Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1110-1146)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ


1110ΟΙ. εἰ χρή τι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντά πω,
πρέσβεις, σταθμᾶσθαι, τὸν βοτῆρ᾽ ὁρᾶν δοκῶ,
ὅνπερ πάλαι ζητοῦμεν. ἔν τε γὰρ μακρῷ
γήρᾳ ξυνᾴδει τῷδε τἀνδρὶ σύμμετρος,
ἄλλως τε τοὺς ἄγοντας ὥσπερ οἰκέτας
1115ἔγνωκ᾽ ἐμαυτοῦ· τῇ δ᾽ ἐπιστήμῃ σύ μου
προύχοις τάχ᾽ ἄν που, τὸν βοτῆρ᾽ ἰδὼν πάρος.
ΧΟ. ἔγνωκα γάρ, σάφ᾽ ἴσθι· Λαΐου γὰρ ἦν
εἴπερ τις ἄλλος πιστὸς ὡς νομεὺς ἀνήρ.
ΟΙ. σὲ πρῶτ᾽ ἐρωτῶ, τὸν Κορίνθιον ξένον,
1120ἦ τόνδε φράζεις; ΑΓ. τοῦτον, ὅνπερ εἰσορᾷς.
ΟΙ. οὗτος σύ, πρέσβυ, δεῦρό μοι φώνει βλέπων
ὅσ᾽ ἄν σ᾽ ἐρωτῶ. Λαΐου ποτ᾽ ἦσθα σύ;
ΘΕΡΑΠΩΝ
ἦ, δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ᾽ οἴκοι τραφείς.
ΟΙ. ἔργον μεριμνῶν ποῖον ἢ βίον τίνα;
1125ΘΕ. ποίμναις τὰ πλεῖστα τοῦ βίου συνειπόμην.
ΟΙ. χώροις μάλιστα πρὸς τίσι ξύναυλος ὤν;
ΘΕ. ἦν μὲν Κιθαιρών, ἦν δὲ πρόσχωρος τόπος.
ΟΙ. τὸν ἄνδρα τόνδ᾽ οὖν οἶσθα τῇδέ που μαθών,
ΘΕ. τί χρῆμα δρῶντα; ποῖον ἄνδρα καὶ λέγεις;
1130ΟΙ. τόνδ᾽ ὃς πάρεστιν· ἢ ξυναλλάξας τί που;
ΘΕ. οὐχ ὥστε γ᾽ εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ἄπο.
ΑΓ. κοὐδέν γε θαῦμα, δέσποτ᾽. ἀλλ᾽ ἐγὼ σαφῶς
ἀγνῶτ᾽ ἀναμνήσω νιν. εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι
κάτοιδεν ἦμος τὸν Κιθαιρῶνος τόπον
1135ὃ μὲν διπλοῖσι ποιμνίοις, ἐγὼ δ᾽ ἑνὶ
ἐπλησίαζον τῷδε τἀνδρὶ τρεῖς ὅλους
ἐξ ἦρος εἰς ἀρκτοῦρον ἑκμήνους χρόνους·
χειμῶνα δ᾽ ἤδη τἀμά τ᾽ εἰς ἔπαυλ᾽ ἐγὼ
ἤλαυνον οὗτός τ᾽ ἐς τὰ Λαΐου σταθμά.
1140λέγω τι τούτων, ἢ οὐ λέγω πεπραγμένον;
ΘΕ. λέγεις ἀληθῆ, καίπερ ἐκ μακροῦ χρόνου.
ΑΓ. φέρ᾽ εἰπὲ νῦν, τότ᾽ οἶσθα παῖδά μοί τινα
δούς, ὡς ἐμαυτῷ θρέμμα θρεψαίμην ἐγώ;
ΘΕ. τί δ᾽ ἔστι; πρὸς τί τοῦτο τοὔπος ἱστορεῖς;
1145ΑΓ. ὅδ᾽ ἐστίν, ὦ τᾶν, κεῖνος ὃς τότ᾽ ἦν νέος.
ΘΕ. οὐκ εἰς ὄλεθρον; οὐ σιωπήσας ἔσῃ;


ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


1110ΟΙΔ. Γέροντες, αν μπορώ ζυγιάζοντας
να ξεχωρίσω κάποιον
που δεν αντάμωσα ποτέ,
θαρρώ πως βλέπω το βοσκό
που με τις ώρες ψάχναμε να βρούμε.
Συνηγορούν τα βαθιά γηρατειά του
κι οι δούλοι που τον συνοδεύουν.
Τους γνώρισα· είναι δικοί μου.
Εσύ που θα τον είδες και παλιότερα
θα βεβαιώσεις τις δικές μου υποθέσεις.
ΧΟΡ. Τον ξέρω καλά· τον αναγνώρισα·
ήταν ο πιο πιστός βοσκός του Λάιου.
ΟΙΔ. Εσένα πρώτα ρωτάω· τον Κορίνθιο.
Γι᾽ αυτόν μιλούσες;
1120ΑΓΓ. Γι᾽ αυτόν που βλέπεις.
ΟΙΔ. Πλησίασε γέρο και κοίτα με κατάματα
και ν᾽ απαντάς, όταν ρωτάω.
Ήσουν ποτέ στο Λάιο;
ΘΕΡΑΠΩΝ
Ναι. Δούλος· μα δε μ᾽ αγόρασαν·
γεννήθηκα στο σπίτι· ψυχογιός.
ΟΙΔ. Και ποιές δουλειές σου φόρτωναν;
Πώς ζούσες;
ΘΕΡ. Πέρασα τη ζωή μου στα κοπάδια.
ΟΙΔ. Και πού συνήθως έστηνες μαντρί;
ΘΕΡ. Στον Κιθαιρώνα και στα γύρω μέρη.
ΟΙΔ. Αντάμωσες ποτές αυτό τον άνθρωπο;
Τον φέρνεις με το νου σου;
ΘΕΡ. Να κάνει τί; Ποιόν άνθρωπο μου λες;
1130ΟΙΔ. Αυτόν εδώ· τον συνάντησες ποτέ;
ΘΕΡ. Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω
είναι πως δε θυμάμαι.
ΑΓΓ. Αφέντη μου, παράξενο δεν είναι·
αφού το ξέχασε,
τη μνήμη του λιγάκι θα τσιγκλήσω.
Ξέρω καλά πως δε λησμόνησε
πως κάποτε στον Κιθαιρώνα,
αυτός με δυο κοπάδια
και μ᾽ ένα εγώ,
απανωτούς τρεις χρόνους ανταμώναμε.
Από την άνοιξη μέχρι τα πρωτοβρόχια·
γεμάτους έξι μήνες.
Μόλις χειμώνας πλάκωνε,
εγώ ροβόλαγα στα χειμαδιά μου
1140κι αυτός στις στάνες του Λάιου.
ΘΕΡ. Λες την αλήθεια· μα πέρασε πολύς καιρός.
ΑΓΓ. Για πες μου τώρα· θυμάσαι
ότι μου᾽ δωσες ένα μωρό
να τ᾽ αναθρέψω σπίτι μου;
ΘΕΡ. Τί λες τώρα; Προς τί
ξεθάβεις τέτοιες ιστορίες;
ΑΓΓ. Αυτός εδώ, παλιέ μου φίλε,
ήταν εκείνο το μωρό.
ΘΕΡ. Δεν πας να χαθείς;
Και δε θα το βουλώσεις;


ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


1110ΟΙΔ. Αν πρέπει κι εγώ, γέροντες, να εικάσω
για έναν που δεν αντάμωσα ποτέ μου,
θαρρώ πως βλέπω το βοσκό που τώρα
καιρό ζητούμε· γιατί συμφωνούνε
τα βαθιά γερατειά του μ᾽ αυτού του άλλου,
κι εκτός τούτου γνωρίζω για δικούς μου
τους δούλους που τον οδηγούν· εσύ όμως
θα ᾽σαι καλύτερ᾽ από με σε θέση
να γνωρίζεις, γιατί και πριν τον είδες.
ΧΟΡ. Ναι, τον γνώρισα βέβαια, ήταν του Λάιου
κι από κάθ᾽ άλλον, σα βοσκός, πιστός του.
ΟΙΔ. Πρώτα εσένα ρωτώ, Κορίνθιε ξένε,
1120αυτός είναι που λες; ΑΓΓ. Ναι, αυτός που βλέπεις.
ΟΙΔ. Έλα εσύ, γέρο, βλέπ᾽ εδώ κι απάντα
σ᾽ ό,τι θα σε ρωτώ· ήσουν του Λάιου
έναν καιρό; ΔΟΥΛΟΣ. Ναι, δούλος ήμουν, μα όχι
αγοραστός παρά σπιτόθρεφτός του.
ΟΙΔ. Και ποιές δουλειές του φρόντιζες; πώς ζούσες;
ΔΟΥ. Τον πιο πολύ καιρό μου ακολουθούσα
τα κοπάδια του. ΟΙΔ. Και ποιά βοσκοτόπια
σύχναζες πιο πολύ; ΔΟΥ. Γυρνούσα πότε
στον Κιθαιρώνα, πότ᾽ εκεί τριγύρω.
ΟΙΔ. Αυτόν εδώ τον ξέρεις να τον είδες
εκεί κάπου; ΔΟΥ. Να κάνη τί; για ποιόνε
1130μου λες; ΟΙΔ. Γι᾽ αυτόν εδώ που ᾽ναι μπροστά σου·
μην κάποτε ν᾽ αντάμωσες μαζί του;
ΔΟΥ. Μα δε μπορώ να θυμηθώ, που αμέσως
να σου απαντήσω. ΑΓΓ. Και δεν είναι, αφέντη,
παράξενο· μα εγώ θενα τον κάμω
να θυμηθεί καλά τα ξεχασμένα·
γιατ᾽ είμαι βέβαιος πως θυμάται, τότε
που εκεί στον Κιθαιρώνα αυτός βοσκούσε
με δυο κοπάδια, και με το δικό μου
το ένα εγώ γειτόνευα μαζί του
από άνοιξη ως χινόπωρο, τρία χρόνια
κατά σειρά· κι έπειτα το χειμώνα
γυρνούσα στα δικά μου εγώ, και τούτος
1140στου Λάιου τα μαντριά. Δεν ήταν έτσι
καθώς τα λέω ή όχι; ΔΟΥ. Αλήθεια λες
αν κι από τότε έχουν περάσει χρόνια.
ΑΓΓ. Τώρα έλα πε μου, ένα παιδί θυμάσαι
που μου είχες δώσει τότε ν᾽ αναθρέψω
πως να ᾽τανε δικό μου; ΔΟΥ. Και τί τρέχει;
Τί θες και με ρωτάς; ΑΓΓ. Νά, αυτός, καλέ μου,
εκείνος είναι, που ήταν μωρό τότε.
ΔΟΥ. Που να σε πάρ᾽ η οργή, δεν κλεις το στόμα;


ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


1110ΟΙΔ. Όσο μπορώ να κρίνω εγώ, γερόντοι,
που ποτέ δεν τον είδα, θαρρώ, βλέπω
το βοσκό που ζητούμε. Γιατί μοιάζει
στα γερατειά μ᾽ εκείνον αυτός ο άντρας,
μα γνώρισα και τούτους που τον φέρνουν
πως δούλοι μου είναι· ωστόσο εσύ θα ξέρεις
κάλλιο από με, που κι άλλοτε τον είδες.
ΧΟΡ. Ναι, τον γνώρισα τώρα· απ᾽ τους ανθρώπους
του Λάιου ήταν, ο πιο πιστός βοσκός του.
ΟΙΔ. Ρωτώ εσέ πρώτα, απ᾽ την Κόρινθο ξένε,
1120είναι τούτος που λες; ΑΓΓ. Ναι, αυτός που βλέπεις.
ΟΙΔ. Ε, γέρο, εδώ έλα, δες με, κι αποκρίσου
σ᾽ ό,τι ρωτώ. Στου Λάιου έκανες δούλος;
ΘΕΡΑΠΩΝ
Ναι, μα όχι αγοραστός, κοπέλι του ήμουν.
ΟΙΔ. Πώς ζούσες, ποιά ήταν η δουλειά η δική σου;
ΘΕΡ. Κοπάδια έβοσκα σ᾽ όλη τη ζωή μου.
ΟΙΔ. Και σε ποιούς τόπους πιότερο γυρνούσες;
ΘΕΡ. Στον Κιθαιρώνα, ή κάπου εκεί τριγύρω.
ΟΙΔ. Αντάμωσες εκεί τούτον τον άντρα;
ΘΕΡ. Τί να κάνει; Για ποιόν άντρα μιλάς;
1130ΟΙΔ. Γι᾽ αυτόν εδώ· ποτέ σου δεν τον είδες;
ΘΕΡ. Όχι, να πω έτσι τώρα δε θυμούμαι.
ΑΓΓ. Παράξενο δεν είναι, αφέντη· εγώ όμως
θα του θυμίσω τα παλιά· το ξέρω,
δεν ξέχασε τα χρόνια, που εγώ μ᾽ ένα
κοπάδι, αυτός με δυο, στον Κιθαιρώνα
σμίγαμε απάνω, απ᾽ την άνοιξη οι δυο μας
ώς το Σποριά, τρία ολάκερα εξαμήνια.
Κι άμα ᾽ρχόταν χειμώνας, στα μαντριά μου
γυρνούσα εγώ, κι αυτός στου Λάιου πίσω
1140τα χειμαδιά. Σωστά σού μιλώ ή όχι;
ΘΕΡ. Αλήθεια λες, μα πάνε πολλά χρόνια.
ΑΓΓ. Για πες, θυμάσαι που ένα παιδί τότες
μου έδωσες να το θάψω σα δικό μου;
ΘΕΡ. Τί τρέχει; Τί είναι αυτά που ρωτάς τώρα;
ΑΓΓ. Νά τος εκείνος, που μωρό ήταν τότες.
ΘΕΡ. Κακό να σ᾽ εύρει! Δε σφαλάς το στόμα;