Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Σφῆκες (230-272)


ΧΟΡΟΣ
230 χώρει, πρόβαιν᾽ ἐρρωμένως. ὦ Κωμία, βραδύνεις.
μὰ τὸν Δί᾽ οὐ μέντοι πρὸ τοῦ γ᾽, ἀλλ᾽ ἦσθ᾽ ἱμὰς κύνειος·
νυνὶ δὲ κρείττων ἐστί σου Χαρινάδης βαδίζειν.
ὦ Στρυμόδωρε Κονθυλεῦ, βέλτιστε συνδικαστῶν,
Εὐεργίδης ἆρ᾽ ἐστί που ᾽νταυθὶ Χάβης ‹θ᾽› ὁ Φλυεύς;
235 πάρεσθ᾽, ὃ δὴ λοιπόν γ᾽ ἔτ᾽ ἐστίν, ἀπαπαπαῖ παπαιάξ,
ἥβης ἐκείνης, ἡνίκ᾽ ἐν Βυζαντίῳ ξυνῆμεν
φρουροῦντ᾽ ἐγώ τε καὶ σύ· κᾆτα περιπατοῦντε νύκτωρ
τῆς ἀρτοπώλιδος λαθόντ᾽ ἐκλέψαμεν τὸν ὅλμον·
κᾆθ᾽ ἥψομεν τοῦ κορκόρου κατασχίσαντες αὐτόν.
240 ἀλλ᾽ ἐγκονῶμεν, ὦνδρες, ὡς ἔσται Λάχητι νυνί·
σίμβλον δέ φασι χρημάτων ἔχειν ἅπαντες αὐτόν.
χθὲς οὖν Κλέων ὁ κηδεμὼν ἡμῖν ἐφεῖτ᾽ ἐν ὥρᾳ
ἥκειν ἔχοντας ἡμερῶν ὀργὴν τριῶν πονηρὰν
ἐπ᾽ αὐτόν, ὡς κολωμένους ὧν ἠδίκησεν. ἀλλὰ
245 σπεύσωμεν, ὦνδρες ἥλικες, πρὶν ἡμέραν γενέσθαι.
χωρῶμεν ἅμα τε τῷ λύχνῳ πάντῃ διασκοπῶμεν,
μή που λίθος τις ἐμποδὼν ἡμᾶς κακόν τι δράσῃ.

ΠΑΙΣ
τὸν πηλόν, ὦ πάτερ πάτερ, τουτονὶ φύλαξαι.
ΧΟ. κάρφος χαμᾶθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόμυξον.
250 ΠΑ. οὔκ, ἀλλὰ τῳδί μοι δοκῶ τὸν λύχνον προμύσσειν.
ΧΟ. τί δαὶ μαθὼν τῷ δακτύλῳ τὴν θρυαλλίδ᾽ ὠθεῖς,
καὶ ταῦτα τοὐλαίου σπανίζοντος, ὦνόητε;
οὐ γὰρ δάκνει σ᾽, ὅταν δέῃ τίμιον πρίασθαι.
ΠΑ. εἰ νὴ Δί᾽ αὖθις κονδύλοις νουθετήσεθ᾽ ἡμᾶς,
255 ἀποσβέσαντες τοὺς λύχνους ἄπιμεν οἴκαδ᾽ αὐτοί·
κἄπειτ᾽ ἴσως ἐν τῷ σκότῳ τουτουὶ στερηθεὶς
τὸν πηλὸν ὥσπερ ἀτταγᾶς τυρβάσεις βαδίζων.
ΧΟ. ἦ μὴν ἐγώ σοῦ χἀτέρους μείζονας κολάζω.
ἀλλ᾽ οὑτοσί μοι μάρμαρος φαίνεται πατοῦντι·
260 κοὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐχ ἡμερῶν τεττάρων τὸ πλεῖστον
ὕδωρ ἀναγκαίως ἔχει τὸν θεὸν ποῆσαι.
ἔπεισι γοῦν τοῖσιν λύχνοις οὑτοιὶ μύκητες·
φιλεῖ δ᾽, ὅταν τοῦτ᾽ ᾖ, ποιεῖν ὑετὸν μάλιστα.
δεῖται δὲ καὶ τῶν καρπίμων ἅττα μή ᾽στι πρῷα
265 ὕδωρ γενέσθαι κἀπιπνεῦσαι βόρειον αὐτοῖς.
τί χρῆμ᾽ ἄρ᾽ οὑκ τῆς οἰκίας τῆσδε συνδικαστὴς
πέπονθεν, ὡς οὐ φαίνεται δεῦρο πρὸς τὸ πλῆθος;
οὐ μὴν πρὸ τοῦ γ᾽ ἐφολκὸς ἦν, ἀλλὰ πρῶτος ἡμῶν
ἡγεῖτ᾽ ἂν ᾄδων Φρυνίχου· καὶ γάρ ἐστιν ἁνὴρ
270 φιλῳδός. ἀλλά μοι δοκεῖ στάντας ἐνθάδ᾽, ὦνδρες,
ᾄδοντας αὐτὸν ἐκκαλεῖν, ἤν τί πως ἀκούσας
τοὐμοῦ μέλους ὑφ᾽ ἡδονῆς ἑρπύσῃ θύραζε.


Έρχεται ο Χορός· γέροι, σφηκόμορφοι, με κεντριά κρεμασμένα
από πίσω τους· κρατούν ραβδιά· μαζί τους μερικά παιδιά,
που κρατούν φανάρια και τους φέγγουν.
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
230Εμπρός, προχώρει, μην αργείς. Κωμία, πώς μένεις πίσω;
Πάνε τα χρόνια που ήσουνα γερό λουρί σκυλίσο·
τώρα στο βήμα σε περνά κι ο Χαρινάδης, κρίμας.
Στρυμόδωρε, συνάδελφε και πρώτε δικαστή μας,
ο Χάβης κι ο Ευεργίδης μας δεν είναι στην παρέα;
Τ᾽ απομεινάρια είμαστ᾽ εμείς απ᾽ τη χρυσή νεολαία,
απ᾽ του Βυζάντιου τη φρουρά· μια νύχτα εκεί μαζί σου
τη σκάφη μιας φουρνάρισσας έκλεψα εγώ, θυμήσου·
κανένας δε μας ένιωσε· την κάμαμε όλη σκίζες
και στη φωτιά της βράσαμε ραδίκια, λίγες ρίζες.
240Βιαστείτε, φίλοι· σήμερα δικάζουμε το Λάχη·
ένα μελισσοκόφινο λεφτά γεμάτο θα ᾽χει.
Ο Κλέωνας, ο προστάτης μας, είπε νωρίς να ᾽ρθούμε.
ώς τριών μερών κακό θυμό μαζί μας να κρατούμε
κι ο Λάχης για τις πράξεις του λόγο σ᾽ εμάς να δώσει.
Μπρος, φίλοι συνομίληκοι, γοργά, πριν ξημερώσει.
Κι όλοι το νου σας, με το φως που ρίχνει το λυχνάρι,
να μη σκοντάψει κανενός το πόδι σε λιθάρι.

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ
Πατέρα, πατερούλη μου, πρόσεχε τη λάσπη.
ΚΟΡ. Πιάσε από χάμω έν᾽ άχυρο, πάστρεψε το λύχνο.
250ΠΑΙ. Μπα! Βάζω εγώ το δάχτυλο και τον ξεφτιλίζω.
ΚΟΡ. Τί κάνεις; Με το δάχτυλο σπρώχνεις, βρε, το φτίλι,
και σ᾽ εποχή που είν᾽ έλλειψη, ω άμυαλο, από λάδι;
Αν τ᾽ αγοράζω εγώ ακριβά, δε σε μέλει διόλου.
Του δίνει ένα χαστούκι.
ΠΑΙ. Αν θα μας ορμηνεύετε πάλι με χαστούκια,
σβήνουμε τα λυχνάρια μας και γυρνούμε σπίτι·
και δίχως φως, στα σκοτεινά, μέσα δω στο βούρκο
σαν τις λιβαδοπέρδικες θα τσαλαβουτάτε.
ΚΟΡ. Κι άλλους, μωρέ, παιδεύω εγώ, μεγαλύτερούς σου.
Μα εδώ που τώρα πάτησα κάτι μαλακό ειναι·
260μέσα σε δυο, μέσα σε τρεις, τέσσερις ημέρες
πολύ νερό απ᾽ τον ουρανό σίγουρα θα πέσει.
Γιατί, όπως βλέπω, πιάνουνε τσίμπλες τα λυχνάρια·
κι αυτό είναι πάντοτε βροχής δυνατής σημάδι.
Μα κι όλα τα γεννήματα, έξω τα πρωιμάδια,
θέλουν βροχούλα και ύστερα λίγο βοριαδάκι.
Κοιτάζει το σπίτι του Φιλοκλέωνα.
Τί να ᾽παθε ο συνάδελφος δικαστής που μένει
δω μέσα; Πώς δεν έρχεται να ενωθεί μαζί μας;
Ρεμούλκιο αυτός δεν ήθελε, πρώτος πάντα ερχόταν
παλιούς σκοπούς του Φρύνιχου ψιλοτραγουδώντας.
270Α, το τραγούδι τ᾽ αγαπά. Φίλοι, εδώ ας σταθούμε
και με τα τραγουδάκια μας «έβγα» να του πούμε.
Μόλις τ᾽ ακούσει, η γλύκα τους έξω θα τον σύρει.