Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Κύκλωψ (519-551)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΟΔ. Κύκλωψ, ἄκουσον· ὡς ἐγὼ τοῦ Βακχίου
520τούτου τρίβων εἴμ᾽, ὃν πιεῖν ἔδωκά σοι.
ΚΥ. ὁ Βάκχιος δὲ τίς; θεὸς νομίζεται;
ΟΔ. μέγιστος ἀνθρώποισιν ἐς τέρψιν βίου.
ΚΥ. ἐρυγγάνω γοῦν αὐτὸν ἡδέως ἐγώ.
ΟΔ. τοιόσδ᾽ ὁ δαίμων· οὐδένα βλάπτει βροτῶν.
525ΚΥ. θεὸς δ᾽ ἐν ἀσκῶι πῶς γέγηθ᾽ οἴκους ἔχων;
ΟΔ. ὅπου τιθῆι τις, ἐνθάδ᾽ ἐστὶν εὐπετής.
ΚΥ. οὐ τοὺς θεοὺς χρὴ σῶμ᾽ ἔχειν ἐν δέρμασιν.
ΟΔ. τί δ᾽, εἴ σε τέρπει γ᾽; ἢ τὸ δέρμα σοι πικρόν;
ΚΥ. μισῶ τὸν ἀσκόν· τὸ δὲ ποτὸν φιλῶ τόδε.
530ΟΔ. μένων νυν αὐτοῦ πῖνε κεὐθύμει, Κύκλωψ.
ΚΥ. οὐ χρή μ᾽ ἀδελφοῖς τοῦδε προσδοῦναι ποτοῦ;
ΟΔ. ἔχων γὰρ αὐτὸς τιμιώτερος φανῆι.
ΚΥ. διδοὺς δὲ τοῖς φίλοισι χρησιμώτερος.
ΟΔ. πυγμὰς ὁ κῶμος λοίδορόν τ᾽ ἔριν φιλεῖ.
535ΚΥ. μεθύω μέν, ἔμπας δ᾽ οὔτις ἂν ψαύσειέ μου.
ΟΔ. ὦ τᾶν, πεπωκότ᾽ ἐν δόμοισι χρὴ μένειν.
ΚΥ. ἠλίθιος ὅστις μὴ πιὼν κῶμον φιλεῖ.
ΟΔ. ὃς δ᾽ ἂν μεθυσθείς γ᾽ ἐν δόμοις μείνηι σοφός.
ΚΥ. τί δρῶμεν, ὦ Σιληνέ; σοὶ μένειν δοκεῖ;
540ΣΙ. δοκεῖ· τί γὰρ δεῖ συμποτῶν ἄλλων, Κύκλωψ;
ΟΔ. καὶ μὴν λαχνῶδές γ᾽ οὖδας ἀνθηρᾶς χλόης.
ΣΙ. καὶ πρός γε θάλπος ἡλίου πίνειν καλόν.
κλίθητί νύν μοι πλευρὰ θεὶς ἐπὶ χθονός.
ΚΥ. ἰδού.
545τί δῆτα τὸν κρατῆρ᾽ ὄπισθ᾽ ἐμοῦ τίθης;
ΣΙ. ὡς μὴ παριών τις καταβάληι. ΚΥ. πίνειν μὲν οὖν
κλέπτων σὺ βούληι· κάτθες αὐτὸν ἐς μέσον.
σὺ δ᾽, ὦ ξέν᾽, εἰπὲ τοὔνομ᾽ ὅτι σε χρὴ καλεῖν.
ΟΔ. Οὖτιν· χάριν δὲ τίνα λαβών σ᾽ ἐπαινέσω;
550ΚΥ. πάντων σ᾽ ἑταίρων ὕστερον θοινάσομαι.
ΣΙ. καλόν γε τὸ γέρας τῶι ξένωι δίδως, Κύκλωψ.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΟΔΥ. Κύκλωψ, δώσε προσοχή: τόνε ξέρω εγώ καλά
520τον Διόνυσο που σου ᾽δωκα να πιεις, να ξεδιψάσεις.
ΚΥΚ. Και ποιός είν᾽ ο Διόνυσος; Είν᾽ τίποτα θεός;
ΟΔΥ. Μάλιστα: είν᾽ ο πιο σπουδαίος για την ευτυχία μας.
ΚΥΚ. Μια φορά, έχει χάρμα γεύση άμα τονε ρεύεσαι.
ΟΔΥ. Είδες τί καλός θεός; Και κανέναν δεν πειράζει.
525ΚΥΚ. Καταδέχεται θεός να ᾽χει ασκί για σπιτικό;
ΟΔΥ. Κάθεται αυτός καλόβολα όπου και να τον βάλεις.
ΚΥΚ. Μα είναι πράμα οι θεοί να ντύνονται τομάρια;
ΟΔΥ. Τί σε κόφτει, αφού έχει γλύκα; Το τομάρι σ᾽ ένοιαξε;
ΚΥΚ. Το σιχαίνομαι τ᾽ ασκί· μα το θέλω το πιοτό.
530ΟΔΥ. Κάτσε το λοιπόν εδώ, πιες και φχαριστήσου το.
ΚΥΚ. Μα… να δώσω και στ᾽ αδέρφια μου· έτσι είναι το σωστό.
ΟΔΥ. Κράτα το για τον εαυτό σου, και τ᾽ αδέρφια σου θα σ᾽ έχουν
σε υπόληψη μεγάλη.
ΚΥΚ. Άμα δώσω στους δικούς μου, δεν θα τους ευεργετήσω;
ΟΔΥ. Το πιοτό γεννά γροθιές, τσακωμούς και κατηγόριες.
535ΚΥΚ. Δεν πα να ᾽μαι μεθυσμένος; Χέρι ποιός θα μου σηκώσει;
ΟΔΥ. Βρε χρυσέ μου, ο πιωμένος πρέπει σπίτι του να μένει.
ΚΥΚ. Κι όποιος πίνει και μετά δεν ποθεί να βγει στους δρόμους,
είναι σίγουρα βλαμμένος.
ΟΔΥ. Κι όποιος, πάλι, μεθυσμένος κάθεται στ᾽ αβγά του — ξύπνιος!
ΚΥΚ. Τί να κάνω, Σιληνέ; Θες να κάτσουμε στο σπίτι;
540ΣΙΛ. Έτσι λέω: τί τη θέμε την παρέα στο πιοτό μας;
ΟΔΥ. Έχει και το χορταράκι ανθίσει, τρυφερό, πάνω στο χώμα.
ΣΙΛ. Κι είναι τρέλα στη λιακάδα να μεθάς, να κρασοπίνεις.
Γείρε το λοιπόν επάνω στο χορτάρι το κορμί σου.
ΚΥΚ. (Ξαπλώνει) Οπαλάκια.
545(Στον Σιληνό) Βρε ζαγάρ᾽, τη νταμιτζάνα τί τη βάζεις πίσω μου;
ΣΙΛ. Μην περάσει, λέω, κανένας και τη ρίξει. ΚΥΚ. Άσ᾽ τα αυτά:
θες να πίνεις στα κρυφά. Βάλε την πάλι στη μέση.
(Ο Σιληνός όμως βουτάει ολόκληρος στην νταμιτζάνα και πίνει. Ο Κύκλωπας,που δεν τον βλέπει, απευθύνεται στον Οδυσσέα.)
Κι εσύ, ξένε, πώς σε λένε; Έλα, πες μου τ᾽ όνομά σου.
ΟΔΥ. Τ᾽ όνομά μου είναι Κανένας. Και ποιά χάρη θα μου κάνεις,
να σου πω ευχαριστώ;
450ΚΥΚ. Από τους συντρόφους σου όλους θα σε φάω τελευταίον.
ΣΙΛ. (Βγάζοντας το κεφάλι του απ᾽ τη νταμιτζάνα)
Μπράβο βρε! Ωραίο δώρο του ᾽καμες του ξένου ανθρώπου!