ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 1110ΟΙΔ. Όσο μπορώ να κρίνω εγώ, γερόντοι,
που ποτέ δεν τον είδα, θαρρώ, βλέπω
το βοσκό που ζητούμε. Γιατί μοιάζει
στα γερατειά μ᾽ εκείνον αυτός ο άντρας,
μα γνώρισα και τούτους που τον φέρνουν
πως δούλοι μου είναι· ωστόσο εσύ θα ξέρεις
κάλλιο από με, που κι άλλοτε τον είδες.
ΧΟΡ. Ναι, τον γνώρισα τώρα· απ᾽ τους ανθρώπους
του Λάιου ήταν, ο πιο πιστός βοσκός του.
ΟΙΔ. Ρωτώ εσέ πρώτα, απ᾽ την Κόρινθο ξένε,
1120είναι τούτος που λες; ΑΓΓ. Ναι, αυτός που βλέπεις.
ΟΙΔ. Ε, γέρο, εδώ έλα, δες με, κι αποκρίσου
σ᾽ ό,τι ρωτώ. Στου Λάιου έκανες δούλος;
ΘΕΡΑΠΩΝ
Ναι, μα όχι αγοραστός, κοπέλι του ήμουν.
ΟΙΔ. Πώς ζούσες, ποιά ήταν η δουλειά η δική σου;
ΘΕΡ. Κοπάδια έβοσκα σ᾽ όλη τη ζωή μου.
ΟΙΔ. Και σε ποιούς τόπους πιότερο γυρνούσες;
ΘΕΡ. Στον Κιθαιρώνα, ή κάπου εκεί τριγύρω.
ΟΙΔ. Αντάμωσες εκεί τούτον τον άντρα;
ΘΕΡ. Τί να κάνει; Για ποιόν άντρα μιλάς;
1130ΟΙΔ. Γι᾽ αυτόν εδώ· ποτέ σου δεν τον είδες;
ΘΕΡ. Όχι, να πω έτσι τώρα δε θυμούμαι.
ΑΓΓ. Παράξενο δεν είναι, αφέντη· εγώ όμως
θα του θυμίσω τα παλιά· το ξέρω,
δεν ξέχασε τα χρόνια, που εγώ μ᾽ ένα
κοπάδι, αυτός με δυο, στον Κιθαιρώνα
σμίγαμε απάνω, απ᾽ την άνοιξη οι δυο μας
ώς το Σποριά, τρία ολάκερα εξαμήνια.
Κι άμα ᾽ρχόταν χειμώνας, στα μαντριά μου
γυρνούσα εγώ, κι αυτός στου Λάιου πίσω
1140τα χειμαδιά. Σωστά σού μιλώ ή όχι;
ΘΕΡ. Αλήθεια λες, μα πάνε πολλά χρόνια.
ΑΓΓ. Για πες, θυμάσαι που ένα παιδί τότες
μου έδωσες να το θάψω σα δικό μου;
ΘΕΡ. Τί τρέχει; Τί είναι αυτά που ρωτάς τώρα;
ΑΓΓ. Νά τος εκείνος, που μωρό ήταν τότες.
ΘΕΡ. Κακό να σ᾽ εύρει! Δε σφαλάς το στόμα;
|