Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (463-512)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΧΟ. τίς ὅντιν᾽ ἁ θεσπιέπει- [στρ. α]
α Δελφὶς εἶπε πέτρα
465ἄρρητ᾽ ἀρρήτων τελέσαν-
τα φοινίαισι χερσίν;
ὥρα νιν ἀελλάδων
ἵππων σθεναρώτερον
φυγᾷ πόδα νωμᾶν.
ἔνοπλος γὰρ ἐπ᾽ αὐτὸν ἐπενθρῴσκει
470πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας,
δειναὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕπονται
Κῆρες ἀναπλάκητοι.

ἔλαμψε γὰρ τοῦ νιφόεν- [ἀντ. α]
τος ἀρτίως φανεῖσα
475φάμα Παρνασσοῦ τὸν ἄδη-
λον ἄνδρα πάντ᾽ ἰχνεύειν.
φοιτᾷ γὰρ ὑπ᾽ ἀγρίαν
ὕλαν ἀνά τ᾽ ἄντρα καὶ
πετραῖος ὁ ταῦρος,
μέλεος μελέῳ ποδὶ χηρεύων,
480τὰ μεσόμφαλα γᾶς ἀπονοσφίζων
μαντεῖα· τὰ δ᾽ αἰεὶ
ζῶντα περιποτᾶται.

δεινὰ μὲν οὖν, δεινὰ ταράσ- [στρ. β]
σει σοφὸς οἰωνοθέτας,
485οὔτε δοκοῦντ᾽ οὔτ᾽ ἀποφά-
σκονθ᾽· ὅ τι λέξω δ᾽ ἀπορῶ.
πέτομαι δ᾽ ἐλπίσιν οὔτ᾽ ἐν-
θάδ᾽ ὁρῶν οὔτ᾽ ὀπίσω.
τί γὰρ ἢ Λαβδακίδαις
490ἢ τῷ Πολύβου νεῖ-
κος ἔκειτ᾽ οὔτε πάροιθέν
ποτ᾽ ἔγωγ᾽ οὔτε τανῦν πω
ἔμαθον, πρὸς ὅτου δὴ
βασάνῳ ‹πεῖραν ἔχων›
495ἐπὶ τὰν ἐπίδαμον
φάτιν εἶμ᾽ Οἰδιπόδα Λαβδακίδαις
ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων.

ἀλλ᾽ ὁ μὲν οὖν Ζεὺς ὅ τ᾽ Ἀπόλ- [ἀντ. β]
λων ξυνετοὶ καὶ τὰ βροτῶν
εἰδότες· ἀνδρῶν δ᾽ ὅτι μάν-
500τις πλέον ἢ ᾽γὼ φέρεται,
κρίσις οὐκ ἔστιν ἀληθής·
σοφίᾳ δ᾽ ἂν σοφίαν
παραμείψειεν ἀνήρ.
ἄλλ᾽ οὔποτ᾽ ἔγωγ᾽ ἄν,
505πρὶν ἴδοιμ᾽ ὀρθὸν ἔπος, μεμ-
φομένων ἂν καταφαίην.
φανερὰ γὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ
πτερόεσσ᾽ ἦλθε κόρα
ποτέ, καὶ σοφὸς ὤφθη
510βασάνῳ θ᾽ ἁδύπολις· τῷ ἀπ᾽ ἐμᾶς
φρενὸς οὔποτ᾽ ὀφλήσει κακίαν.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ποιός είναι τάχα ο άγνωστος [στρ. α]
που κρύβεται μες στο χρησμό του Δελφικού
του Βράχου; αυτός που τέλεσε τ᾽ ανείπωτα,
τ᾽ ανομολόγητα με χέρι ματωμένο;
Είναι καιρός να πάρει
της εξορίας την οδό γοργά,
όπως γοργά της θύελλας τ᾽ αλόγατα καλπάζουν.
Πάνοπλος ο υιός του Διός τον διώκει
470με του πυρός την αστραπή
κι αλάθευτες ακολουθούν σα λαγωνίκες
οι Ερινύες τρομερές.

Στην κορυφή του χιονισμένου Παρνασσού [αντ. α]
πρόβαλε λόγος λαμπερός μιας αποκάλυψης
κι όλοι ζητούν τον άγνωστο, τον άφαντο
μυρίζοντας τα χνάρια του παντού.
Σαν την άδικη λουφάζει την κατάρα στα δάση,
στα βράχια και στα σπήλαια, σαν ταύρος μοναχός,
της συμφοράς το πόδι σέρνοντας πεντάρφανο.
480Κοιτάει να γλιτώσει το χρησμό·
χρησμό που ζωντανός αιώνια
στην κεφαλή του γύρω-γύρω θα πετάει.

Με τάραξε βαθιά, με τρόμαξεν [στρ. β]
ο σοφός μαντευτής των σημείων.
Ν᾽ αμφιβάλλω ή να πιστέψω;
Απορώ· να μιλήσω διστάζω.
Σκοτάδι μπρος και πίσω, παντού.
Με της ελπίδας τα φτερά πετώ.
Δεν άκουσα ποτέ να μιλάνε για μίσος,
πρόσφατο και παλιό,
ανάμεσα στους Λαβδακίδες
490και στου Πολύβου τον υιό.
Πού νά ᾽βρω πειστικά τεκμήρια
τη φήμη να κλονίσω του Οιδίποδος
στην πόλη; πώς να συνδράμω να βρεθεί
ο άγνωστος φονιάς του Λαβδακίδη;

Ο Ζευς κι ο Απόλλων σοφοί, [αντ. β]
αυτοί μονάχα τη θνητή γνωρίζουν φύση.
Θνητός κι ο μάντης, γιατί να ξέρει
500από μένα πιο πολλά; δεν είναι λογικό.
Στον άνθρωπο μόνον η φρόνιμη γνώση.
νικά τη φρόνιμη γνώση.
Αν δεν αποδειχτούν αλήθειες
οι μαντείες του, αρνούμαι τη μομφή του.
Όταν εκείνος μες στο φως αντάμωσε
τη φτερωτή παρθένα, σοφός αποκαλύφτηκε
510κι η πόλη τον αγάπησε παράφορα.
Ο νους να το χωρέσει δεν μπορεί
πως εγκλημάτησε ποτές του.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ποιός να ᾽ναι αυτός που ο χρησμωδός ο βράχος είπε των Δελφών
πως το ᾽καμε το ανάκουστο
μέσα στ᾽ ανάκουστα κακό
με χέρι φονικό;
Ώρα να βάζει σε φευγιό
το πόδι του πιο δυνατά
κι απ᾽ ανεμόποδες φοράδες.
Γιατ᾽ οπλισμένος με φωτιά
470και μ᾽ αστραπές του Δία ο γιος
απάνω του χυμά και του ακλουθούν
οι τρομερές κι αλάθευτες Κατάρες.

Γιατ᾽ έλαμψε απ᾽ τον Παρνασσό το χιονοσκέπαστο η Φωνή
που φάνηκε τώρα στερνά:
Όλοι να ψάχνουνε να βρουν
τον άφανο φονιά·
γιατ᾽ έρμος στις ερμιές γυρνά
σε βράχους, σε σπηλιές σαν ταύρος,
μακριά απ᾽ ανθρώπων πατησιά,
480για να γλιτώσει απ᾽ τους χρησμούς
που απ᾽ τη μεσόμφαλ᾽ ήρθαν γη· μα αυτοί
ζωντανοί πάντα γύρω του πετάνε.

Όμως με βάζει κι ο σοφός οιωνοσκόπος σε πολύ
πολύ μεγάλη ταραχή,
να τον πιστέψω; να μην τον πιστέψω;
κι εγώ δεν ξέρω τί να πω
και φτεροδέρνει ανήσυχος ο νους μου
χωρίς να βλέπει μήτε πίσω μήτε μπρος·
γιατί ποιά αμάχη να ᾽χανε μαζί
490του Λάβδακου η γενιά και του Πολύβου ο γιος;
Ποτέ δεν άκουσα, ούτε τώρα ούτε και πριν,
τίποτα που μ᾽ απόδειξη να βασιστώ
κι ενάντια πάω στην πάνδημη του Οιδίποδα τη φήμη,
για νά ᾽βγω των Λαβδακιδών εγώ βοηθός
κι εκδικηθώ ένα φονικό,
που ποιός να το ᾽καμε κανείς δεν ξέρει.

Μόνον ο Δίας κι ο Απόλλωνας είναι σοφοί και μόνο αυτοί
ξέρουν τ᾽ ανθρώπινα· μα αν πεις
πως μες απ᾽ τους ανθρώπους ένας μάντης
500στέκει πιο πάνω απ᾽ ό,τι εγώ,
δεν είναι κρίση αληθινή, και μόνο
στη φρόνηση να ξεπεράσει ένας μπορεί
τον άλλο· μα ποτέ μου εγώ, πριν δω
σωστός να βγαίνει ο λόγος, θα παραδεχτώ
αυτά που του κατηγορούν· γιατί
στα μάτια μπρος μας ήρθ᾽ η Κόρη η φτερωτή
απάνω του, και δείχτηκε σοφός, και με το δίκιο
510να γένηκε της χώρας μας ο αγαπητός
κι έτσι ποτέ μου δε μπορώ
στο νου μου για κακούργο να τον βάλω.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ποιός να ᾽ναι, που είπε των Δελφών ο μαντικός ο βράχος
πως κρίμα ανάκουστο έκανε το φονικό του χέρι;
Είναι ώρα από δω πιο γοργά
να φύγει κι από άτι που ορμά
σα σίφουνας άγριος.
Γιατί απάνω του τώρα χυμά του Διός
470με αστραπές και φωτιά αρματωμένος ο γιος,
και του Άδη ακολουθούνε
τ᾽ ανήλεα στοιχειά.

Φωνή Θεού απ᾽ του Παρνασσού τις χιονισμένες ράχες
άστραψε, και είπε το φονιά τον άγνωστο να βρούμε,
που μόνος στους άγριους γυρνά
τους λόγγους, σε σπήλαια βαθιά,
σε βράχια σαν ταύρος,
κι απ᾽ το φόβο ο φτωχός σπαρταρά μην τον βρουν
480οι χρησμοί, που απ᾽ της γης την καρδιά ξεχειλούν.
Μ᾽ αυτοί ολόγυρά του
φτερουγούν ζωντανοί.

Μαύρα μιλά, μαύρα μηνά,
κι όλους ταράζει ο μάντης.
Ψέματα αν κρένει, ή αληθινά,
τάχα να πω μπορώ;
Γύρω ή μπροστά εγώ δε θωρώ,
μα καρτερώ μ᾽ ελπίδες.
Γιατί στους Λαβδακίδες
490του Πολύβου η γενιά ποτέ μου αμάχη
ούτε άλλοτε, ούτε τώρα άκουσα να ᾽χει,
που έτσι πια κι η ψυχή με δίκια κρίση
να μπορεί ν᾽ αντικρίσει
του Οιδίπου την καλή φήμη, και μόνο
να εκδικηθεί για του Λάιου το φόνο.

Κάθε θνητού τί είναι γραφτό
ξέρει κι ο Δίας κι ο Φοίβος.
Μα όποιος για μάντη, λέει, θνητό
500πιότερα πως νογά
παρ᾽ όσα εγώ, άκριτα μιλά.
Ο άντρας με το μυαλό του
ξεπερνά τον όμοιό του.
Μα γι᾽ αυτό, πριν τα λόγια βγουν αλήθεια,
κατηγόρια δε βγάζω εγώ απ᾽ τα στήθια.
Τι άμα η φτερωτή κόρη μπρος του ορθώθη,
και σοφός φανερώθη
510και στην πόλη αγαθός. Κι έτσι για σένα
δε βάζει, Οιδίπου, ο νους κακό κανένα.