Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Σφῆκες (136-189)


ΒΔΕΛΥΚΛΕΩΝ
ὦ Ξανθία καὶ Σωσία, καθεύδετε;
ΞΑ. οἴμοι. ΣΩ. τί ἐστι; ΞΑ. Βδελυκλέων ἀνίσταται.
ΒΔ. οὐ περιδραμεῖται σφῷν ταχέως δεῦρ᾽ ἅτερος;
ὁ γὰρ πατὴρ εἰς τὸν ἰπνὸν ἐξελήλυθεν
140 καὶ μυσπολεῖ τι καταδεδυκώς. ἀλλ᾽ ἄθρει
κατὰ τῆς πυέλου τὸ τρῆμ᾽ ὅπως μὴ ᾽κδύσεται·
σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο. ΞΑ. ταῦτ᾽, ὦ δέσποτα.
ΒΔ. ἄναξ Πόσειδον, τί ποτ᾽ ἄρ᾽ ἡ κάπνη ψοφεῖ;
οὗτος, τίς εἶ σύ; ΦΙΛΟΚΛΕΩΝ καπνὸς ἔγωγ᾽ ἐξέρχομαι.
145 ΒΔ. καπνός; φέρ᾽ ἴδω, ξύλου τίνος σύ; ΦΙ. συκίνου.
ΒΔ. νὴ τὸν Δί᾽, ὅσπερ γ᾽ ἐστὶ δριμύτατος καπνῶν.
ἀτὰρ οὐκ ἀπερρήσεις γε; ποῦ ᾽σθ᾽ ἡ τηλία;
δύου πάλιν· φέρ᾽, ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον.
ἐνταῦθά νυν ζήτει τιν᾽ ἄλλην μηχανήν.
150 ἀτὰρ ἄθλιός γ᾽ εἴμ᾽ ὡς ἕτερος γ᾽ οὐδεὶς ἀνήρ,
ὅστις πατρὸς νυνὶ Καπνίου κεκλήσομαι.
ΞΑ. ‹ὅδε› τὴν θύραν ὠθεῖ. ΒΔ. πίεζέ νυν σφόδρα,
εὖ κἀνδρικῶς· κἀγὼ γὰρ ἐνταῦθ᾽ ἔρχομαι.
καὶ τῆς κατάκλειδος ἐπιμελοῦ, καὶ τοῦ μοχλοῦ
155 φύλατθ᾽ ὅπως μὴ τὴν βάλανον ἐκτρώξεται.
ΦΙ. τί δράσετ᾽; οὐκ ἐκφρήσετ᾽, ὦ μιαρώτατοι,
δικάσοντά μ᾽, ἀλλ᾽ ἐκφεύξεται Δρακοντίδης;
ΞΑ. σὺ δὲ τοῦτο βαρέως ἂν φέροις; ΦΙ. ὁ γὰρ θεὸς
μαντευομένῳ μοὔχρησεν ἐν Δελφοῖς ποτε,
160 ὅταν τις ἐκφύγῃ μ᾽ ἀποσκλῆναι τότε.
ΞΑ. Ἄπολλον ἀποτρόπαιε, τοῦ μαντεύματος.
ΦΙ. ἴθ᾽, ἀντιβολῶ σ᾽, ἔκφρες με, μὴ διαρραγῶ.
ΞΑ. μὰ τὸν Ποσειδῶ, Φιλοκλέων, οὐδέποτέ γε.
ΦΙ. διατρώξομαι τοίνυν ὀδὰξ τὸ δίκτυον.
165 ΞΑ. ἀλλ᾽ οὐκ ἔχεις ὀδόντας. ΦΙ. οἴμοι δείλαιος·
πῶς ἄν σ᾽ ἀποκτείναιμι; πῶς; δότε μοι ξίφος
ὅπως τάχιστ᾽, ἢ πινάκιον τιμητικόν.
ΒΔ. ἅνθρωπος οὗτος μέγα τι δρασείει κακόν.
ΦΙ. μὰ τὸν Δί᾽ οὐ δῆτ᾽, ἀλλ᾽ ἀποδόσθαι βούλομαι
170 τὸν ὄνον ἄγων αὐτοῖσι τοῖς κανθηλίοις·
νουμηνία γάρ ἐστιν. ΒΔ. οὔκουν κἂν ἐγὼ
αὐτὸν ἀποδοίμην δῆτ᾽ ἄν; ΦΙ. οὐχ ὥσπερ ‹γ᾽› ἐγώ.
ΒΔ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἄμεινον. ΦΙ. ἀλλὰ τὸν ὄνον ἔξαγε.
ΞΑ. οἵαν πρόφασιν καθῆκεν, ὡς εἰρωνικῶς,
175 ἵν᾽ αὐτὸν ἐκπέμψειας. ΒΔ. ἀλλ᾽ οὐκ ἔσπασεν
ταύτῃ γ᾽· ἐγὼ γὰρ ᾐσθόμην τεχνωμένου.
ἀλλ᾽ εἰσιών μοι τὸν ὄνον ἐξάγειν δοκῶ,
ὅπως ἂν ὁ γέρων μηδὲ παρακύψῃ πάλιν.
κάνθων, τί κλάεις; ὅτι πεπράσει τήμερον;
180 βάδιζε θᾶττον. τί στένεις, εἰ μὴ φέρεις
Ὀδυσσέα τιν᾽; ΞΑ. ἀλλὰ ναὶ μὰ Δία φέρει
κάτω γε τουτονί τιν᾽ ὑποδεδυκότα.
ΒΔ. ποῖον; φέρ᾽ ἴδω. ναί, τουτονί. τουτὶ τί ἦν;
τίς εἶ ποτ᾽, ὦνθρωπ᾽, ἐτεόν; ΦΙ. Οὖτις, νὴ Δία.
185 ΒΔ. Οὖτις σύ; ποδαπός; ΦΙ. Ἴθακος Ἀποδρασιππίδου.
ΒΔ. Οὖτις μὰ τὸν Δί᾽ οὔτι χαιρήσων γε σύ.
ὕφελκε θᾶττον αὐτόν. ὦ μιαρώτατος,
ἵν᾽ ὑποδέδυκεν· ὥστ᾽ ἔμοιγ᾽ ἰνδάλλεται
ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ.


Ο Βδελυκλέωνας, που κοιμόταν στο δώμα, ξυπνά και φωνάζει από κει.
ΒΔΕΛΥΚΛΕΩΝΑΣ
Ξανθία! Σωσία! Κοιμάστε; ΞΑΝ. Συφορά μας!
ΣΩΣ. Τί τρέχει; ΞΑΝ. Ο Βδελυκλέωνας ξύπνησε. ΒΔΕ. Ένας
απ᾽ τους δυο σας να κάμει εδώ το γύρο·
γιατί ο πατέρας μπήκε μες στο φούρνο
140κι εκεί χωμένος τρέχει σαν ποντίκι.
Γιά τήρα του λουτρού την τρύπα, μήπως
το σκάσει εκείθε.
Ο Σωσίας φεύγει για να εκτελέσει τη διαταγή· ο Βδελυκλέωνας στον Ξανθία.
Ακούμπα εσύ στη πόρτα.
ΞΑΝ. Έγινε, αφέντη. ΒΔΕ. Ποσειδώνα, θεέ μου!
Τί κρότος είν᾽ αυτός μες στο φουγάρο;
Σκύβει στο άνοιγμα της καμινάδας.
Ε συ, ποιός είσαι;
ΦΙΛΟΚΛΕΩΝΑΣ, μέσ᾽ από την καμινάδα.
Είμαι καπνός και βγαίνω.
ΒΔΕ. Καπνός; Από τί ξύλο; Γιά να δούμε.
ΦΙΛ. Συκόξυλο. ΒΔΕ. Ναι, αλήθεια· τόση αψάδα
δεν έχει άλλος καπνός. Γιά τράβα πίσω.
Βρε πού ᾽ναι η τάπα; Χώσου πάλι.
Ταπώνει την καμινάδα.
Απάνω
θέλει και ξύλο. Τώρα κοίτα νά ᾽βρεις
καμιά άλλη μηχανή.
Αναστενάζει.
Κανείς στον κόσμο
150την ατυχία δεν έχει τη δική μου·
γιο του… Καπνιά θα μ᾽ ονομάζουν τώρα.
ΞΑΝ. Σκουντά την πόρτα. ΒΔΕ. Εσύ γερά νταγιάντα,
παλικαρίσια· κατεβαίνω κι ο ίδιος.
Στο μάνταλο το νου σου· της αμπάρας
μη ροκανίσει κοίτα το βελόνι.
ΦΙΛ., πίσω από την πόρτα.
Τί θα κάμετε, αχρείοι; Αφήστε νά ᾽βγω,
για να δικάσω· αλλιώς ο Δρακοντίδης
θα τη γλιτώσει. ΞΑΝ. Αυτό θα σε πικράνει;
ΦΙΛ. Και βέβαια· μια φορά ο θεός, σαν πήγα
στους Δελφούς για χρησμό, μου ᾽πε πως ένας
160να μου γλιτώσει, εγώ θα τα τεντώσω.
ΞΑΝ. Φύλακα Απόλλωνά μου, τί μαντεία!
ΦΙΛ. Να ζήσεις, άσε νά᾽ βγω, και θα σκάσω.
ΞΑΝ. Αδύνατο είναι, μά τον Ποσειδώνα.
ΦΙΛ. Τότε κι εγώ το δίχτυ θα μασήσω.
ΞΑΝ. Μα εσύ δεν έχεις δόντια. ΦΙΛ. Συφορά μου!
Βρε πώς να σε σκοτώσω; Δώστε μου ένα
σπαθί, ή δελτίο ποινής, για να του δείξω.
ΒΔΕ., που στο αναμεταξύ κατέβηκε από το δώμα.
Κακό μεγάλο έχει σκοπό να κάμει.
ΦΙΛ., πάντα πίσω από την πόρτα.
Καθόλου· πάω γαϊδούρι και σαμάρι
170μαζί και τα κοφίνια να πουλήσω·
γιατί είναι νιο φεγγάρι. ΒΔΕ. Το πουλάω
εγώ· δεν ξέρω; ΦΙΛ. Α όχι σαν εμένα.
ΒΔΕ. Καλύτερά σου. ΦΙΛ. Ε, βγάλε το γαϊδούρι.
ΞΑΝ. Τί πονηριά! Βρε πρόφαση που βρήκε
για να του ανοίξεις! Ε; ΒΔΕ. Δεν έπιασε όμως·
ένιωσα τα τερτίπια του. Μα ωστόσο
κάλλιο να μπω να βγάλω το γαϊδούρι,
μην πάει και ξεπροβάλει πάλι ο γέρος.
Μπαίνει στο σπίτι και βγάζει το γάιδαρο, που κάτω από την κοιλιά του
είναι πιασμένος ο Φιλοκλέωνας.
Γιατί, κυρ Μέντιε, κλαις; Πού σε πουλάνε;
180Περπάτα. Τί βογκάς; Κάποιο Οδυσσέα
μην κρύβεις; ΞΑΝ. Μά το Δία, σηκώνει κάποιον
που χώθηκε από κάτω απ᾽ την κοιλιά του.
ΒΔΕ. Σαν ποιόν; Νά δω! Ναι, αυτόν. Βρε τί ᾽ναι τούτο;
Μίλα άνθρωπε· ποιός είσαι; ΦΙΛ. Είμ᾽ ο Κανένας.
ΒΔΕ. Ο Κανένας; Εσύ; Κι από ποιόν τόπο;
ΦΙΛ. Είμ᾽ ο Ίθακος, ο γιος του Σκασταλόγη.
ΒΔΕ. Κανένα, δε θα δεις καλό κανένα.
Στον Ξανθία.
Τράβα τον από κάτω. Ο σιχαμένος!
Πού χώθηκε; Μου φαίνεται, ως τον βλέπω,
κάποιου γαϊδουροκράχτη το πουλάρι.