Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (390d-392b)

[390d] Ἀλλ᾽ εἴ πού τινες, ἦν δ᾽ ἐγώ, καρτερίαι πρὸς ἅπαντα καὶ λέγονται καὶ πράττονται ὑπὸ ἐλλογίμων ἀνδρῶν, θεατέον τε καὶ ἀκουστέον, οἷον καὶ τὸ—
στῆθος δὲ πλήξας κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ·
τέτλαθι δή, κραδίη· καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾽ ἔτλης.
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.
Οὐ μὲν δὴ δωροδόκους γε ἐατέον εἶναι τοὺς ἄνδρας οὐδὲ φιλοχρημάτους.
[390e] Οὐδαμῶς.
Οὐδ᾽ ᾀστέον αὐτοῖς ὅτι—
δῶρα θεοὺς πείθει, δῶρ᾽ αἰδοίους βασιλῆας·
οὐδὲ τὸν τοῦ Ἀχιλλέως παιδαγωγὸν Φοίνικα ἐπαινετέον ὡς μετρίως ἔλεγε συμβουλεύων αὐτῷ δῶρα μὲν λαβόντι ἐπαμύνειν τοῖς Ἀχαιοῖς, ἄνευ δὲ δώρων μὴ ἀπαλλάττεσθαι τῆς μήνιος. οὐδ᾽ αὐτὸν τὸν Ἀχιλλέα ἀξιώσομεν οὐδ᾽ ὁμολογήσομεν οὕτω φιλοχρήματον εἶναι, ὥστε παρὰ τοῦ Ἀγαμέμνονος δῶρα λαβεῖν, καὶ τιμὴν αὖ λαβόντα νεκροῦ [391a] ἀπολύειν, ἄλλως δὲ μὴ ᾽θέλειν.
Οὔκουν δίκαιόν γε, ἔφη, ἐπαινεῖν τὰ τοιαῦτα.
Ὀκνῶ δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, δι᾽ Ὅμηρον λέγειν ὅτι οὐδ᾽ ὅσιον ταῦτά γε κατὰ Ἀχιλλέως φάναι καὶ ἄλλων λεγόντων πείθεσθαι, καὶ αὖ ὡς πρὸς τὸν Ἀπόλλω εἶπεν—
ἔβλαψάς μ᾽ ἑκάεργε, θεῶν ὀλοώτατε πάντων·
ἦ σ᾽ ἂν τισαίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη·
[391b] καὶ ὡς πρὸς τὸν ποταμόν, θεὸν ὄντα, ἀπειθῶς εἶχεν καὶ μάχεσθαι ἕτοιμος ἦν, καὶ αὖ τὰς τοῦ ἑτέρου ποταμοῦ Σπερχειοῦ ἱερὰς τρίχας «Πατρόκλῳ ἥρωϊ», ἔφη, «κόμην ὀπάσαιμι φέρεσθαι», νεκρῷ ὄντι, καὶ ὡς ἔδρασεν τοῦτο, οὐ πειστέον· τάς τε αὖ Ἕκτορος ἕλξεις περὶ τὸ σῆμα τὸ Πατρόκλου καὶ τὰς τῶν ζωγρηθέντων σφαγὰς εἰς τὴν πυράν, σύμπαντα ταῦτα οὐ φήσομεν ἀληθῆ εἰρῆσθαι, οὐδ᾽ ἐάσομεν [391c] πείθεσθαι τοὺς ἡμετέρους ὡς Ἀχιλλεύς, θεᾶς ὢν παῖς καὶ Πηλέως, σωφρονεστάτου τε καὶ τρίτου ἀπὸ Διός, καὶ ὑπὸ τῷ σοφωτάτῳ Χείρωνι τεθραμμένος, τοσαύτης ἦν ταραχῆς πλέως, ὥστ᾽ ἔχειν ἐν αὑτῷ νοσήματε δύο ἐναντίω ἀλλήλοιν, ἀνελευθερίαν μετὰ φιλοχρηματίας καὶ αὖ ὑπερηφανίαν θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων.
Ὀρθῶς, ἔφη, λέγεις.
Μὴ τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μηδὲ τάδε πειθώμεθα μηδ᾽ ἐῶμεν λέγειν, ὡς Θησεὺς Ποσειδῶνος ὑὸς Πειρίθους τε Διὸς [391d] ὥρμησαν οὕτως ἐπὶ δεινὰς ἁρπαγάς, μηδέ τιν᾽ ἄλλον θεοῦ παῖδά τε καὶ ἥρω τολμῆσαι ἂν δεινὰ καὶ ἀσεβῆ ἐργάσασθαι, οἷα νῦν καταψεύδονται αὐτῶν· ἀλλὰ προσαναγκάζωμεν τοὺς ποιητὰς ἢ μὴ τούτων αὐτὰ ἔργα φάναι ἢ τούτους μὴ εἶναι θεῶν παῖδας, ἀμφότερα δὲ μὴ λέγειν, μηδὲ ἡμῖν ἐπιχειρεῖν πείθειν τοὺς νέους ὡς οἱ θεοὶ κακὰ γεννῶσιν, καὶ ἥρωες ἀνθρώπων οὐδὲν βελτίους· ὅπερ γὰρ ἐν τοῖς πρόσθεν [391e] ἐλέγομεν, οὔθ᾽ ὅσια ταῦτα οὔτε ἀληθῆ· ἐπεδείξαμεν γάρ που ὅτι ἐκ θεῶν κακὰ γίγνεσθαι ἀδύνατον.
Πῶς γὰρ οὔ;
Καὶ μὴν τοῖς γε ἀκούουσιν βλαβερά· πᾶς γὰρ ἑαυτῷ συγγνώμην ἕξει κακῷ ὄντι, πεισθεὶς ὡς ἄρα τοιαῦτα πράττουσίν τε καὶ ἔπραττον καὶ—
οἱ θεῶν ἀγχίσποροι,
‹οἱ› Ζηνὸς ἐγγύς, ὧν κατ᾽ Ἰδαῖον πάγον
Διὸς πατρῴου βωμός ἐστ᾽ ἐν αἰθέρι,
καὶ—
οὔ πώ σφιν ἐξίτηλον αἷμα δαιμόνων.
ὧν ἕνεκα παυστέον τοὺς τοιούτους μύθους, μὴ ἡμῖν πολλὴν [392a] εὐχέρειαν ἐντίκτωσι τοῖς νέοις πονηρίας.
Κομιδῇ μὲν οὖν, ἔφη.
Τί οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἡμῖν ἔτι λοιπὸν εἶδος λόγων πέρι ὁριζομένοις οἵους τε λεκτέον καὶ μή; περὶ γὰρ θεῶν ὡς δεῖ λέγεσθαι εἴρηται, καὶ περὶ δαιμόνων τε καὶ ἡρώων καὶ τῶν ἐν Ἅιδου.
Πάνυ μὲν οὖν.
Οὐκοῦν καὶ περὶ ἀνθρώπων τὸ λοιπὸν εἴη ἄν;
Δῆλα δή.
Ἀδύνατον δή, ὦ φίλε, ἡμῖν τοῦτό γε ἐν τῷ παρόντι τάξαι.
Πῶς;
Ὅτι οἶμαι ἡμᾶς ἐρεῖν ὡς ἄρα καὶ ποιηταὶ καὶ λογοποιοὶ [392b] κακῶς λέγουσιν περὶ ἀνθρώπων τὰ μέγιστα, ὅτι εἰσὶν ἄδικοι μὲν εὐδαίμονες πολλοί, δίκαιοι δὲ ἄθλιοι, καὶ ὡς λυσιτελεῖ τὸ ἀδικεῖν, ἐὰν λανθάνῃ, ἡ δὲ δικαιοσύνη ἀλλότριον μὲν ἀγαθόν, οἰκεία δὲ ζημία· καὶ τὰ μὲν τοιαῦτα ἀπερεῖν λέγειν, τὰ δ᾽ ἐναντία τούτων προστάξειν ᾄδειν τε καὶ μυθολογεῖν. ἢ οὐκ οἴει;
Εὖ μὲν οὖν, ἔφη, οἶδα.
Οὐκοῦν ἐὰν ὁμολογῇς ὀρθῶς με λέγειν, φήσω σε ὡμολογηκέναι ἃ πάλαι ζητοῦμεν;
Ὀρθῶς, ἔφη, ὑπέλαβες.

[390d] Μα όπου μας παρουσιάζονται παραδείγματα καρτερίας είτε στους λόγους είτε στις πράξεις γενναίων αντρών, τότε βέβαια και να τους θαυμάζομε και να τους ακούομε πρέπει, καθώς παραδείγματος χάριν το
Και χτύπησε το στήθος του κι έτσ᾽ είπε της καρδιάς του·
βάστα, καημένη μου καρδιά, κι άλλα χειρότερά ειδες.
Βεβαιότατα.
Δεν πρέπει όμως ακόμη να συγχωρήσομε να είναι φιλοχρήματοι οι φύλακές μας και να διαφθείρονται με δώρα.
[390e] Διόλου.
Ούτε να καθόμαστε να τους τραγουδούμε πως
Τα δώρα πείθουν τους θεούς, πείθουν τους βασιλιάδες·
ουδέ πρέπει να επαινούμε τον Φοίνικα, τον παιδαγωγό του Αχιλλέα, πως τάχα σωστά μιλούσε όταν τον συμβούλευε να βοηθήσει τους Αχαιούς αν λάβει δώρα, χωρίς δώρα όμως να μην παρατήσει το θυμό του. Ούτε στον ίδιο τον Αχιλλέα θα κάμομε αυτή την αδικία και θα τον παραδεχτούμε τόσο φιλοχρήματο, ώστε να πάρει δώρα από τον Αγαμέμνονα, ή να δεχτεί ξαγορά για να παραδώσει [391a] ένα πτώμα, ειδεμή να μην το παραδίνει.
Βέβαια και δεν είναι δίκιο να συμφωνούμε μ᾽ αυτά.
Εγώ τουλάχιστο διστάζω, από διάκριση για τον Όμηρο, να λέγω πως είναι ασεβή αυτά που αναφέρει για τον Αχιλλέα, ή να πιστέψω και άλλους που διηγούνται τα ίδια, και προπάντων εκείνα που είπε στον Απόλλωνα:
Κανείς απ᾽ όλους τους θεούς δεν είν᾽ κακότερός σου,
εκάεργε, μα θα σου ᾽δειχτα κι εγώ, αν θα μπορούσα·
[391b] και για την περιφρόνησή που έδειξε στον ποταμό, που ενώ ήταν θεός, ετοιμάζονταν να τον πολεμήσει· και πάλι για την κόμη του, ενώ την είχε τάξιμο του άλλου ποταμού, του Σπερχειού, λέει πως
στον Πάτροκλο τον ήρωα θέλω να την προσφέρω,
ενώ αυτός είναι νεκρός· και δεν πρέπει να πιστέψομε πως το ᾽καμε πραγματικώς τέτοιο πράγμα, καθώς και πως έσυρε το νεκρό του Έκτορα γύρω από το μνήμα του φίλου του, ούτε πως έσφαξε τους αιχμάλωτους Τρωαδίτες πάνω στην πυρά του· όλ᾽ αυτά θα επιμένομε πως δεν είναι αληθινά, ούτε θ᾽ αφήσομε [391c] τους δικούς μας να πιστεύουν πως ο Αχιλλέας, γιος μιας θεάς και του Πηλέα, του ευσεβεστάτου εκείνου ήρωα και εγγόνου του Διός, ο Αχιλλέας, λέγω, αναθραμμένος μάλιστα και από τον σοφότατο Χείρωνα, ήταν τόσο ανισορρόπος, ώστε να έχει μέσα στην ψυχή του δυο πάθη ολωσδιόλου ενάντια μεταξύ των, μια ταπεινή και πρόστυχη φιλοχρηματία από το ένα μέρος, και από τ᾽ άλλο μια περηφάνια που δε λογάριαζε ούτε θεούς ούτε ανθρώπους.
Έχεις δίκιο.
Ας μην πιστέψομε λοιπόν ακόμη, μήδ᾽ ας αφήνομε να λένε, πως ο Θησέας, γιος του Ποσειδώνος, κι ο Πειρίθους, γιος του Διός, [391d] επιχείρησαν εκείνες τις ανόσιες απαγωγές, ούτε και πως κανένας άλλος γιος θεού και ήρωας θα ήταν ικανός να κάμει τις απανθρωπίες εκείνες και τις ασέβειες που τους φορτώνουν τώρα ψέματα· μα ν᾽ αναγκάσομε τους ποιητάς ή να τις αναιρέσουν, ή να μη λένε πως είναι παιδιά θεών· και να μην επιχειρούν να πείσουν τους νέους μας και τα δυο, και πως οι θεοί γεννούν κακά παιδιά και πως οι ήρωες καθόλου καλύτεροι από τους ανθρώπους δεν είναι· γιατί, καθώς λέγαμε [391e] και πριν, δεν είναι αυτά ούτε όσια ούτε αληθινά, αφού αποδείξαμε βέβαια πως από τους θεούς δεν είναι δυνατό να προέρχεται τίποτα κακό.
Πώς βέβαια είναι δυνατό;
Κι ακόμη, πως είναι και βλαβερά για όσους τ᾽ ακούουν· γιατί ο καθένας θα δικαιώνει τον εαυτό του για τις κακές του πράξεις, αφού θα έχει πεισθεί πως τα ίδια έκαναν και κάνουν και
Όσοί ᾽ναι από το σπέρμα των θεών,
στενοί του Δία συγγενείς,
που στον αιθέρα έχουν ψηλά
πάνω στην Ίδας την κορφή
του Δία πατέρα τους βωμό
και τρέχει μες στις φλέβες των
ακόμη το αίμα των θεών.
Για όλους αυτούς τους λόγους ας καταργήσομε τους τέτοιους μύθους, μήπως [392a] γεννήσουν μέσα στην ψυχή των νέων πολλήν ευκολία για την πονηρία.
Βεβαιότατα.
Ποιό λοιπόν είδος λόγων ακόμα υπολείπεται, τώρα που ορίζομε ποιούς πρέπει να διατηρήσομε και ποιούς όχι; Γιατί είπαμε πια πώς πρέπει να μιλούμε για τους θεούς και τους ημίθεους και τους ήρωες και τον Άδη.
Ναι, τα είπαμε.
Δεν θα μας έμενε λοιπόν τώρα να μιλήσομε και για τους ανθρώπους;
Μα κα βέβαια.
Αδύνατο όμως, φίλε μου, να ταχτοποιήσομε αυτό το ζήτημα, όσο τουλάχιστο για τώρα.
Πώς;
Γιατί θα πούμε, νομίζω, πως οι ποιηταί και οι μυθογράφοι [392b] πέφτουν στο πιο μεγάλο λάθος, όταν μιλούν για τους ανθρώπους και λένε πως υπάρχουν πολλοί άδικοι που όμως είναι ευτυχισμένοι, και απεναντίας δίκαιοι που είναι δυστυχισμένοι, πως η αδικία ωφελεί, όταν κατορθώνει να κρύβεται, πως η δικαιοσύνη είναι καλό για τον άλλον, όχι όμως και για κείνον που την έχει· αυτά όμως όλα εμείς θα τους απαγορέψομε να τα λένε, και θα τους προστάξομε να ψάλλουν και να μυθολογούν ολωσδιόλου τα εναντία. Ή δεν το παραδέχεσαι;
Πολύ καλά το ξέρω.
Τότε λοιπόν, αν παραδεχτείς πως έχω δίκιο σ᾽ αυτό, δε θα συμπεράνω πως είσαι πια σύμφωνος μαζί μου σ᾽ αυτά που συζητούμε απ᾽ αρχής;
Σωστή είναι η παρατήρησή σου.