Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Σφῆκες (54-135)


ΞΑ. φέρε νυν, κατείπω τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον,
55 ὀλίγ᾽ ἄτθ᾽ ὑπειπὼν πρῶτον αὐτοῖσιν ταδί,
μηδὲν παρ᾽ ἡμῶν προσδοκᾶν λίαν μέγα,
μηδ᾽ αὖ γέλωτα Μεγαρόθεν κεκλαμμένον.
ἡμῖν γὰρ οὐκ ἔστ᾽ οὔτε κάρυ᾽ ἐκ φορμίδος
δούλω διαρριπτοῦντε τοῖς θεωμένοις,
60 οὔθ᾽ Ἡρακλῆς τὸ δεῖπνον ἐξαπατώμενος,
οὐδ᾽ αὖθις ἀνασελγαινόμενος Εὐριπίδης·
οὐδ᾽ εἰ Κλέων γ᾽ ἔλαμψε, τῆς τύχης χάριν
αὖθις τὸν αὐτὸν ἄνδρα μυττωτεύσομεν.
ἀλλ᾽ ἔστιν ἡμῖν λογίδιον γνώμην ἔχον,
65 ὑμῶν μὲν αὐτῶν οὐχὶ δεξιώτερον,
κωμῳδίας δὲ φορτικῆς σοφώτερον.
ἔστιν γὰρ ἡμῖν δεσπότης, ἐκεινοσὶ
ἄνω καθεύδων, ὁ μέγας, οὑπὶ τοῦ τέγους.
οὗτος φυλάττειν τὸν πατέρ᾽ ἐπέταξε νῷν,
70 ἔνδον καθείρξας, ἵνα θύραζε μὴ ᾽ξίῃ.
νόσον γὰρ ὁ πατὴρ ἀλλόκοτον αὐτοῦ νοσεῖ,
ἣν οὐδ᾽ ἂν εἷς γνοίη ποτ᾽ οὐδ᾽ ἂν ξυμβάλοι
εἰ μὴ πύθοιθ᾽ ἡμῶν· ἐπεὶ τοπάζετε.
Ἀμυνίας μὲν ὁ Προνάπους φήσ᾽ οὑτοσὶ
75 εἶναι φιλόκυβον αὐτόν. — ἀλλ᾽ οὐδὲν λέγει,
μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἀφ᾽ αὑτοῦ τὴν νόσον τεκμαίρεται.—
οὔκ, ἀλλὰ φιλο μέν ἐστιν ἀρχὴ τοῦ κακοῦ.—
ὁδὶ δέ φησι Σωσίας πρὸς Δερκύλον
εἶναι φιλοπότην αὐτόν. — οὐδαμῶς γ᾽, ἐπεὶ
80 αὕτη γε χρηστῶν ἐστιν ἀνδρῶν ἡ νόσος.—
Νικόστρατος δ᾽ αὖ φησιν ὁ Σκαμβωνίδης
εἶναι φιλοθύτην αὐτὸν ἢ φιλόξενον.—
μὰ τὸν κύν᾽, ὦ Νικόστρατ᾽, οὐ φιλόξενος,
ἐπεὶ καταπύγων ἐστὶν ὅ γε Φιλόξενος.—
85 ἄλλως φλυαρεῖτ᾽· οὐ γὰρ ἐξευρήσετε.
εἰ δὴ ᾽πιθυμεῖτ᾽ εἰδέναι, σιγᾶτέ νυν.
φράσω γὰρ ἤδη τὴν νόσον τοῦ δεσπότου.
φιληλιαστής ἐστιν ὡς οὐδεὶς ἀνήρ,
ἐρᾷ τε τούτου, τοῦ δικάζειν, καὶ στένει
90 ἢν μὴ ‹᾽πὶ› τοῦ πρώτου καθίζηται ξύλου.
ὕπνου δ᾽ ὁρᾷ τῆς νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην.
ἢν δ᾽ οὖν καταμύσῃ κἂν ἄχνην, ὅμως ἐκεῖ
ὁ νοῦς πέτεται τὴν νύκτα περὶ τὴν κλεψύδραν.
ὑπὸ τοῦ δὲ τὴν ψῆφόν γ᾽ ἔχειν εἰωθέναι
95 τοὺς τρεῖς ξυνέχων τῶν δακτύλων ἀνίσταται,
ὥσπερ λιβανωτὸν ἐπιτιθεὶς νουμηνίᾳ.
καὶ νὴ Δί᾽ ἢν ἴδῃ γέ που γεγραμμένον
«υἱὸν Πυριλάμπους» ἐν θύρᾳ, «Δῆμον καλόν»,
ἰὼν παρέγραψε πλησίον· «κημὸς καλός.»
100 τὸν ἀλεκτρυόνα δ᾽, ὃς ᾖδ᾽ ἀφ᾽ ἑσπέρας, ἔφη
ὄψ᾽ ἐξεγείρειν αὐτὸν ἀναπεπεισμένον,
παρὰ τῶν ὑπευθύνων ἔχοντα χρήματα.
εὐθὺς δ᾽ ἀπὸ δορπηστοῦ κέκραγεν ἐμβάδας,
κἄπειτ᾽ ἐκεῖσ᾽ ἐλθὼν προκαθεύδει πρῲ πάνυ,
105 ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι.
ὑπὸ δυσκολίας δ᾽ ἅπασι τιμῶν τὴν μακρὰν
ὥσπερ μέλιττ᾽ ἢ βομβυλιὸς εἰσέρχεται
ὑπὸ τοῖς ὄνυξι κηρὸν ἀναπεπλημένος.
ψήφων δὲ δείσας μὴ δεηθείη ποτέ,
110 ἵν᾽ ἔχοι δικάζειν, αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει.
τοιαῦτ᾽ ἀλύει· νουθετούμενος δ᾽ ἀεὶ
μᾶλλον δικάζει. τοῦτον οὖν φυλάττομεν
μοχλοῖσιν ἐγκλείσαντες, ὡς ἂν μὴ ᾽ξίῃ.
ὁ γὰρ υἱὸς αὐτοῦ τὴν νόσον βαρέως φέρει.
115 καὶ πρῶτα μὲν λόγοισι παραμυθούμενος
ἀνέπειθεν αὐτὸν μὴ φορεῖν τριβώνιον
μηδ᾽ ἐξιέναι θύραζ᾽· ὁ δ᾽ οὐκ ἐπείθετο.
εἶτ᾽ αὐτὸν ἀπέλου κἀκάθαιρ᾽· ὁ δ᾽ οὐ μάλα.
μετὰ τοῦτ᾽ ἐκορυβάντιζ᾽· ὁ δ᾽ αὐτῷ τυμπάνῳ
120 ᾄξας ἐδίκαζεν εἰς τὸ Καινὸν ἐμπεσών.
ὅτε δῆτα ταύταις ταῖς τελεταῖς οὐκ ὠφέλει,
διέπλευσεν εἰς Αἴγιναν· εἶτα ξυλλαβὼν
νύκτωρ κατέκλινεν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῦ·
ὁ δ᾽ ἀνεφάνη κνεφαῖος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι.
125 ἐντεῦθεν οὐκέτ᾽ αὐτὸν ἐξεφρίεμεν,
ὁ δ᾽ ἐξεδίδρασκε διά τε τῶν ὑδρορροῶν
καὶ τῶν ὀπῶν· ἡμεῖς δ᾽ ὅσ᾽ ἦν τετρημένα
ἐνεβύσαμεν ῥακίοισι κἀπακτώσαμεν·
ὁ δ᾽ ὡσπερεὶ κολοιὸς αὑτῷ παττάλους
130 ἐνέκρουεν εἰς τὸν τοῖχον, εἶτ᾽ ἐξήλλετο.
ἡμεῖς δὲ τὴν αὐλὴν ἅπασαν δικτύοις
καταπετάσαντες ἐν κύκλῳ φυλάττομεν.
ἔστιν δ᾽ ὄνομα τῷ μὲν γέροντι Φιλοκλέων,
ναὶ μὰ Δία, τῷ δ᾽ υἱεῖ γε τῳδὶ Βδελυκλέων,
135 ἔχων τρόπους φρυαγμοσεμνάκους τινάς.


ΞΑΝ. Για το έργο τώρα στο κοινό ας μιλήσω.
Πρώτα, μια εισαγωγή: να μην προσμένουν
κάτι από μας πολύ σπουδαίο, μα κι ούτε
αστεία χοντρά, απ᾽ τα Μέγαρα κλεμμένα.
Δεν έχουμε δυο δούλους που να ρίχνουν
καρύδια στους θεατές από καλάθι
60ούτε Ηρακλή που του στερούν το δείπνο
ή πόμπεμα καινούριο του Ευριπίδη·
κοψίδια δε θα γίνει ο Κλέωνας πάλι
γιατί είχε τύχη κι έριξε μια λάμψη.
Ένα έξυπνο θα δείτε τώρα εργάκι,
όχι πιο πάνω απ᾽ την αντίληψή σας,
αλλ᾽ από κωμωδία χυδαία πιο άξιο.
Αφέντης μας είν᾽ ο άντρακλας εκείνος,
ο πλαγιασμένος πάνω εκεί στο δώμα.
Αυτός κλεισμένον τον πατέρα του έχει,
70κι εμάς φρουρούς, μην πάει και ξεπορτίσει.
Γιατί παράξενη έχει αρρώστια ο γέρος,
που, αν δεν την πούμε, ούτε κανείς τη νιώθει
ούτε την απεικάζει. Εμπρός μαντέψτε.
Δείχνει ένα θεατή.
Κει κάτω ο Αμυνίας, γιος του Προνάπη,
λέει φίλος των ζαριών πως θα ᾽ναι. — Λάθος!
Απ᾽ τον εαυτό του, μά το Δία, θα κρίνει. —
Η αρρώστια, αλήθεια, είναι φιλία σε κάτι,
αλλά όχι αυτό.
Δείχνει έναν άλλον θεατή.
Ο Σωσίας λέει στο Δερκύλο
πως θα ᾽ναι φίλος του πιοτού. — Καθόλου!
80Αυτό είν᾽ αρρώστια των καλών ανθρώπων.—
Ο Νικόστρατος λέει ο Σκαμβωνίδης
φιλέορτος ή φιλόξενος πως θα ᾽ναι.—
Φιλόξενος; Νικόστρατε, όχι· είν᾽ ένας
ο Φιλόξενος, ξέρεις, ξεσκισμένος.—
Δε θα το βρείτε, κι άδικος ο κόπος.
Αν θέλετε να μάθετε, σωπάστε,
και θα σας πω του γέρου την αρρώστια.
Μανία του να δικάζει, και είναι φίλος
της Ηλιαίας, όσο κανένας άλλος·
90βογκά, αν δε βρει στον πρώτο μπάγκο θέση.
Τα μάτια του ύπνος δεν τα πιάνει· ανίσως
για λίγο τον αρπάξει, πάλι ο νους του
πετά όλη νύχτα γύρω στην κλεψύδρα.
Απ᾽ τη συνήθεια ψήφο να κρατάει
τα τρία τα δάχτυλά του είν᾽ ενωμένα
όταν ξυπνά, που λες πως πάει λιβάνι
να βάλει στο βωμό, στο νιο φεγγάρι.
Κι αν κάπου δει γραμμένο σε μια πόρτα
ΩΡΑΙΟΣ Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΥΡΙΛΑΜΠΗ Ο ΔΗΜΟΣ,
προσθέτει ΩΡΑΙΟΣ ΕΙΝ᾽ Ο ΚΗΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΠΗΣ
100Ο πετεινός που αποβραδίς λαλούσε
τον ξύπναγε, είπε, αργά, γιατί τον είχαν
οι υπόλογοι κι αυτόν δωροδοκήσει.
Μόλις δειπνήσει, κράζει «τα παπούτσια μου!»
κι αυγήν αυγή τραβά κι αποκοιμιέται
στο στύλο κολλητά σαν πεταλίδα.
Απ᾽ τη στρυφνάδα του, όλο τη μακριά
γραμμή για κάθε υπόδικο χαράζει
και σπίτι του έτσι με κεριά στα νύχια,
σα μέλισσα ή σαν μπάμπουρας, γυρίζει.
Από το φόβο μην του λείψουν ψήφοι,
στο σπίτι του φυλάει γιαλό χαλίκια,
110για να ᾽χει και να ρίχνει μες στις κάλπες.
Τέτοια είν᾽ η τρέλα του· όσο πιο πολύ
τον συμβουλεύουν, τόσο αυτός δικάζει.
Τον έχουμε λοιπόν με αμπάρες κλείσει
και τον φυλάμε, για να μην ξεφύγει.
Γιατί πολύ κατάκαρδα την παίρνει
ο γιος του την αρρώστια. Προσπαθούσε
στην αρχή με τα λόγια να τον πείσει
να μη φορά το κοντογούνι και έξω
να μη γυρίζει· εκείνος πού ν᾽ ακούσει!
Καθαρτικά λουτρά του ᾽κανε τότε·
και πάλι τα ίδια. Στα ιερά τον πήγε
των Κορυβάντων να μυηθεί· μα κείνος,
με το ντέφι όπως ήταν, στο Καινούριο
120το Δικαστήριο πέφτει και δικάζει.
Αφού κι η μύηση τούτη ανώφελη ήταν,
στην Αίγινα περνά· τον παίρνει εκείθε
και στ᾽ Ασκληπιείο τον βάζει να πλαγιάσει·
μα εκείνος, μπρος στα κάγκελα, πριν φέξει.
Του κλειούμε τότε το έβγα· πάλι εκείνος
από τις τρύπες το ᾽σκαε κι απ᾽ τα λούκια·
όπου ήταν τρύπα, εμείς με τα κουρέλια
και με στουπιά τη φράξαμε· κι ο γέρος,
σαν καλιακούδα, μπήγοντας παλούκια
130στον τοίχο, πήδαγε έξω. Τελευταία,
με δίχτυα όλο το σπίτι γύρω γύρω
το ζώσαμε καλά και τον φυλάμε.
Ο γέος Φιλοκλέωνας λέγεται· ναι, αλήθεια·
ο γιος, καμαρωτός και ψηλομύτης,
και τ᾽ όνομά του Βδελυκλέωνας είναι.