Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Σφῆκες (1060-1090)


ὦ πάλαι ποτ᾽ ὄντες ἡμεῖς ἄλκιμοι μὲν ἐν χοροῖς, [στρ.] 1060
ἄλκιμοι δ᾽ ἐν μάχαις,
καὶ κατ᾽ αὐτὸ τοῦτο μόνον ἄνδρες ἀνδρικώτατοι.
πρίν ποτ᾽ ἦν, πρὶν ταῦτα, νῦν δ᾽
οἴχεται, κύκνου τε πολιώτεραι δὴ
1065 αἵδ᾽ ἐπανθοῦσιν τρίχες.
ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῖ
τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῖν·
ὡς ἐγὼ τοὐμὸν νομίζω
γῆρας εἶναι κρεῖττον ἢ πολ-
λῶν κικίννους νεανιῶν καὶ
1070 σχῆμα κεὐρυπρωκτίαν.

εἴ τις ὑμῶν, ὦ θεαταί, τὴν ἐμὴν ἰδὼν φύσιν
εἶτα θαυμάζει μ᾽ ὁρῶν μέσον διεσφηκωμένον,
ἥτις ἡμῶν ἐστιν ἡπίνοια τῆς ἐγκεντρίδος,
ῥᾳδίως ἐγὼ διδάξω, κἂν ἄμουσος ᾖ τὸ πρίν.
1075 ἐσμὲν ἡμεῖς, οἷς πρόσεστι τοῦτο τοὐρροπύγιον,
Ἀττικοὶ μόνοι δικαίως ἐγγενεῖς αὐτόχθονες,
ἀνδρικώτατον γένος καὶ πλεῖστα τήνδε τὴν πόλιν
ὠφελῆσαν ἐν μάχαισιν, ἡνίκ᾽ ἦλθ᾽ ὁ βάρβαρος,
τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ πυρπολῶν,
1080 ἐξελεῖν ἡμῶν μενοινῶν πρὸς βίαν τἀνθρήνια.
εὐθέως γὰρ ἐκδραμόντες ξὺν δορὶ ξὺν ἀσπίδι
ἐμαχόμεσθ᾽ αὐτοῖσι, θυμὸν ὀξίνην πεπωκότες,
στὰς ἀνὴρ παρ᾽ ἄνδρ᾽, ὑπ᾽ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων
ὑπὸ δὲ τῶν τοξευμάτων οὐκ ἦν ἰδεῖν τὸν οὐρανόν.
1085 ἀλλ᾽ ὅμως ἐωσάμεσθα ξὺν θεοῖς πρὸς ἑσπέραν·
γλαῦξ γὰρ ἡμῶν πρὶν μάχεσθαι τὸν στρατὸν διέπτετο.
εἶτα δ᾽ εἱπόμεσθα θυννάζοντες εἰς τοὺς θυλάκους
οἱ δ᾽ ἔφευγον τὰς γνάθους καὶ τὰς ὀφρῦς κεντούμενοι·
ὥστε παρὰ τοῖς βαρβάροισι πανταχοῦ καὶ νῦν ἔτι
1090 μηδὲν Ἀττικοῦ καλεῖσθαι σφηκὸς ἀνδρικώτερον.


ΧΟΡ. Τον παλιό καλό καιρό
1060τί λεβέντες που ήμασταν!
Λεβεντιά στον πόλεμο,
λεβεντιά και στους Χορούς.
Αντρειοσύνη μια φορά.
Έτσι στον παλιό καιρό·
τώρα πάνε, πάνε, παν·
τώρα πιο άσπρα τα μαλλιά
κι απ᾽ του κύκνου τα φτερά.
Δύναμη όμως νεανική
κι απ᾽ τ᾽ απομεινάρια αυτά
πρέπει εμείς να πάρουμε·
τα δικά μας γερατειά
είναι πιο άξια, εγώ θαρρώ,
από κάποιων νέων σγουρά
1070και παλιοκουνήματα.

ΚΟΡ. Αν κανένας σας, θεατές, βλέποντας την κόψη μου,
που έχω μέση σαν της σφήκας, απορεί τί να ᾽ναι αυτό,
κι άμουσος αν ήταν πρώτα, θα του διδάξω εγώ
εύκολα, να καταλάβει τί σημαίνει το κεντρί.
Όλοι εμείς, που κωλονούρι κρέμεται απ᾽ τη μέση μας,
γέννημα είμαστε και θρέμμα γνήσιο αυτής της Αττικής,
εμείς μόνοι, οι αντρειωμένοι που έκαμαν πολλά καλά
στην Αθήνα, πολεμώντας τότε που ήρθε ο βάρβαρος
κι όλες τις σφηκοφωλιές μας να χαλάσει θέλοντας
1080πυρπολούσε όλη την πόλη και τη γέμιζε καπνό.
Τότε δόρυ εμείς κι ασπίδα πήραμε και τρέξαμε
κι ήπιαμε θυμό ξιδάτο και πιαστήκαμε μ᾽ αυτούς,
σε πυκνή γραμμή, τα χείλια τα δαγκώναμε με οργή,
κι απ᾽ τα σύννεφα τα βέλη δε φαινόταν ο ουρανός.
Μα τους διώξαμε το βράδυ με βοηθούς τους θεούς μας: πριν
απ᾽ τη μάχη, απ᾽ τις γραμμές μας κουκουβάγια είχε διαβεί.
Πώς ψαράς με το καμάκι, τους τρυπούσαμε έτσι εμείς
τα κορμιά μες στις φουφούλες· δρόμο εκείνοι, με κεντιές
μες στα μούτρα, μες στα φρύδια· κι από τότε οι ίδιοι λεν:
1090πρώτο αντρείο στον κόσμο πλάσμα είναι η σφήκα η αττική.