Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (392c-394c)

[392c] Οὐκοῦν περί γε ἀνθρώπων ὅτι τοιούτους δεῖ λόγους λέγεσθαι, τότε διομολογησόμεθα, ὅταν εὕρωμεν οἷόν ἐστιν δικαιοσύνη καὶ ὡς φύσει λυσιτελοῦν τῷ ἔχοντι, ἐάντε δοκῇ ἐάντε μὴ τοιοῦτος εἶναι;
Ἀληθέστατα, ἔφη.
Τὰ μὲν δὴ λόγων πέρι ἐχέτω τέλος· τὸ δὲ λέξεως, ὡς ἐγὼ οἶμαι, μετὰ τοῦτο σκεπτέον, καὶ ἡμῖν ἅ τε λεκτέον καὶ ὡς λεκτέον παντελῶς ἐσκέψεται.
Καὶ ὁ Ἀδείμαντος, Τοῦτο, ἦ δ᾽ ὅς, οὐ μανθάνω ὅτι λέγεις.
[392d] Ἀλλὰ μέντοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, δεῖ γε· ἴσως οὖν τῇδε μᾶλλον εἴσῃ. ἆρ᾽ οὐ πάντα ὅσα ὑπὸ μυθολόγων ἢ ποιητῶν λέγεται διήγησις οὖσα τυγχάνει ἢ γεγονότων ἢ ὄντων ἢ μελλόντων;
Τί γάρ, ἔφη, ἄλλο;
Ἆρ᾽ οὖν οὐχὶ ἤτοι ἁπλῇ διηγήσει ἢ διὰ μιμήσεως γιγνομένῃ ἢ δι᾽ ἀμφοτέρων περαίνουσιν;
Καὶ τοῦτο, ἦ δ᾽ ὅς, ἔτι δέομαι σαφέστερον μαθεῖν.
Γελοῖος, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔοικα διδάσκαλος εἶναι καὶ ἀσαφής· ὥσπερ οὖν οἱ ἀδύνατοι λέγειν, οὐ κατὰ ὅλον ἀλλ᾽ ἀπολαβὼν [392e] μέρος τι πειράσομαί σοι ἐν τούτῳ δηλῶσαι ὃ βούλομαι. καί μοι εἰπέ· ἐπίστασαι τῆς Ἰλιάδος τὰ πρῶτα, ἐν οἷς ὁ ποιητής φησι τὸν μὲν Χρύσην δεῖσθαι τοῦ Ἀγαμέμνονος ἀπολῦσαι τὴν θυγατέρα, τὸν δὲ χαλεπαίνειν, τὸν δέ, ἐπειδὴ [393a] οὐκ ἐτύγχανεν, κατεύχεσθαι τῶν Ἀχαιῶν πρὸς τὸν θεόν;
Ἔγωγε.
Οἶσθ᾽ οὖν ὅτι μέχρι μὲν τούτων τῶν ἐπῶν—
καὶ ἐλίσσετο πάντας Ἀχαιούς,
Ἀτρείδα δὲ μάλιστα δύω, κοσμήτορε λαῶν
λέγει τε αὐτὸς ὁ ποιητὴς καὶ οὐδὲ ἐπιχειρεῖ ἡμῶν τὴν διάνοιαν ἄλλοσε τρέπειν ὡς ἄλλος τις ὁ λέγων ἢ αὐτός· τὰ δὲ μετὰ ταῦτα ὥσπερ αὐτὸς ὢν ὁ Χρύσης λέγει καὶ πειρᾶται [393b] ἡμᾶς ὅτι μάλιστα ποιῆσαι μὴ Ὅμηρον δοκεῖν εἶναι τὸν λέγοντα ἀλλὰ τὸν ἱερέα, πρεσβύτην ὄντα. καὶ τὴν ἄλλην δὴ πᾶσαν σχεδόν τι οὕτω πεποίηται διήγησιν περί τε τῶν ἐν Ἰλίῳ καὶ περὶ τῶν ἐν Ἰθάκῃ καὶ ὅλῃ Ὀδυσσείᾳ παθημάτων.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Οὐκοῦν διήγησις μέν ἐστιν καὶ ὅταν τὰς ῥήσεις ἑκάστοτε λέγῃ καὶ ὅταν τὰ μεταξὺ τῶν ῥήσεων;
Πῶς γὰρ οὔ;
[393c] Ἀλλ᾽ ὅταν γέ τινα λέγῃ ῥῆσιν ὥς τις ἄλλος ὤν, ἆρ᾽ οὐ τότε ὁμοιοῦν αὐτὸν φήσομεν ὅτι μάλιστα τὴν αὑτοῦ λέξιν ἑκάστῳ ὃν ἂν προείπῃ ὡς ἐροῦντα;
Φήσομεν· τί γάρ;
Οὐκοῦν τό γε ὁμοιοῦν ἑαυτὸν ἄλλῳ ἢ κατὰ φωνὴν ἢ κατὰ σχῆμα μιμεῖσθαί ἐστιν ἐκεῖνον ᾧ ἄν τις ὁμοιοῖ;
Τί μήν;
Ἐν δὴ τῷ τοιούτῳ, ὡς ἔοικεν, οὗτός τε καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταὶ διὰ μιμήσεως τὴν διήγησιν ποιοῦνται.
Πάνυ μὲν οὖν.
Εἰ δέ γε μηδαμοῦ ἑαυτὸν ἀποκρύπτοιτο ὁ ποιητής, πᾶσα [393d] ἂν αὐτῷ ἄνευ μιμήσεως ἡ ποίησίς τε καὶ διήγησις γεγονυῖα εἴη. ἵνα δὲ μὴ εἴπῃς ὅτι οὐκ αὖ μανθάνεις, ὅπως ἂν τοῦτο γένοιτο ἐγὼ φράσω. εἰ γὰρ Ὅμηρος εἰπὼν ὅτι ἦλθεν ὁ Χρύσης τῆς τε θυγατρὸς λύτρα φέρων καὶ ἱκέτης τῶν Ἀχαιῶν, μάλιστα δὲ τῶν βασιλέων, μετὰ τοῦτο μὴ ὡς Χρύσης γενόμενος ἔλεγεν ἀλλ᾽ ἔτι ὡς Ὅμηρος, οἶσθ᾽ ὅτι οὐκ ἂν μίμησις ἦν ἀλλὰ ἁπλῆ διήγησις. εἶχε δ᾽ ἂν ὧδε πως —φράσω δὲ ἄνευ μέτρου· οὐ γάρ εἰμι ποιητικός— Ἐλθὼν [393e] ὁ ἱερεὺς ηὔχετο ἐκείνοις μὲν τοὺς θεοὺς δοῦναι ἑλόντας τὴν Τροίαν αὐτοὺς σωθῆναι, τὴν δὲ θυγατέρα οἱ λῦσαι δεξαμένους ἄποινα καὶ τὸν θεὸν αἰδεσθέντας. ταῦτα δὲ εἰπόντος αὐτοῦ οἱ μὲν ἄλλοι ἐσέβοντο καὶ συνῄνουν, ὁ δὲ Ἀγαμέμνων ἠγρίαινεν ἐντελλόμενος νῦν τε ἀπιέναι καὶ αὖθις μὴ ἐλθεῖν, μὴ αὐτῷ τό τε σκῆπτρον καὶ τὰ τοῦ θεοῦ στέμματα οὐκ ἐπαρκέσοι· πρὶν δὲ λυθῆναι αὐτοῦ τὴν θυγατέρα, ἐν Ἄργει ἔφη γηράσειν μετὰ οὗ· ἀπιέναι δ᾽ ἐκέλευεν καὶ μὴ ἐρεθίζειν, [394a] ἵνα σῶς οἴκαδε ἔλθοι. ὁ δὲ πρεσβύτης ἀκούσας ἔδεισέν τε καὶ ἀπῄει σιγῇ, ἀποχωρήσας δὲ ἐκ τοῦ στρατοπέδου πολλὰ τῷ Ἀπόλλωνι ηὔχετο, τάς τε ἐπωνυμίας τοῦ θεοῦ ἀνακαλῶν καὶ ὑπομιμνῄσκων καὶ ἀπαιτῶν, εἴ τι πώποτε ἢ ἐν ναῶν οἰκοδομήσεσιν ἢ ἐν ἱερῶν θυσίαις κεχαρισμένον δωρήσαιτο· ὧν δὴ χάριν κατηύχετο τεῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα τοῖς ἐκείνου βέλεσιν. οὕτως, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ ἑταῖρε, ἄνευ [394b] μιμήσεως ἁπλῆ διήγησις γίγνεται.
Μανθάνω, ἔφη.
Μάνθανε τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι ταύτης αὖ ἐναντία γίγνεται, ὅταν τις τὰ τοῦ ποιητοῦ τὰ μεταξὺ τῶν ῥήσεων ἐξαιρῶν τὰ ἀμοιβαῖα καταλείπῃ.
Καὶ τοῦτο, ἔφη, μανθάνω, ὅτι ἔστιν τὸ περὶ τὰς τραγῳδίας τοιοῦτον.
Ὀρθότατα, ἔφην, ὑπέλαβες, καὶ οἶμαί σοι ἤδη δηλοῦν ὃ ἔμπροσθεν οὐχ οἷός τ᾽ ἦ, ὅτι τῆς ποιήσεώς τε καὶ [394c] μυθολογίας ἡ μὲν διὰ μιμήσεως ὅλη ἐστίν, ὥσπερ σὺ λέγεις, τραγῳδία τε καὶ κωμῳδία, ἡ δὲ δι᾽ ἀπαγγελίας αὐτοῦ τοῦ ποιητοῦ —εὕροις δ᾽ ἂν αὐτὴν μάλιστά που ἐν διθυράμβοις— ἡ δ᾽ αὖ δι᾽ ἀμφοτέρων ἔν τε τῇ τῶν ἐπῶν ποιήσει, πολλαχοῦ δὲ καὶ ἄλλοθι, εἴ μοι μανθάνεις.
Ἀλλὰ συνίημι, ἔφη, ὃ τότε ἐβούλου λέγειν.
Καὶ τὸ πρὸ τούτου δὴ ἀναμνήσθητι, ὅτι ἔφαμεν ἃ μὲν λεκτέον ἤδη εἰρῆσθαι, ὡς δὲ λεκτέον ἔτι σκεπτέον εἶναι.
Ἀλλὰ μέμνημαι.

[392c] Λοιπόν τότε μονάχα θα συμφωνήσομε πως αυτά πρέπει να τα παραδεχόμαστε για τους ανθρώπους, αφού πρώτα βρούμε ποιά είναι η ουσία της δικαιοσύνης και ότι αφεαυτού της είναι ωφέλιμη για κείνον που την έχει, είτε τον παραδέχουνται οι άλλοι πως είναι δίκαιος, είτε όχι.
Πολύ σωστά.
Τέλειωσε λοιπόν το ζήτημα για τους λόγους· και τώρα πρέπει, νομίζω, να εξετάσομε και για τον τρόπο που πρέπει να τους λέμε, κι έτσι θα ᾽χομε πραγματευθεί κατά βάθος και τί πρέπει να λέμε και πώς πρέπει να τα λέμε.
Δεν το κατάλαβα αυτό που θέλεις να πεις τώρα, είπε ο Αδείμαντος.
[392d] Μα όμως πρέπει, του είπα εγώ· μα ίσως έτσι θα το καταλάβεις καλύτερα. Όλα όσα λέγουν οι ποιηταί και οι μυθολόγοι δεν είναι διήγηση για πράγματα που είτε έχουν γίνει, είτε γίνονται τώρα, είτε που θα γίνουν;
Τί άλλο βέβαια;
Δε μεταχειρίζονται λοιπόν γι᾽ αυτό τους το σκοπό είτε την απλή διήγηση, είτε εκείνη που γίνεται με τη μίμηση, είτε και τους δυο αυτούς τρόπους μαζί;
Κι αυτό έχω ανάγκη ακόμα να μου δώσεις να το καταλάβω καλύτερα.
Αστείος δάσκαλος φαίνεται πως είμαι και όχι πολύ μεταδοτικός· ας κάμω λοιπόν όπως εκείνοι που δεν έχουν μεγάλη ευκολία να εκφράζονται· θα χωρίσω ένα μέρος [392e] από το όλο και μ᾽ αυτό θα προσπαθήσω να σου δώσω να καταλάβεις τί θέλω να πω. Λέγε μου λοιπόν σε παρακαλώ, ξέρεις τους πρώτους στίχους της Ιλιάδας, όπου διηγείται ο ποιητής πως ο Χρύσης ικετεύει τον Αγαμέμνονα να του δώσει πίσω με λύτρα τη θυγατέρα του, πώς εκείνος θυμώνει και τον διώχνει, και τότε ξορκίζει τον Απόλλωνα να στρέψει την οργή του πάνω στους Αχαιούς, που [393a] αρνήθηκαν να του επιστρέψουν την κόρη του;
Τους γνωρίζω βέβαια.
Ξέρεις λοιπόν πως ως τους στίχους αυτούς
Κι όλους τους Αχαιούς παρακαλούσε
μα ξέχωρα τους δυο τούς γιους του Ατρέα τους στρατηλάτες
τα διηγείται ο ίδιος ο ποιητής και ούτε ζητά να μας στρέψει αλλού το νου, ότι είναι άλλος που τα διηγείται και όχι αυτός ο ποιητής· τα παρακάτω όμως τα λέει σαν να ήταν ο ίδιος ο Χρύσης και προσπαθεί [393b] με κάθε τρόπο να μας κάνει να φανταζόμαστε πως δεν είναι ο Όμηρος που τα λέει, αλλά κείνος ο γέροντας, ο ιερέας· και σ᾽ όλη του την άλλη γενικά την ποίησή του το ίδιο σχεδόν κάνει, όταν διηγείται για τα παθήματα στο Ίλιον και στην Ιθάκη και σε ολάκερη την Οδύσσεια.
Πραγματικώς.
Δεν είναι λοιπόν διήγηση και όταν ο ίδιος λέει εκείνα που μιλούν οι άλλοι κάθε φορά και όταν διηγείται όσα γίνουνται στο μεταξύ;
Πώς όχι;
[393c] Μα όταν αναφέρει κανένα λόγο σαν να ήταν κάποιος άλλος που τον λέει, δεν παραδέχεσαι πως προσπαθεί τότε να κάμει όσο μπορεί όμοια τα λεγόμενά του με τα λόγια του κάθε προσώπου που μας παρουσιάζει για να μιλήσει;
Το παραδέχομαι, πώς όχι;
Όταν λοιπόν κανείς κάνει όμοιο τον εαυτό του με κάποιον άλλο, είτε στη φωνή, είτε στο παρουσιαστικό, δε λέμε πως τον μιμείται εκείνον;
Βεβαιότατα.
Στην περίσταση λοιπόν αυτή και ο Όμηρος και οι άλλοι ποιηταί κάνουν διήγηση μιμητική, να πούμε.
Τί άλλο βέβαια;
Αν όμως δεν ήθελε κρύψει πουθενά τον εαυτό του ο ποιητής, τότε όλη του [393d] η ποίηση και η διήγηση θα ήταν καμωμένη χωρίς μίμηση. Και για να μην πεις πάλι πως δεν καταλαβαίνεις με τί τρόπο θα γίνονταν αυτό, εγώ θα σου το εξηγήσω. Αν δηλαδή ο Όμηρος, αφού είπε πως ο ήρθε ο Χρύσης με λύτρα της κόρης του, για να παρακαλέσει τους Αχαιούς και μάλιστα τους βασιλιάδες, κατόπι εξακολουθούσε να μιλά, όχι σαν να έγινε Χρύσης, μα σαν Όμηρος ακόμη, καταλαβαίνεις πως δεν θα ήταν αυτό μίμηση αλλά απλή διήγηση. Και ιδού πώς θα ήταν τότε το ποίημα, αν και θα σου τα πω χωρίς το μέτρο, γιατί δεν είμαι δα και ποιητής:
Ήρθεν [393e] ο ιερέας και ευχόταν να τους αξιώσουν οι θεοί να πάρουν την Τρωάδα, να γυρίσουν με το καλό στην πατρίδα τους, αφού λευτερώσουν και κείνου τη θυγατέρα του παίρνοντας την ξαγορά της και σεβαστούνε το θεό. Κι αφού τα είπε αυτά, όλοι οι άλλοι τον εσεβάστηκαν και ήταν σύμφωνοι, μονάχα ο Αγαμέμνονας αγρίεψε και τον πρόσταξε να τραβηχτεί αμέσως τώρα και να μην τολμήσει να ξανάρθει, μήπως δεν τον ωφελήσουν καθόλου τα στεφάνια του θεού κι η πατερίτσα του· και πριν ξεσκλαβωθεί η θυγατέρα του, θα γεράσει, του είπε, κάτω εκεί στο Άργος μαζί του· και τον πρόσταξε να φεύγει και να μην τον ερεθίζει πιότερο, [394a] αν θέλει να φτάσει γερός στο σπίτι του. Κι ο γέροντας που τ᾽ άκουσε, τον έπιασε τρομάρα κι έφυγε χωρίς να βγάλει μιλιά, κι αφού προχώρησε μακριά απ᾽ τα καράβια, άρχισε να παρακαλεί τον Απόλλωνα, κράζοντάς τον μ᾽ όλα τα παρωνύμιά του, και να του θυμίζει αν καμιά φορά του είχε χαρίσει τίποτα που να τον είχε ευχαριστήσει, ή θυσία ξεχωριστή που να του είχε προσφέρει, ή εκκλησιά να του είχε χτίσει· και για όλ᾽ αυτά λοιπόν τον ικέτευε να τιμωρήσει τους Αχαιούς με τα βέλη του, για τα δάκρυα που τον έκαμαν να χύσει…
Μ᾽ αυτό τον τρόπο, φίλε μου, γίνεται χωρίς [394b] μίμηση η απλή διήγηση.
Ναι, κατάλαβα.
Καταλαβαίνεις λοιπόν πως το εναντίο απ᾽ αυτή τη διήγηση είναι όταν ο ποιητής βγάζει τα μεταξύ που λέει ο ίδιος και αφήνει μονάχα εκείνα που λέγουν μεταξύ τους τα πρόσωπα.
Κι αυτό το καταλαβαίνω, όπως δηλαδή γίνεται στις τραγωδίες.
Ακριβώς· και τώρα, νομίζω, σου έδωσα να καταλάβεις εκείνο που δεν μπόρεσα πριν, ότι δηλαδή είναι μια ποίηση και [394c] μυθογραφία που γίνεται αποκλειστικά με τη μίμηση, η τραγωδία και η κωμωδία, όπως το είπες και συ· και μια άλλη που γίνεται απλώς με τη διήγηση του ίδιου του ποιητή· κι αυτήν θα τη βρεις στους διθυράμβους προπάντων· υπάρχει ακόμη κι ένα τρίτο είδος από τους δύο τρόπους μαζί, όπως γίνεται στην επική ποίηση κι αλλού· με κατάλαβες λοιπόν;
Πώς· τώρα εννοώ τί ήθελες να πεις τότε.
Θυμήσου λοιπόν τώρα και τί λέγαμε πρωτύτερα απ᾽ αυτά· πως αφού ορίσαμε τί πρέπει να λέμε, μας μένει ακόμη να εξετάσομε και πώς πρέπει να τα λέμε.
Μα το θυμούμαι.