Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Κύκλωψ (375-436)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


375ΟΔ. ὦ Ζεῦ, τί λέξω, δείν᾽ ἰδὼν ἄντρων ἔσω
κοὐ πιστά, μύθοις εἰκότ᾽ οὐδ᾽ ἔργοις βροτῶν;
ΧΟ. τί δ᾽ ἔστ᾽, Ὀδυσσεῦ; μῶν τεθοίναται σέθεν
φίλους ἑταίρους ἀνοσιώτατος Κύκλωψ;
ΟΔ. δισσούς γ᾽ ἀθρήσας κἀπιβαστάσας χεροῖν,
380οἳ σαρκὸς εἶχον εὐτραφέστατον πάχος.
ΧΟ. πῶς, ὦ ταλαίπωρ᾽, ἦτε πάσχοντες τάδε;
ΟΔ. ἐπεὶ πετραίαν τήνδ᾽ ἐσήλθομεν †χθόνα†,
ἀνέκαυσε μὲν πῦρ πρῶτον, ὑψηλῆς δρυὸς
κορμοὺς πλατείας ἐσχάρας βαλὼν ἔπι,
385τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος,
392καὶ χάλκεον λέβητ᾽ ἐπέζεσεν πυρί.
386ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ
ἔστρωσεν εὐνὴν πλησίον πυρὸς φλογί.
κρατῆρα δ᾽ ἐξέπλησεν ὡς δεκάμφορον,
μόσχους ἀμέλξας, λευκὸν ἐσχέας γάλα,
390σκύφος τε κισσοῦ παρέθετ᾽ εἰς εὖρος τριῶν
391πήχεων, βάθος δὲ τεσσάρων ἐφαίνετο,
393ὀβελούς τ᾽, ἄκρους μὲν ἐγκεκαυμένους πυρί,
ξεστοὺς δὲ δρεπάνωι τἄλλα, παλιούρου κλάδων,
395†Αἰτναῖά τε σφαγεῖα πελέκεων γνάθοις†.
ὡς δ᾽ ἦν ἕτοιμα πάντα τῶι θεοστυγεῖ
Ἅιδου μαγείρωι, φῶτε συμμάρψας δύο
ἔσφαζ᾽ ἑταίρων τῶν ἐμῶν, ῥυθμῶι θ᾽ ἑνὶ
τὸν μὲν λέβητος ἐς κύτος χαλκήλατον
‹ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ›
400τὸν δ᾽ αὖ, τένοντος ἁρπάσας ἄκρου ποδός,
παίων πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου
ἐγκέφαλον ἐξέρρανε· καὶ †καθαρπάσας†
λάβρωι μαχαίραι σάρκας ἐξώπτα πυρί,
τὰ δ᾽ ἐς λέβητ᾽ ἐφῆκεν ἕψεσθαι μέλη.
405ἐγὼ δ᾽ ὁ τλήμων δάκρυ᾽ ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν χέων
ἐχριμπτόμην Κύκλωπι κἀδιακόνουν·
ἅλλοι δ᾽ ὅπως ὄρνιθες ἐν μυχοῖς πέτρας
πτήξαντες εἶχον, αἷμα δ᾽ οὐκ ἐνῆν χροΐ.
ἐπεὶ δ᾽ ἑταίρων τῶν ἐμῶν πλησθεὶς βορᾶς
410ἀνέπεσε, φάρυγος αἰθέρ᾽ ἐξανεὶς βαρύν,
ἐσῆλθέ μοί τι θεῖον· ἐμπλήσας σκύφος
Μάρωνος αὐτῶι τοῦδε προσφέρω πιεῖν,
λέγων τάδ᾽· Ὦ τοῦ ποντίου θεοῦ Κύκλωψ,
σκέψαι τόδ᾽ οἷον Ἑλλὰς ἀμπέλων ἄπο
415θεῖον κομίζει πῶμα, Διονύσου γάνος.
ὁ δ᾽ ἔκπλεως ὢν τῆς ἀναισχύντου βορᾶς
ἐδέξατ᾽ ἔσπασέν ‹τ᾽› ἄμυστιν ἑλκύσας
κἀπήινεσ᾽ ἄρας χεῖρα· Φίλτατε ξένων,
καλὸν τὸ πῶμα δαιτὶ πρὸς καλῆι δίδως.
420ἡσθέντα δ᾽ αὐτὸν ὡς ἐπηισθόμην ἐγώ,
ἄλλην ἔδωκα κύλικα, γιγνώσκων ὅτι
τρώσει νιν οἶνος καὶ δίκην δώσει τάχα.
καὶ δὴ πρὸς ὠιδὰς εἷρπ᾽· ἐγὼ δ᾽ ἐπεγχέων
ἄλλην ἐπ᾽ ἄλληι σπλάγχν᾽ ἐθέρμαινον ποτῶι.
425ἄιδει δὲ παρὰ κλαίουσι συνναύταις ἐμοῖς
ἄμουσ᾽, ἐπηχεῖ δ᾽ ἄντρον. ἐξελθὼν δ᾽ ἐγὼ
σιγῆι σὲ σῶσαι κἄμ᾽, ἐὰν βούληι, θέλω.
ἀλλ᾽ εἴπατ᾽ εἴτε χρήιζετ᾽ εἴτ᾽ οὐ χρήιζετε
φεύγειν ἄμεικτον ἄνδρα καὶ τὰ Βακχίου
430ναίειν μέλαθρα Ναΐδων νυμφῶν μέτα.
ὁ μὲν γὰρ ἔνδον σὸς πατὴρ τάδ᾽ ἤινεσεν·
ἀλλ᾽ ἀσθενὴς γὰρ κἀποκερδαίνων ποτοῦ
ὥσπερ πρὸς ἰξῶι τῆι κύλικι λελημμένος
πτέρυγας ἀλύει· σὺ δέ (νεανίας γὰρ εἶ)
435σώθητι μετ᾽ ἐμοῦ καὶ τὸν ἀρχαῖον φίλον
Διόνυσον ἀνάλαβ᾽, οὐ Κύκλωπι προσφερῆ.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΟΔΥ. (Βγαίνει από το σπήλαιο)
375Για τ᾽ όνομα! Είμ᾽ άφωνος! Τί φοβερά κι απίστευτα
που είδανε τα ματάκια μου μες στη σπηλιά του Κύκλωπα!
Ούτε σε μυθιστόρημα…
ΧΟΡ. Τί ᾽ναι, Οδυσσεύ; Μην τους μαγείρεψε για δείπνο τους συντρόφους
τους γκαρδιακούς σου ο Κύκλωπας, ο τρισκαταραμένος;
ΟΔΥ. Δύο συντρόφους καλοκοίταξε, τους έπαιξε στο χέρι
380αυτούς που ήταν απ᾽ όλους μας οι πιο παχιοί και τροφαντοί.
ΧΟΡ. Κακόμοιρε… ταλαίπωρε… Και πώς σας βρήκε το κακό;
ΟΔΥ. Σαν μπήκαμε στην στέγη του την πέτρινη από κάτω,
άναψε κείνος τη φωτιά, φαρδιά πλατιά σωριάζοντας
κορμούς ψηλής βαλανιδιάς στο παραγώνι το πλατύ
385—βάρος που δεν το σήκωνες ούτε με τρία κάρα—
392κι έβαλε πάνω στη φωτιά θεόρατο καζάνι.
386Ύστερα έπιασε κι έστρωσε από έλατο κλαράκια
κατάχαμα, πλάι στη φωτιά, για στρωματσάδα κι ύπνο.
Άρμεξε τα γελάδια του και γέμισε άσπρο γάλα
καρδάρα που θα χώραγε ίσαμε δέκα στάμνες,
390και στο τραπέζι απίθωσε γαβάθα από κισσόξυλο
391(τρεις πήχες, λέω, το φάρδος της, και τέσσερις το βάθος).
393Πήρε και σούβλες πρίνινες, καλά πελεκημένες
395καψαλισμένες στη φωτιά οι μυτερές τους άκρες.
Κι ως τα ᾽χεν όλα έτοιμα ο τρισκαταραμένος
του Κάτω Κόσμου ο μάγειρος, απ᾽ τους καλούς συντρόφους
δύο μου αρπάζει· τον πετσόκοψε μ᾽ αχόρταγο πελέκι
τον ένα, κι όμορφα όμορφα βαθιά μες στο καζάνι
(τί χάλκωμα πελώριο… για ποιά φριχτή θυσία!)
400τον έριξε, κι αμέσως τότε αδράχνοντας τον άλλο
απ᾽ το ποδάρι, τονε λιάνισε σε κοφτερό λιθάρι,
και τα μυαλά του εχύθηκαν· τις σάρκες του με λαίμαργο λεπίδι
τις εκομμάτιασε και να ψηθούν τις έβαλε στη φλόγα,
και μες στη χύτρα έριξε χέρια, πόδια, να βράσουν.
405Κι εγώ ο πολύπαθος, με δάκρυα να μου πλημμυρούν τα μάτια,
στεκόμουν πλάι στον Κύκλωπα και τον εδιακονούσα.
Οι σύντροφοί μου σαν πουλιά κουρνιάζαν μαζεμένοι,
κάτασπροι από τον φόβο τους, στου βράχου τις κρυψώνες.
Κι αφού κάποτε χόρτασε να τρώει τους συντρόφους,
έγειρε πίσω, ρεύτηκε
410—βαρύς εβρόντησ᾽ από τα λαρύγγια του ο αέρας.
Τότε μου μπήκε ιδέα δαιμόνια: γεμίζω μια γαβάθα
γλυκό κρασί ευωδιαστό, και για να πιει του δίνω,
λέγοντας: «Κύκλωπα, γιε του θαλασσινού θεού,
κοίταξε θεϊκό ποτό που σου χαρίζει η Ελλάδα,
415κρασάκι από τ᾽ αμπέλια της, χάρμα διονυσιακό.»
Ξέχειλος από το ξεδιάντροπο το φαγοπότι εκείνος
το καλοδέχτηκε, το τράβηξε κάτω δίχως ανάσα
κι όλο χαρά με παίνεψε: «Ξένε μου λατρεμένε,
ωραίο το ποτό που μου ᾽δωσες κι ωραίο κλείνει δείπνο.»
420Σαν το ᾽νιωσα πως τ᾽ άρεσε, δεύτερο του ᾽δωσα να πιει.
Το ᾽ξερα βέβαια: θα τονε φάει όπου να ᾽ναι το κρασί,
και θά ᾽ρθει η πληρωμή του.
Άρχισε τότε τα τραγούδια· του ᾽χυνα κι εγώ το ᾽να ποτήρι
πάνω στο άλλο, και του ζέσταινα καλά τα σωθικά του.
425Τραγούδαγε παράφωνα· οι υπόλοιποι βαριά μοιρολογούσαν,
κι αντιλαλούσεν η σπηλιά. Κι ωστόσο εγώ ξεγλίστρησα,
να σώσω το τομάρι μου — κι εσένανε, σαν θέλεις.
Πέστε λοιπόν: το θέλετε απ᾽ τον αντικοινωνικόν ετούτο
να γλιτώσετε, και του λοιπού να ζείτε
430στ᾽ ανάκτορο του Διόνυσου, μαζί με τις Νεράιδες;
Ο πατέρας σου εκεί μέσα (δείχνει προς τη σπηλιά) είναι σύμφωνος σε όλα·
μα είναι ωστόσο αδύναμος κι άπληστα κολλημένος
στο κρασοπότηρο· φτεροκοπάει, πουλάκι απελπισμένο
που πιάστηκε στο ξόβεργο.
Μα εσύ (μια κι είσαι νέος) κοίτα να σωθείς μαζί μου,
435στον παλιό σου να γυρίσεις φίλο, τον Διόνυσο,
που ᾽ναι η μέρα με τη νύχτα με τον Κύκλωπα ετούτον.