Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Σφῆκες (190-229)


190 ΦΙ. εἰ μή μ᾽ ἐάσεθ᾽ ἥσυχον, μαχούμεθα.
ΒΔ. περὶ τοῦ μαχεῖ νῷν δῆτα; ΦΙ. περὶ ὄνου σκιᾶς.
ΒΔ. πονηρὸς εἶ πόρρω τέχνης καὶ παράβολος.
ΦΙ. ἐγὼ πονηρός; οὐ μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ οὐκ οἶσθα σὺ
νῦν μ᾽ ὄντ᾽ ἄριστον· ἀλλ᾽ ἴσως, ὅταν φάγῃς
195 ὑπογάστριον γέροντος ἠλιαστικοῦ.
ΒΔ. ὤθει τὸν ὄνον καὶ σαυτὸν εἰς τὴν οἰκίαν.
ΦΙ. ὦ ξυνδικασταὶ καὶ Κλέων, ἀμύνατε.
ΒΔ. ἔνδον κέκραχθι τῆς θύρας κεκλεισμένης.
ὤθει σὺ πολλοὺς τῶν λίθων πρὸς τὴν θύραν,
200 καὶ τὴν βάλανον ἔμβαλλε πάλιν εἰς τὸν μοχλόν,
καὶ τῇ δοκῷ προσθεὶς τὸν ὅλμον τὸν μέγαν
ἁνύσας τι προσκύλισον. ΞΑ. οἴμοι δείλαιος·
πόθεν ποτ᾽ ἐμπέπτωκέ μοι τὸ βωλίον;
ΒΔ. ἴσως ἄνωθεν μῦς ἐνέβαλέ σοι. ΞΑ. πόθεν
205 μῦς; οὐ μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ὑποδυόμενός τις οὑτοσὶ
ὑπὸ τῶν κεραμίδων ἡλιαστὴς ὀροφίας.
ΒΔ. οἴμοι κακοδαίμων, στροῦθος ἁνὴρ γίγνεται·
ἐκπτήσεται. ποῦ ποῦ ᾽στί μοι τὸ δίκτυον;
σοῦ σοῦ· πάλιν, σοῦ. νὴ Δί᾽, ἦ μοι κρεῖττον ἦν
210 τηρεῖν Σκιώνην ἀντὶ τούτου τοῦ πατρός.
ΞΑ. ἄγε νυν, ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν,
κοὐκ ἔσθ᾽ ὅπως διαδὺς ἂν ἡμᾶς ἔτι λάθοι,
τί οὐκ ἀπεκοιμήθημεν ὅσον ὅσον στίλην;
ΒΔ. ἀλλ᾽, ὦ πόνηρ᾽, ἥξουσιν ὀλίγον ὕστερον
215 οἱ ξυνδικασταὶ παρακαλοῦντες τουτονὶ
τὸν πατέρα. ΞΑ. τί λέγεις; ἀλλὰ νῦν γ᾽ ὄρθρος βαθύς.
ΒΔ. νὴ τὸν Δί᾽, ὀψὲ γ᾽ ἆρ᾽ ἀνεστήκασι νῦν.
ὡς ἀπὸ μέσων νυκτῶν γε παραβάλλουσ᾽ ἀεί,
λύχνους ἔχοντες καὶ μινυρίζοντες μέλη
220 ἀρχαῖα μελισιδωνοφρυνιχήρατα,
οἷς ἐκκαλοῦνται τοῦτον. ΞΑ. οὐκοῦν, ἢν δέῃ,
ἤδη ποτ᾽ αὐτοὺς τοῖς λίθοις βαλλήσομεν.
ΒΔ. ἀλλ᾽, ὦ πόνηρε, τὸ γένος ἤν τις ὀργίσῃ
τὸ τῶν γερόντων, ἔσθ᾽ ὅμοιον σφηκιᾷ·
225 ἔχουσι γὰρ καὶ κέντρον ἐκ τῆς ὀσφύος
ὀξύτατον, ᾧ κεντοῦσι, καὶ κεκραγότες
πηδῶσι καὶ βάλλουσιν ὥσπερ φέψαλοι.
ΞΑ. μὴ φροντίσῃς· ἐὰν ἐγὼ λίθους ἔχω,
πολλῶν δικαστῶν σφηκιὰν διασκεδῶ.


ΦΙΛ., αφού στάθηκε όρθιος.
190Αφήστε με, ειδεμή θα τσακωθούμε.
ΒΔΕ. Θα τσακωθείς μ᾽ εμάς; Και για ποιό λόγο;
ΦΙΛ. Για σκιά … γαϊδάρου. ΒΔΕ. Κατεργάρης είσαι
κι απόκοτος. ΦΙΛ. Εγώ ᾽μαι κατεργάρης;
Δεν ξέρεις πόσο αξίζω, μά το Δία·
θα νιώσεις την αξία μου, σα μασήσεις
γεροντικό δικαστικό προκοίλι.
ΒΔΕ. Στο σπίτι! Εμπρός! Κι εσύ κι ο γάιδαρός σου.
Τον σπρώχνει να μπει μέσα.
ΦΙΛ., στους θεατές, ενώ ο γιος του και ο δούλος του τον σπρώχνουν.
Κλέωνα, συντρόφοι δικαστές, βοήθεια!
ΒΔΕ., αφού τον έμπασε κι έκλεισε την πόρτα.
Πίσω απ᾽ την πόρτα την κλεισμένη σκούζε.
Στον Ξανθία.
Σπρώξε σωρό εσύ πέτρες μπρος στην πόρτα,
200βάλ᾽ το βελόνι πάλι στην αμπάρα,
στερέωσε και το μάνταλο, και κύλα
τον τάκο το μεγάλο, ν᾽ ακουμπήσει.
Ο Ξανθίας εκτελεί τη διαταγή κι έπειτα στέκει φρουρός·
σε λίγο κάτι πέφτει πάνω στο κεφάλι του.
ΞΑΝ. Ένας σοβάς! Οχ, πούθε μου ήρθε; ΒΔΕ. Κάποιο
ποντίκι θα τον έριξε από πάνω.
ΞΑΝ., κοιτάζοντας ψηλά.
Τί ποντικολογάς; Γιά κοίτα, είν᾽ ένας
ταβανοδικαστής, χωμένος κάτω
από τα κεραμίδια.
ΒΔΕ., βλέποντας το πρόσωπο του πατέρα του σε μια τρύπα.
Συφορά μου,
σπουργίτης πάει να γίνει, θα πετάξει·
πού ᾽ναι το δίχτυ; Ξου, ξου, πίσω, ξου!
Ο Φιλοκλέωνας γίνεται άφαντος.
Από φρουρός ενός πατέρα τέτοιου
210φρουρός στη Σκιώνη κάλλιο το ᾽χα να είμαι.
ΞΑΝ. Και τώρα που προγκήξαμε το γέρο
κι αδύνατο είναι πια να μας το σκάσει,
δεν πέφτουμε μια στάλα και στον ύπνο;
ΒΔΕ. Τί λες, αχρείε; Σε λίγο θα πλακώσουν
να τον φωνάξουν οι συνάδελφοί του
οι δικαστές. ΞΑΝ. Τί λες; Αυγή είν᾽ ακόμα.
ΒΔΕ. Τότε θα πει πως πάρωρα ξυπνήσαν.
Γιατί πάντα μεσάνυχτα περνούνε
με τα φανάρια και έξω τον καλούνε
220με αρχαίους σκοπούς που αγάλια ψιθυρίζουν,
σιδωνοφρυνιχόσκοπους σα μέλι.
ΞΑΝ. Αλλ᾽ αν χρειαστεί, τους βάζουμε στις πέτρες.
ΒΔΕ. Α, κακομοίρη, η φάρα των γερόντων
σωστή σφηκοφωλιά ᾽ναι, αν τους θυμώσεις·
κι αψύ κεντρί τούς κρέμεται απ᾽ τη μέση·
με αυτό κεντούν και σκούζουν και πηδούνε
και πέφτουν καταπάνω σου σα σπίθες.
ΞΑΝ. Ας έχω πέτρες κι έγνοια σου· την κάθε
δικαστική σφηκοφωλιά σκορπάω.
Ο Βδελυκλέωνας μπαίνει στο σπίτι· ο Ξανθίας ξανακάθεται
και σχεδόν αμέσως τον ξαναπαίρνει ο ύπνος.