Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Κύκλωψ (483-518)


ΧΟΡΙΚΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΧΟ. ἄγε, τίς πρῶτος, τίς δ᾽ ἐπὶ πρώτωι
ταχθεὶς δαλοῦ κώπην ὀχμάσαι.
485Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας
λαμπρὰν ὄψιν διακναίσει;
[ὠιδὴ ἔνδοθεν.]
σίγα σίγα. καὶ δὴ μεθύων
ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος
490σκαιὸς ἀπωιδὸς καὶ κλαυσόμενος
χωρεῖ πετρίνων ἔξω μελάθρων.
φέρε νιν κώμοις παιδεύσωμεν
τὸν ἀπαίδευτον·
πάντως μέλλει τυφλὸς εἶναι.

495μάκαρ ὅστις εὐιάζει [στρ. α]
βοτρύων φίλαισι πηγαῖς
ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθεὶς
φίλον ἄνδρ᾽ ὑπαγκαλίζων,
ἐπὶ δεμνίοις τε †ξανθὸν†
500χλιδανᾶς ἔχων ἑταίρας
μυρόχριστος λιπαρὸν βό-
στρυχον, αὐδᾶι δέ· Θύραν τίς οἴξει μοι;

ΚΥ. παπαπαῖ· πλέως μὲν οἴνου, [στρ. β]
γάνυμαι ‹δὲ› δαιτὸς ἥβαι,
505σκάφος ὁλκὰς ὣς γεμισθεὶς
ποτὶ σέλμα γαστρὸς ἄκρας.
ὑπάγει μ᾽ ὁ φόρτος εὔφρων
ἐπὶ κῶμον ἦρος ὥραις
ἐπὶ Κύκλωπας ἀδελφούς.
510φέρε μοι, ξεῖνε, φέρ᾽, ἀσκὸν ἔνδος μοι.

ΧΟ. καλὸν ὄμμασιν δεδορκὼς [στρ. γ]
καλὸς ἐκπερᾶι μελάθρων.
‹ . . . › φιλεῖ τίς ἡμᾶς;
λύχνα δ᾽ †ἀμμένει δαΐα σὸν
515χρόα χὡς† τέρεινα νύμφα
δροσερῶν ἔσωθεν ἄντρων.
στεφάνων δ᾽ οὐ μία χροιὰ
περὶ σὸν κρᾶτα τάχ᾽ ἐξομιλήσει.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ


ΧΟΡ. Ποιός σειρά θα πάρει πρώτος, ποιός θα είν᾽ ο δεύτερος,
που θ᾽ αρπάξει το δαυλί, θα το σφίξει στα γεμάτα
485και θα το καρφώσει μέσα στο κυκλώπειο βλέφαρο,
για να του αφανίσει το αστραπόβολο το μάτι;
(Ακούγεται ο Κύκλωπας να τραγουδάει φάλτσα)
Σώπα, σώπα! Είναι τύφλα. Κάνει και τον καλλιτέχνη,
τραγουδάει παράφωνα — άσματα ξεράσματα.
(Ο Κύκλωπας εμφανίζεται στην είσοδο του σπηλαίου)
490Κοίτα κοίτα, τώρα βγαίνει μέσα από το μέγαρό του:
σκούξιμο κι αγριοφωνάρες τώρα τονε περιμένουν!
Ας του πούμε και κανένα τραγουδάκι του γλεντιού,
μπας και μάθει μουσική, ο ανεπίδεχτος ο βλάχος.
Είτε έτσι είτε αλλιώς … στραβομάρα θα τον δέρνει!

(Τραγουδούν όλοι μαζί)
Καλότυχος όποιος τον Βάκχο τραγουδεί —«ευάν ευοί»— [στροφή α’]
496και φτερωμένος από τ᾽ αμπελιού το νάμα
στους δρόμους νυχτοπερπατεί μ᾽ όλο τραγούδια και χορούς,
το μπράτσο γύρω από τον ώμο κάποιου φίλου αγαπημένου,
ή στο κρεβάτι πια χαϊδεύοντας, φρεσκοαρωματισμένος,
τις μυρισμένες μπούκλες, τις ολόξανθες
500μιας γκόμενας ναζιάρας· και φωνάζει:
«Ανοίχτε, ρε, κάποιος την πόρτα!»

(Ο Κύκλωπας εμφανίζεται στο στόμιο της σπηλιάς. Τραγουδάει.)
ΚΥΚ. Βάιβάιβάιβάι! Τι κρασοπότι ασύστολο, [στροφή β’]
τί γλέντι, τί φαΐ — χαρά μεγάλη!
505Σαν φορτηγό καράβι γέμισα τη στομάχα μου
ως πάνω στο κατάστρωμα, και πάει να ξεχειλίσει.
Με πάει ολόισια η σαβούρα —τί χαρά!—
για χαροκόπι μες στους δρόμους ανοιξιάτικο.
Θα πάω να βρω τ᾽ αδέρφια μου. —Έλα μου, ξένε,
έλα μου, δος μου τ᾽ ασκί.
510
ΧΟΡ. Άχου, τί όμορφα ματάκια, βρε τί όμορφος που είσαι, [στροφή γ’]
σαν προβάλλεις απ᾽ το σπίτι!
Άραγε μας αγαπά κι εμάς τα φτωχά κανένας;
Σε προσμένουν αναμμένα τα λυχνάρια κι οι λαμπάδες,
515νυφούλα ροδομάγουλη, γλυκιά και τρυφερή
μες στη δροσερή σπηλιά σου.
Μια φορά, πάντως, εγώ για πολύχρωμα τα βλέπω
τα γιασεμιά που θα σου ράνουνε σε λίγο το κεφάλι.