Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Σφῆκες (936-972)


ΒΔ. αὐτὸς καθελοῦ· τοὺς μάρτυρας γὰρ εἰσκαλῶ.
Λάβητι μάρτυρας παρεῖναι τρύβλιον,
δοίδυκα, τυρόκνηστιν, ἐσχάραν, χύτραν,
καὶ τἄλλα τὰ σκεύη τὰ προσκεκλημένα.
940 ἀλλ᾽ ἔτι σύ γ᾽ οὐρεῖς καὶ καθίζεις οὐδέπω;
ΦΙ. τοῦτον δέ γ᾽ οἶμ᾽ ἐγὼ χεσεῖσθαι τήμερον.
ΒΔ. οὐκ αὖ σὺ παύσει χαλεπὸς ὢν καὶ δύσκολος,
καὶ ταῦτα τοῖς φεύγουσιν, ἀλλ᾽ ὀδὰξ ἔχει;
ἀνάβαιν᾽, ἀπολογοῦ. τί σεσιώπηκας; λέγε.
945 ΦΙ. ἀλλ᾽ οὐκ ἔχειν οὗτός γ᾽ ἔοικεν ὅ τι λέγῃ.
ΒΔ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἐκεῖνό μοι δοκεῖ πεπονθέναι,
ὅπερ ποτὲ φεύγων ἔπαθε καὶ Θουκυδίδης·
ἀπόπληκτος ἐξαίφνης ἐγένετο τὰς γνάθους.
πάρεχ᾽ ἐκποδών· ἐγὼ γὰρ ἀπολογήσομαι.
950 χαλεπὸν μέν, ὦνδρες, ἐστὶ διαβεβλημένου
ὑπεραποκρίνεσθαι κυνός, λέξω δ᾽ ὅμως.
ἀγαθὸς γάρ ἐστι καὶ διώκει τοὺς λύκους.
ΦΙ. κλέπτης μὲν οὖν οὗτός γε καὶ ξυνωμότης.
ΒΔ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἄριστός ἐστι τῶν νυνὶ κυνῶν,
955 οἷός τε πολλοῖς προβατίοις ἐφεστάναι.
ΦΙ. τί οὖν ὄφελος, τὸν τυρὸν εἰ κατεσθίει;
ΒΔ. ὅ τι; σοῦ προμάχεται καὶ φυλάττει τὴν θύραν
καὶ τἄλλ᾽ ἄριστός ἐστιν· εἰ δ᾽ ὑφείλετο,
σύγγνωθι· κιθαρίζειν γὰρ οὐκ ἐπίσταται.
960 ΦΙ. ἐγὼ δ᾽ ἐβουλόμην ἂν οὐδὲ γράμματα,
ἵνα μὴ κακουργῶν ἐνέγραφ᾽ ἡμῖν τὸν λόγον.
ΒΔ. ἄκουσον, ὦ δαιμόνιε, μου τῶν μαρτύρων.
ἀνάβηθι, τυρόκνηστι, καὶ λέξον μέγα·
σὺ γὰρ ταμιεύουσ᾽ ἔτυχες. ἀπόκριναι σαφῶς,
965 εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἅλαβες.
φησὶ κατακνῆσαι. ΦΙ. νὴ Δί᾽, ἀλλὰ ψεύδεται.
ΒΔ. ὦ δαιμόνι᾽, ἐλέει τοὺς ταλαιπωρουμένους.
οὗτος γὰρ ὁ Λάβης καὶ τραχήλι᾽ ἐσθίει
καὶ τὰς ἀκάνθας, κοὐδέποτ᾽ ἐν ταὐτῷ μένει.
970 ὁ δ᾽ ἕτερος, οἷός ἐστιν, οἰκουρὸς μόνον·
αὐτοῦ μένων γὰρ ἅττ᾽ ἂν εἴσω τις φέρῃ,
τούτων μεταιτεῖ τὸ μέρος· εἰ δὲ μή, δάκνει.


ΒΔΕ. Τους μάρτυρες καλώ και πάρ᾽ το μόνος.
Όλα τα σκεύη που έχουν λάβει κλήση
ως μάρτυρες του Λάβη να προσέλθουν·
γουδόχερο, σκουτέλα, τυροτρίφτης,
χύτρα και σκάρα.
Έρχονται άνθρωποι που παρασταίνουν αυτά τα σκεύη· στο Φιλοκλέωνα.
Εσύ δεν ανεβαίνεις
940στην έδρα, βλέπω· κατουράς ακόμα;
ΦΙΛ., ανεβαίνοντας στη έδρα και δείχνοντας το Λάβη.
Απάνω του όμως τούτος θα τα κάμει.
ΒΔΕ. Πάντα άγριος και στρυφνός, και με τα δόντια
τους υπόδικους πάντα θα σπαράζεις;
Στο Λάβη.
Απολογήσου εσύ· γιατί σωπαίνεις;
ΦΙΛ. Δεν έχει τί να πει· έτσι φαίνεται. ΒΔΕ. Όχι·
έπαθε ό,τ᾽ είχε πάθει ο Θουκυδίδης
κάποτε που τον είχανε μηνύσει·
άξαφνα του πιαστήκαν οι μασέλες.
Παραμερίζει το Λάβη που στεκόταν σα χαμένος
πάνω στο βήμα κι ανεβαίνει αυτός.
Στην μπάντα! Θα μιλήσω εγώ για σένα.
Συνήγορος να γίνεις ενός σκύλου
950που τον συκοφαντήσαν δύσκολο είναι,
ωστόσο, δικαστές μου, θα μιλήσω.
Γιατί είν᾽ αντρείος και διώχνει και τους λύκους.
ΦΙΛ. Δε λες πως είναι κλέφτης, συνωμότης.
ΒΔΕ. Είν᾽ απ᾽ τα τωρινά σκυλιά το πιο άξιο
και κάνει για αρχηγός πολλών προβάτων.
ΦΙΛ. Μα τί ωφελεί, που το τυρί μας τρώει;
ΒΔΕ. Για σε παλεύει, σου φυλάει την πόρτα,
κι άριστος σε όλα· αν σούφρωσε και κάτι,
συμπάθα τον· δεν έμαθε…κιθάρα.
960ΦΙΛ. Και γράμματα ήταν κάλλιο να μην ξέρει·
ψευτολογοδοσίες δε θα ᾽κανε έτσι.
ΒΔΕ. Άκουσε, ευλογημένε, τους μαρτύρους.
Στο βήμα, Τυροτρίφτη! Αποθηκάριος
εσύ ᾽σουν. Μίλα δυνατά· αποκρίσου
ορθά κοφτά· για τους στρατιώτες όσα
παράλαβες δεν τα ᾽ξυσες; — Ορίστε,
τα ᾽ξυσε, λέει. ΦΙΛ. Το λέει, μα ψέματα είναι.
ΒΔΕ. Σπλαχνίσου, ευλογημένε, όσους μοχθούνε.
Ο Λάβης ψαροκόκαλα όλο τρώει
και σπάραχνα, και μια στιγμή δε στέκει.
970Ασάλευτος στο σπίτι πάντα ο άλλος,
ζητά μερίδιο απ᾽ όσα οι άλλοι απέξω
κουβαλούν, κι αν δε δώσουνε, δαγκώνει.