ΚΥΚ. Πού ᾽σαι, βρε τρισκατάρατε; ΟΔΥ. Μακριά από σένα, Κύκλωψ·
690βαστώ φρουρά, σωματοφύλακας, σε μένα, τον Δυσσέα.
ΚΥΚ. Πώς είπες; Άλλαξες όνομα; Πήρες άλλο καινούργιο;
ΟΔΥ. Έτσι με βάφτισε, να ξέρεις, ο πατέρας μου: Οδυσσέα.
Νόμιζες δεν θα πλήρωνες τ᾽ ανόσιο φαγοπότι;
Ωραίος θα ᾽μουνα πυρπολητής της δοξασμένης Τροίας,
695εκδίκηση αν δεν έπαιρνα για των συντρόφων τον χαμό!
ΚΥΚ. Αλίμονο, βγαίνει σωστός ο αρχαίος κείνος ο χρησμός:
αυτός που θα με τύφλωνε, λέει, θα ᾽χε σαν κι εσένα
μπαρκάρει από το Ίλιο. Μα έλεγε και για σένα
η προφητεία πως ό,τι έκαμες θενα το βρεις μπροστά σου:
700για τιμωρία σου θα δέρνεσαι στα κύματα για χρόνια.
ΟΔΥ. Να πας στ᾽ ανάθεμα — κι αυτά λόγια δεν είν᾽ του αέρα.
Φεύγω· τραβώ για την ακτή, για νά ᾽βρω το σκαρί μου,
στη θάλασσα να ξανοιχτώ, να φτάσω στην πατρίδα.
ΚΥΚ. Έτσι θαρρείς; Την πέτρα αυτή θα τηνε ξεριζώσω,
705να σε συντρίψω εσένανε κι όλους σου τους συντρόφους.
Θ᾽ ανέβω τώρα στην κορφή, κι ας είμαι δίχως μάτια·
μπαίνω λοιπόν στη δίστομη σπηλιά — κι αλίμονό σας.
ΧΟΡ. Κι εμείς στου Οδυσσέα ευθύς το πλήρωμα θα μπούμε,
και θα ᾽μαστε από δω και μπρος δούλοι του Διονύσου.
|