Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (911-949)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΙΟ. χώρας ἄνακτες, δόξα μοι παρεστάθη
ναοὺς ἱκέσθαι δαιμόνων, τάδ᾽ ἐν χεροῖν
στέφη λαβούσῃ κἀπιθυμιάματα.
ὑψοῦ γὰρ αἴρει θυμὸν Οἰδίπους ἄγαν
915λύπαισι παντοίαισιν· οὐδ᾽ ὁποῖ᾽ ἀνὴρ
ἔννους τὰ καινὰ τοῖς πάλαι τεκμαίρεται,
ἀλλ᾽ ἐστὶ τοῦ λέγοντος, εἰ φόβους λέγοι.
ὅτ᾽ οὖν παραινοῦσ᾽ οὐδὲν ἐς πλέον ποιῶ,
πρὸς σ᾽, ὦ Λύκει᾽ Ἄπολλον, ἄγχιστος γὰρ εἶ,
920ἱκέτις ἀφῖγμαι τοῖσδε σὺν κατεύγμασιν,
ὅπως λύσιν τιν᾽ ἡμὶν εὐαγῆ πόρῃς·
ὡς νῦν ὀκνοῦμεν πάντες ἐκπεπληγμένον
κεῖνον βλέποντες ὡς κυβερνήτην νεώς.
ΑΓΓΕΛΟΣ
ἆρ᾽ ἂν παρ᾽ ὑμῶν, ὦ ξένοι, μάθοιμ᾽ ὅπου
925τὰ τοῦ τυράννου δώματ᾽ ἐστὶν Οἰδίπου;
μάλιστα δ᾽ αὐτὸν εἴπατ᾽ εἰ κάτισθ᾽ ὅπου.
ΧΟ. στέγαι μὲν αἵδε, καὐτὸς ἔνδον, ὦ ξένε·
γυνὴ δὲ μήτηρ ἥδε τῶν κείνου τέκνων.
ΑΓ. ἀλλ᾽ ὀλβία τε καὶ ξὺν ὀλβίοις ἀεὶ
930γένοιτ᾽, ἐκείνου γ᾽ οὖσα παντελὴς δάμαρ.
ΙΟ. αὕτως δὲ καὶ σύ γ᾽, ὦ ξέν᾽· ἄξιος γὰρ εἶ
τῆς εὐεπείας οὕνεκ᾽. ἀλλὰ φράζ᾽ ὅτου
χρῄζων ἀφῖξαι χὥτι σημῆναι θέλων.
ΑΓ. ἀγαθὰ δόμοις τε καὶ πόσει τῷ σῷ, γύναι.
935ΙΟ. τὰ ποῖα ταῦτα; πρὸς τίνος δ᾽ ἀφιγμένος;
ΑΓ. ἐκ τῆς Κορίνθου. τὸ δ᾽ ἔπος οὑξερῶ τάχα,
ἥδοιο μέν, πῶς δ᾽ οὐκ ἄν; ἀσχάλλοις δ᾽ ἴσως.
ΙΟ. τί δ᾽ ἔστι; ποίαν δύναμιν ὧδ᾽ ἔχει διπλῆν;
ΑΓ. τύραννον αὐτὸν οὑπιχώριοι χθονὸς
940τῆς Ἰσθμίας στήσουσιν, ὡς ηὐδᾶτ᾽ ἐκεῖ.
ΙΟ. τί δ᾽; οὐχ ὁ πρέσβυς Πόλυβος ἐγκρατὴς ἔτι;
ΑΓ. οὐ δῆτ᾽, ἐπεί νιν θάνατος ἐν τάφοις ἔχει.
ΙΟ. πῶς εἶπας; ἦ τέθνηκε‹ν Οἰδίπου πατήρ›;
ΑΓ. εἰ μὴ λέγω τἀληθές, ἀξιῶ θανεῖν.
945ὦ πρόσπολ᾽, οὐχὶ δεσπότῃ τάδ᾽ ὡς τάχος
μολοῦσα λέξεις; ὦ θεῶν μαντεύματα,
ἵν᾽ ἐστέ· τοῦτον Οἰδίπους πάλαι τρέμων
τὸν ἄνδρ᾽ ἔφευγε μὴ κτάνοι· καὶ νῦν ὅδε
πρὸς τῆς τύχης ὄλωλεν οὐδὲ τοῦδ᾽ ὕπο.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΙΟΚ. Πρώτοι πολίτες της χώρας
μία γνώμη μες στο νου μου κυριάρχησε
στους ναούς των θεών να προσφύγω
κρατώντας μες στα χέρια μου
στεφάνια και θυμίαμα.
Ο Οιδίπους ακροβατεί μετέωρος
στης λύπης το σκοινί
και δε στοχάζεται, σαν άνθρωπος με λογική,
πως τα παλιά συμβάντα φωτίζουν τα καινούργια.
Αφήνεται στο λόγο καθενός
που τον τρομοκρατεί με προφητείες.
Οι παραινέσεις μου δε βρήκαν ανταπόκριση
γι᾽ αυτό προσπέφτω ικέτισσα
σ᾽ εσένα Λύκειε Απόλλων,
που γειτονεύεις με το σπιτικό μας,
920προσφέροντας τα δώρα μου,
ζητώντας λύτρωση και καθαρμό.
Τρομάζουμε, τον κυβερνήτη
βλέποντας του πλοίου
να περιφέρεται σα ζώο
πληγωμένο πανικόβλητος.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Μπορείτε να μου πείτε, ξένοι,
πού βρίσκεται του Οιδίποδος τ᾽ ανάκτορο
και μήπως ξέρετε πού βρίσκεται κι ο ίδιος;
ΧΟΡ. Ιδού, το παλάτι· κι ο ίδιος μέσα, ξένε, βρίσκεται.
Αυτή είναι η γυναίκα του,
μητέρα των παιδιών του.
ΑΓΓ. Να ζεις μες στην ευδαιμονία πάντα.
930Να χαίρεσαι το γάμο σου.
ΙΟΚ. Παρομοίως, ξένε.
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Μα πες μου τη χρεία που σ᾽ έφερε
και ποιό το μήνυμα που θες να πεις;
ΑΓΓ. Ευχάριστο και για το σπίτι σου
και για το σύζυγό σου, γυναίκα.
ΙΟΚ. Ποιό μήνυμα και ποιός σε στέλνει;
ΑΓΓ. Από την Κόρινθο·
ο λόγος μου θα σε γλυκάνει,
αλλά μπορεί να πικραθείς λιγάκι.
ΙΟΚ. Αμφίσημο το μήνυμά σου· πώς γίνεται;
ΑΓΓ. Λένε πως στη Ισθμία
940θα τον κάνουν βασιλιά.
ΙΟΚ. Μα πώς; Ο γέρο-Πόλυβος δε βασιλεύει πια;
ΑΓΓ. Όχι πια. Τον πήρε ο θάνατος στον τάφο.
ΙΟΚ. Αλήθεια λες; Πέθανε ο Πόλυβος;
ΑΓΓ. Να πέσω να πεθάνω, αν λέγω ψέματα.
ΙΟΚ. Κόρη μου, τρέχα γρήγορα
να τα προφτάσεις στον αφέντη.
Ω θεϊκές μαντείες,
πού να᾽ ναι τάχα το κύρος σας;
Ο Οιδίπους μια ζωή περιπλανιόταν μακριά
και σκιαζόταν μήπως τον άντρα αυτόν σκοτώσει.
Η τύχη τώρα τον θανάτωσε
κι όχι το τέκνο του.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΙΟΚ. Προύχοντες της Καδμείας, μου ήρθε στο νου μου
στους ναούς να πάω των θεών με τούτα
πὄχω πάρει μαζί μου τα στεφάνια
και τα θυμιάματά μου· γιατί ο Οιδίπους
πολύ ψηλά σηκώνει την ψυχή του
με κάθε λογής έγνοιες και δεν κρίνει,
σαν άντρας γνωστικός, τους νέους χρησμούς
απ᾽ τους παλιούς, μα κάθεται κι ακούει
σ᾽ ό,τι του πουν, αν του μιλούν για φόβο·
αφού λοιπόν μ᾽ όλες τις συμβουλές μου
δεν κατόρθωσα τίποτα, σε σένα,
Λύκειε Απόλλωνα, που είσαι ο πιο κοντά μας,
920ήρθα μ᾽ αυτές τις προσφορές ικέτης,
για να δώσεις μια λύση που να σβήσει
το μίασμα· γιατί τώρα τρέμομε όλοι
να βλέπομ᾽ έτσι εκείνον, καθώς ναύτες
του πλοίου τον κυβερνήτη αλαλιασμένο.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Θα μπορούσ᾽ από σας να μάθω, ω ξένοι,
τα παλάτια του Οιδίποδα πού να ᾽ναι,
και μάλιστ᾽ αν γνωρίζετε κι ο ίδιος
πού να ᾽ναι να μου πείτε; ΧΟΡ. Αυτά ειναι, ξένε,
τα σπίτια του και μέσα είναι κι ο ίδιος
κι αυτή εδώ η γυναίκα του, η μητέρα
των παιδιών του. ΑΓΓ. Μα ευτυχισμένη να᾽ ναι
και μες σ᾽ ευτυχισμένους πάντα, αφού ειναι
930γυναίκα τέλεια σ᾽ όλα της εκείνου.
ΙΟΚ. Το ίδιο, ξένε, κι εσύ· γιατί τ᾽ αξίζεις
για τις καλές ευχές σου· μα ξηγήσου,
ποιά ανάγκη εδώ σε φέρνει και τί θέλεις
να μας πληροφορήσεις; ΑΓΓ. Καλά νέα
για τα σπίτια και για τον άρχοντά σου,
δέσποινά μου. ΙΟΚ. Σαν τί νέα, κι από μέρος
τίνος σταλμένος έρχεσαι; ΑΓΓ. Απ᾽ την Κόρθο,
και τα νέα που θ᾽ ακούσεις μπορεί βέβαια
και να σ᾽ ευχαριστήσουν, και πώς όχι;
μα μπορεί κιόλα και να σε πικράνουν.
ΙΟΚ. Μα τί ᾽ναι κι έχει διπλή δύναμη έτσι;
ΑΓΓ. Βασιλιά τους οι ντόπιοι της Ισθμίας,
940καθώς εκεί το λέγαν, θα τον κάμουν.
ΙΟΚ. Και πώς; δεν είναι πια στην εξουσία
ο γέροντας ο Πόλυβος; ΑΓΓ. Και βέβαια
δεν είναι, γιατ᾽ ο θάνατος τον έχει
βάλει στον τάφο. ΙΟΚ. Τί μου λες; αλήθεια
έχει πεθάνει ο Πόλυβος; ΑΓΓ. Αν είναι
και σε γελώ, μου αξίζει να πεθάνω.
ΙΟΚ. Γυναίκα, δε θα πεταχτείς αμέσως
την είδηση να πεις στον κύριό σου;
Ω χρησμοί των θεών, πού λοιπόν είστε;
τον άντρα αυτόν ο Οιδίπους τρέμοντας
μήπως σκοτώσει, ζούσ᾽ εξορισμένος
τόσον καιρό· και τώρα εκείνος πάει
έτσι απ᾽ την τύχη, ουδ᾽ απ᾽ αυτού το χέρι.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΙΟΚ. Μου ήρθε, της χώρας άρχοντες, η ιδέα
στους ναούς νά ᾽ρθω των Θεών, κρατώντας
τα θυμιάματα αυτά και τα στεφάνια.
Γιατί ταράζουν την ψυχή του Οιδίπου
λογής καημοί, κι απ᾽ τους παλιούς δεν κρίνει
τους νέους χρησμούς, σαν άντρας μυαλωμένος,
μα ακούει καθένα, αν φοβερά μαντεύει.
Σα δε φελούν τα λόγια μου, σ᾽ εσένα,
Λύκειε Απόλλωνα, που είσαι πιο κοντά μας,
920μ᾽ ευλάβεια αυτές τις προσφορές σού φέρνω,
για να μας βρεις καθαρμό και βοήθεια.
Τι όλοι τρέμουμε, βλέποντας τον, όπως
καραβιού καπετάνιο τρομαγμένο.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Μπορώ από σας τάχα να μάθω, ξένοι,
πού είναι του βασιλιά Οιδίπου το σπίτι;
Μα κάλλιο πέστε, αν ξέρετε, ο ίδιος πού είναι.
ΧΟΡ. Νά το παλάτι του· είναι μέσα εκείνος,
κι αυτή η γυναίκα, η μάνα των παιδιών του.
ΑΓΓ. Να ᾽ναι πάντα καλότυχη έτσι μέσα
930σε καλότυχους η άξια αρχόντισσά του.
ΙΟΚ. Καλότυχος κι εσύ, ξένε· το αξίζεις
για τα καλά σου λόγια. Πες μας όμως
τί θέλεις κι ήρθες, τί μήνυμα φέρνεις;
ΑΓΓ. Καλό, στ᾽ αρχοντικό σου και στον άντρα σου.
ΙΟΚ. Ποιό είναι αυτό; Κι από ποιόν έρχεσαι τόπο;
ΑΓΓ. Απ᾽ την Κόρινθο. Για ό,τι πω θα νιώσεις
χαρά, πώς όχι; μα μπορεί και θλίψη.
ΙΟΚ. Τί είναι, και τέτοια διπλή δύναμη έχει;
ΑΓΓ. Της Ισθμίας ο λαός, κατά πως λένε,
940τον άντρα σου θα κάνει βασιλιά του.
ΙΟΚ. Τί; Ο Πόλυβος δεν είναι πια στο θρόνο;
ΑΓΓ. Όχι. Ο Χάρος τον έκλεισε στον τάφο.
ΙΟΚ. Τί λες; Πέθανε ο Πόλυβος ο γέρος;
ΑΓΓ. Να πεθάνω κι εγώ αν δε σου είπα αλήθεια.
ΙΟΚ. Κοπέλα μου, γοργά τρέχα και πες τα
του αφέντη σου όλα. Ω θεών προφητείες
πού είστε πια; Ο Οιδίπους έφευγε από φόβο
μη σκοτώσει τον άντρα αυτόν, και τώρα
δεν πεθαίνει απ᾽ το γιο του, μα απ᾽ την τύχη.