Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Κύκλωψ (1-40)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΣΙΛΗΝΟΣ
Ὦ Βρόμιε, διὰ σὲ μυρίους ἔχω πόνους
νῦν χὤτ᾽ ἐν ἥβηι τοὐμὸν εὐσθένει δέμας·
πρῶτον μὲν ἡνίκ᾽ ἐμμανὴς Ἥρας ὕπο
Νύμφας ὀρείας ἐκλιπὼν ὤιχου τροφούς·
5ἔπειτά γ᾽ ἀμφὶ γηγενῆ μάχην δορὸς
ἐνδέξιος σῶι ποδὶ παρασπιστὴς βεβὼς
Ἐγκέλαδον ἰτέαν ἐς μέσην θενὼν δορὶ
ἔκτεινα — φέρ᾽ ἴδω, τοῦτ᾽ ἰδὼν ὄναρ λέγω;
οὐ μὰ Δί᾽, ἐπεὶ καὶ σκῦλ᾽ ἔδειξα Βακχίωι.
10καὶ νῦν ἐκείνων μείζον᾽ ἐξαντλῶ πόνον.
ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν
ληιστῶν ἐπῶρσεν, ὡς ὁδηθείης μακράν,
‹ἐγὼ› πυθόμενος σὺν τέκνοισι ναυστολῶ
σέθεν κατὰ ζήτησιν. ἐν πρύμνηι δ᾽ ἄκραι
15αὐτὸς λαβὼν ηὔθυνον ἀμφῆρες δόρυ,
παῖδες δ᾽ ‹ἐπ᾽› ἐρετμοῖς ἥμενοι γλαυκὴν ἅλα
ῥοθίοισι λευκαίνοντες ἐζήτουν σ᾽, ἄναξ.
ἤδη δὲ Μαλέας πλησίον πεπλευκότας
ἀπηλιώτης ἄνεμος ἐμπνεύσας δορὶ
20ἐξέβαλεν ἡμᾶς τήνδ᾽ ἐς Αἰτναίαν πέτραν,
ἵν᾽ οἱ μονῶπες ποντίου παῖδες θεοῦ
Κύκλωπες οἰκοῦσ᾽ ἄντρ᾽ ἔρημ᾽ ἀνδροκτόνοι.
τούτων ἑνὸς ληφθέντες ἐσμὲν ἐν δόμοις
δοῦλοι· καλοῦσι δ᾽ αὐτὸν ὧι λατρεύομεν
25Πολύφημον· ἀντὶ δ᾽ εὐίων βακχευμάτων
ποίμνας Κύκλωπος ἀνοσίου ποιμαίνομεν.
παῖδες μὲν οὖν μοι κλειτύων ἐν ἐσχάτοις
νέμουσι μῆλα νέα νέοι πεφυκότες,
ἐγὼ δὲ πληροῦν πίστρα καὶ σαίρειν στέγας
30μένων τέταγμαι τάσδε, τῶιδε δυσσεβεῖ
Κύκλωπι δείπνων ἀνοσίων διάκονος.
καὶ νῦν, τὰ προσταχθέντ᾽, ἀναγκαίως ἔχει
σαίρειν σιδηρᾶι τῆιδέ μ᾽ ἁρπάγηι δόμους,
ὡς τόν τ᾽ ἀπόντα δεσπότην Κύκλωπ᾽ ἐμὸν
35καθαροῖσιν ἄντροις μῆλά τ᾽ ἐσδεχώμεθα.
ἤδη δὲ παῖδας προσνέμοντας εἰσορῶ
ποίμνας. τί ταῦτα; μῶν κρότος σικινίδων
ὁμοῖος ὑμῖν νῦν τε χὤτε Βακχίωι
κῶμος συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους
40προσῆιτ᾽ ἀοιδαῖς βαρβίτων σαυλούμενοι;




ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Σκηνικό: η σπηλιά του Κύκλωπα στη Σικελία. Στο βάθος της σκηνής φαίνεται το στόμιο της σπηλιάς. Η μία από τις εισόδους του θεάτρου (ας πούμε η δεξιά) υποτίθεται πως οδηγεί στα γειτονικά βοσκοτόπια· η άλλη (ας πούμε η αριστερή) βγάζει στο κοντινό λιμάνι.

ΣΙΛΗΝΟΣ
Διόνυσε Κοσμοχαλαστή, δες τί τραβώ για σένα
τώρα, μα και στα νιάτα μου, που ᾽χα γερό κορμί.
Θυμάσαι που σου εσάλεψε τον νου σου η Ήρα, κι έφυγες,
μακριά απ᾽ τις παραμάνες σου, τις Νύμφες των βουνών;
5Ή πιο μετά, σαν πολεμάγαμε τα τέρατα που φύτρωσαν
από τη μάνα Γη —τους Γίγαντες με τ᾽ όνομα—,
δεξί σου χέρι, υπασπιστής, βράχος ακλόνητος εγώ,
του ᾽δωσα μια του Εγκέλαδου, κέντρο δοξαπατρί,
με το κοντάρι μου γερά και τάβλα τον εξάπλωσα.
—Ένα λεπτό: ονειρεύομαι;— Όχι, το δίχως άλλο,
αφού έδειξα, μα τον Θεό, τα λάφυρα στον Βάκχο.

10Μα οι φουρτούνες μου δεν τέλειωσαν· άλλες με πνίγουν τώρα.
Βλέπεις, σαν έμαθα πως έστειλε τους πειρατές οι Ήρα
για να σε διώξει μακριά, σ᾽ αγύριστο ταξίδι,
μπάρκαρα με τα τέκνα μου, κι εκίνησα να σέ ᾽βρω.
15Έκατσα το λοιπόν εγώ στην πρύμνη άκρην άκρη,
και κουμαντάριζα το δίσκαρμο πλεούμενο — καπετάνιος!
Οι γιοι μου αδράξαν τα κουπιά, κι ελεύκαιναν χτυπώντας
τη γαλανή τη θάλασσα με παφλασμό κι αφρό.
Προορισμός του ταξιδιού εσύ ᾽σουν, άρχοντά μας.
Σαν πιάσαμε Καβομαλιά, Λεβάντες μανιασμένος
20εφύσηξε· μας έριξε στης Σικελίας τα βράχια.
Μένουν εδώ μονόφθαλμα παιδιά του Ποσειδώνα,
οι ανθρωποφάγοι Κύκλωπες, στις έρημες σπηλιές.
Μας αιχμαλώτισε ένας τους και δούλους του μας έχει
—Πολύφημος με τ᾽ όνομα· τούτος είν᾽ ο αφέντης μας.
25Κι αφήσαμε του Βάκχου μας την ιερή λατρεία,
και βόσκουμε του Κύκλωπα του ανόσιου τα κοπάδια.
Τα παιδιά μου, το λοιπόν, σαν νεαρούληδες που είναι,
μικρά βόσκουν προβατάκια στις πλαγιές ψηλά ψηλά.
Εγώ έμεινα δω πέρα — κι έχω ένα σωρό αγγαρείες:
30να γεμίσω τις ποτίστρες, να σκουπίσω τη σπηλιά,
να ετοιμάσω το τραπέζι —φριχτό, ανόσιο φαΐ—
του Κύκλωπα, του απάνθρωπου, του τρισκαταραμένου.
Τώρα πρέπει το λοιπόν, όπως μ᾽ έχουνε προστάξει,
τη σπηλιά να συγυρίσω με τη σιδεροτσουγκράνα.
(Δείχνει το εργαλείο που βαστά στο χέρι του.)
Να στραφτοκοπά από πάστρα η σπηλιά, σαν θα γυρίσει
35ο αφέντης μου ο Κύκλωψ — και τα πρόβατα μαζί του.
(Ο Χορός των Σατύρων αρχίζει να πλησιάζει στην ορχήστρα από τη δεξιά είσοδο· χορεύουν ζωηρά. Τους συνοδεύουν δούλοι, που αργότερα θα μαντρώσουνε τα πρόβατα στη σπηλιά του Κύκλωπα [στ. 82-83].)
Βρε, καλώς τα τά παιδιά μου! Σαλαγούνε κατά δω
τα κοπάδια. —Μα τί ᾽ν᾽ τούτο; Βρε σεις, πιάσατε χορό;
Τσιφτετέλια, ντιριντάχτα, βαρύ ποδοβολητό;
Έτσι κάνατε παλιά, τότε που τρεκλίζατε,
διμοιρία μεθυσμένη, από το ᾽να σπίτι στ᾽ άλλο,
για τις μπερμπαντιές του Βάκχου η τιμητική φρουρά!
40—Όλοι σεινάμενοι κουνάμενοι, νταούλια και ζουρνάδες.