάκχος, που ζει στις κορφές των βουνών,
θρέμμα σε δέχτηκε
από καμιά Ελικωνίδα, που παίζει
μαζί τους συχνά;


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Μάντης κι εγώ αν είμαι, αν νιώθει κάτι κι ο δικός μου νους
μά τα ουράνια, ω Κιθαιρώνα,
1090πριν γεμίσει το φεγγάρι το αυριανό,
το τραγούδι σου θα ψάλω, και του Οιδίπου θα σε πω
χώρα, μάνα και βυζάχτρα,
και θα σύρω το χορό,
τι στον άρχοντά μου φέρνεις
άδολη χαρά.
Κι εσύ, Φοίβε, δέξου τα όλα με καλή ματιά.

Γιε μου, ποιά σ᾽ εγέννα τάχα, ποιά νεράιδα αθάνατη,
1100που κοιμήθη με τον Πάνα,
το βουνίσιο κύρη; ποιά αγαπητικιά
του Λοξία; που τ᾽ απλωμένα βοσκοτόπια χαίρεται.
Ή μην ο άρχος της Κυλλήνης,
ή μη ο Βάκχος που γυρνά
στις ψηλές κορφές, σε πήρε
δώρο από καμιά
νύφη αιθέρια του Ελικώνα, που μ᾽ αυτές γλεντά;