Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (394d-396e)

[394d] Τοῦτο τοίνυν αὐτὸ ἦν ὃ ἔλεγον, ὅτι χρείη διομολογήσασθαι πότερον ἐάσομεν τοὺς ποιητὰς μιμουμένους ἡμῖν τὰς διηγήσεις ποιεῖσθαι ἢ τὰ μὲν μιμουμένους, τὰ δὲ μή, καὶ ὁποῖα ἑκάτερα, ἢ οὐδὲ μιμεῖσθαι.
Μαντεύομαι, ἔφη, σκοπεῖσθαί σε εἴτε παραδεξόμεθα τραγῳδίαν τε καὶ κωμῳδίαν εἰς τὴν πόλιν, εἴτε καὶ οὔ.
Ἴσως, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἴσως δὲ καὶ πλείω ἔτι τούτων· οὐ γὰρ δὴ ἔγωγέ πω οἶδα, ἀλλ᾽ ὅπῃ ἂν ὁ λόγος ὥσπερ πνεῦμα φέρῃ, ταύτῃ ἰτέον.
Καὶ καλῶς γ᾽, ἔφη, λέγεις.
[394e] Τόδε τοίνυν, ὦ Ἀδείμαντε, ἄθρει, πότερον μιμητικοὺς ἡμῖν δεῖ εἶναι τοὺς φύλακας ἢ οὔ· ἢ καὶ τοῦτο τοῖς ἔμπροσθεν ἕπεται, ὅτι εἷς ἕκαστος ἓν μὲν ἂν ἐπιτήδευμα καλῶς ἐπιτηδεύοι, πολλὰ δ᾽ οὔ, ἀλλ᾽ εἰ τοῦτο ἐπιχειροῖ, πολλῶν ἐφαπτόμενος πάντων ἀποτυγχάνοι ἄν, ὥστ᾽ εἶναί που ἐλλόγιμος;
Τί δ᾽ οὐ μέλλει;
Οὐκοῦν καὶ περὶ μιμήσεως ὁ αὐτὸς λόγος, ὅτι πολλὰ ὁ αὐτὸς μιμεῖσθαι εὖ ὥσπερ ἓν οὐ δυνατός;
Οὐ γὰρ οὖν.
[395a] Σχολῇ ἄρα ἐπιτηδεύσει γέ τι ἅμα τῶν ἀξίων λόγου ἐπιτηδευμάτων καὶ πολλὰ μιμήσεται καὶ ἔσται μιμητικός, ἐπεί που οὐδὲ τὰ δοκοῦντα ἐγγὺς ἀλλήλων εἶναι δύο μιμήματα δύνανται οἱ αὐτοὶ ἅμα εὖ μιμεῖσθαι, οἷον κωμῳδίαν καὶ τραγῳδίαν ποιοῦντες. ἢ οὐ μιμήματε ἄρτι τούτω ἐκάλεις;
Ἔγωγε· καὶ ἀληθῆ γε λέγεις, ὅτι οὐ δύνανται οἱ αὐτοί.
Οὐδὲ μὴν ῥαψῳδοί γε καὶ ὑποκριταὶ ἅμα.
Ἀληθῆ.
Ἀλλ᾽ οὐδέ τοι ὑποκριταὶ κωμῳδοῖς τε καὶ τραγῳδοῖς οἱ [395b] αὐτοί· πάντα δὲ ταῦτα μιμήματα. ἢ οὔ;
Μιμήματα.
Καὶ ἔτι γε τούτων, ὦ Ἀδείμαντε, φαίνεταί μοι εἰς σμικρότερα κατακεκερματίσθαι ἡ τοῦ ἀνθρώπου φύσις, ὥστε ἀδύνατος εἶναι πολλὰ καλῶς μιμεῖσθαι ἢ αὐτὰ ἐκεῖνα πράττειν ὧν δὴ καὶ τὰ μιμήματά ἐστιν ἀφομοιώματα.
Ἀληθέστατα, ἦ δ᾽ ὅς.
Εἰ ἄρα τὸν πρῶτον λόγον διασώσομεν, τοὺς φύλακας ἡμῖν τῶν ἄλλων πασῶν δημιουργιῶν ἀφειμένους δεῖν εἶναι [395c] δημιουργοὺς ἐλευθερίας τῆς πόλεως πάνυ ἀκριβεῖς καὶ μηδὲν ἄλλο ἐπιτηδεύειν ὅτι μὴ εἰς τοῦτο φέρει, οὐδὲν δὴ δέοι ἂν αὐτοὺς ἄλλο πράττειν οὐδὲ μιμεῖσθαι· ἐὰν δὲ μιμῶνται, μιμεῖσθαι τὰ τούτοις προσήκοντα εὐθὺς ἐκ παίδων, ἀνδρείους, σώφρονας, ὁσίους, ἐλευθέρους, καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα, τὰ δὲ ἀνελεύθερα μήτε ποιεῖν μήτε δεινοὺς εἶναι μιμήσασθαι, μηδὲ ἄλλο μηδὲν τῶν αἰσχρῶν, ἵνα μὴ ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ εἶναι [395d] ἀπολαύσωσιν. ἢ οὐκ ᾔσθησαι ὅτι αἱ μιμήσεις, ἐὰν ἐκ νέων πόρρω διατελέσωσιν, εἰς ἔθη τε καὶ φύσιν καθίστανται καὶ κατὰ σῶμα καὶ φωνὰς καὶ κατὰ τὴν διάνοιαν;
Καὶ μάλα, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐ δὴ ἐπιτρέψομεν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὧν φαμὲν κήδεσθαι καὶ δεῖν αὐτοὺς ἄνδρας ἀγαθοὺς γενέσθαι, γυναῖκα μιμεῖσθαι ἄνδρας ὄντας, ἢ νέαν ἢ πρεσβυτέραν, ἢ ἀνδρὶ λοιδορουμένην ἢ πρὸς θεοὺς ἐρίζουσάν τε καὶ μεγαλαυχουμένην, οἰομένην [395e] εὐδαίμονα εἶναι, ἢ ἐν συμφοραῖς τε καὶ πένθεσιν καὶ θρήνοις ἐχομένην· κάμνουσαν δὲ ἢ ἐρῶσαν ἢ ὠδίνουσαν, πολλοῦ καὶ δεήσομεν.
Παντάπασι μὲν οὖν, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐδέ γε δούλας τε καὶ δούλους πράττοντας ὅσα δούλων.
Οὐδὲ τοῦτο.
Οὐδέ γε ἄνδρας κακούς, ὡς ἔοικεν, δειλούς τε καὶ τὰ ἐναντία πράττοντας ὧν νυνδὴ εἴπομεν, κακηγοροῦντάς τε καὶ κωμῳδοῦντας ἀλλήλους καὶ αἰσχρολογοῦντας, μεθύοντας ἢ [396a] καὶ νήφοντας, ἢ καὶ ἄλλα ὅσα οἱ τοιοῦτοι καὶ ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις ἁμαρτάνουσιν εἰς αὑτούς τε καὶ εἰς ἄλλους, οἶμαι δὲ οὐδὲ μαινομένοις ἐθιστέον ἀφομοιοῦν αὑτοὺς ἐν λόγοις οὐδὲ ἐν ἔργοις· γνωστέον μὲν γὰρ καὶ μαινομένους καὶ πονηροὺς ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, ποιητέον δὲ οὐδὲν τούτων οὐδὲ μιμητέον.
Ἀληθέστατα, ἔφη.
Τί δέ; ἦν δ᾽ ἐγώ· χαλκεύοντας ἤ τι ἄλλο δημιουργοῦντας, [396b] ἢ ἐλαύνοντας τριήρεις ἢ κελεύοντας τούτοις, ἤ τι ἄλλο τῶν περὶ ταῦτα μιμητέον;
Καὶ πῶς; ἔφη, οἷς γε οὐδὲ προσέχειν τὸν νοῦν τούτων οὐδενὶ ἐξέσται;
Τί δέ; ἵππους χρεμετίζοντας καὶ ταύρους μυκωμένους καὶ ποταμοὺς ψοφοῦντας καὶ θάλατταν κτυποῦσαν καὶ βροντὰς καὶ πάντα αὖ τὰ τοιαῦτα ἦ μιμήσονται;
Ἀλλ᾽ ἀπείρηται αὐτοῖς, ἔφη, μήτε μαίνεσθαι μήτε μαινομένοις ἀφομοιοῦσθαι.
Εἰ ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, μανθάνω ἃ σὺ λέγεις, ἔστιν τι εἶδος λέξεώς τε καὶ διηγήσεως ἐν ᾧ ἂν διηγοῖτο ὁ τῷ ὄντι καλὸς [396c] κἀγαθός, ὁπότε τι δέοι αὐτὸν λέγειν, καὶ ἕτερον αὖ ἀνόμοιον τούτῳ εἶδος, οὗ ἂν ἔχοιτο ἀεὶ καὶ ἐν ᾧ διηγοῖτο ὁ ἐναντίως ἐκείνῳ φύς τε καὶ τραφείς.
Ποῖα δή, ἔφη, ταῦτα;
Ὁ μέν μοι δοκεῖ, ἦν δ᾽ ἐγώ, μέτριος ἀνήρ, ἐπειδὰν ἀφίκηται ἐν τῇ διηγήσει ἐπὶ λέξιν τινὰ ἢ πρᾶξιν ἀνδρὸς ἀγαθοῦ, ἐθελήσειν ὡς αὐτὸς ὢν ἐκεῖνος ἀπαγγέλλειν καὶ οὐκ αἰσχυνεῖσθαι ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ μιμήσει, μάλιστα μὲν μιμούμενος [396d] τὸν ἀγαθὸν ἀσφαλῶς τε καὶ ἐμφρόνως πράττοντα, ἐλάττω δὲ καὶ ἧττον ἢ ὑπὸ νόσων ἢ ὑπὸ ἐρώτων ἐσφαλμένον ἢ καὶ ὑπὸ μέθης ἤ τινος ἄλλης συμφορᾶς· ὅταν δὲ γίγνηται κατά τινα ἑαυτοῦ ἀνάξιον, οὐκ ἐθελήσειν σπουδῇ ἀπεικάζειν ἑαυτὸν τῷ χείρονι, εἰ μὴ ἄρα κατὰ βραχύ, ὅταν τι χρηστὸν ποιῇ, ἀλλ᾽ αἰσχυνεῖσθαι, ἅμα μὲν ἀγύμναστος ὢν τοῦ μιμεῖσθαι τοὺς τοιούτους, ἅμα δὲ καὶ δυσχεραίνων αὑτὸν ἐκμάττειν τε καὶ [396e] ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους, ἀτιμάζων τῇ διανοίᾳ, ὅτι μὴ παιδιᾶς χάριν.
Εἰκός, ἔφη.
Οὐκοῦν διηγήσει χρήσεται οἵᾳ ἡμεῖς ὀλίγον πρότερον διήλθομεν περὶ τὰ τοῦ Ὁμήρου ἔπη, καὶ ἔσται αὐτοῦ ἡ λέξις μετέχουσα μὲν ἀμφοτέρων, μιμήσεώς τε καὶ τῆς ἄλλης διηγήσεως, σμικρὸν δέ τι μέρος ἐν πολλῷ λόγῳ τῆς μιμήσεως; ἢ οὐδὲν λέγω;
Καὶ μάλα, ἔφη, οἷόν γε ἀνάγκη τὸν τύπον εἶναι τοῦ τοιούτου ῥήτορος.

[394d] Αυτό λοιπόν είναι που έλεγα· πως πρέπει να το συζητήσομε μαζί και να συμφωνήσομε αν πρέπει να επιτρέψομε στους ποιητάς να μεταχειρίζονται στις διηγήσεις των τη μίμηση, ή να συνδυάζουν τη μίμηση με την απλή διήγηση, και σε ποιές περιστάσεις τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ή αν θα τους απαγορέψομε ολότελα τη μίμηση.
Μαντεύω πως ο σκοπός σου είναι να δούμε αν θα παραδεχτούμε ή όχι την τραγωδία και την κωμωδία στην πολιτεία μας.
Ίσως· μα ίσως και κάτι περισσότερο απ᾽ αυτό· γιατί δεν ξέρω από τώρ᾽ ακόμη τίποτα, μα όπου μας φέρει σαν άνεμος ο λόγος, κατακεί θα πρέπει να τραβήξομε.
Και πολύ σωστά το λες.
[394e] Αυτό λοιπόν τώρα πρόσεξε, Αδείμαντε, αν μας συμφέρει να είναι μιμητικοί οι φύλακες ή όχι· ή μήπως βγαίνει από τα προηγούμενα και αυτό το συμπέρασμα, πως ο καθένας ένα μονάχα επάγγελμα μπορεί να κάνει καλά, κι όχι πολλά, γιατί εκείνος που καταπιάνεται με πολλά, θα αποτύχει σε όλα και δε θα κατορθώσει ποτέ να διακριθεί σε κανένα.
Πώς αλλιώς βέβαια μπορεί να ᾽ναι;
Το ίδιο λοιπόν δεν θα συμβαίνει και με τη μίμηση, πως δεν θα μπορεί δηλαδή ποτέ ο ίδιος άνθρωπος να μιμείται καλά πολλά πράγματα, όπως το ένα μόνο;
Όχι βέβαια.
[395a] Πολύ δύσκολα λοιπόν θα μπορέσει να καταγίνεται με κανένα από τα σπουδαία επαγγέλματα και συγχρόνως να μιμείται πολλά πράγματα και να είναι μιμητικός, αφού ούτε ακόμη και στις δυο εκείνες μιμήσεις που θεωρούνται τόσο σχετικές μεταξύ των, όπως είναι η τραγωδία και η κωμωδία, δεν μπορεί συγχρόνως να τα καταφέρνει καλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Ή δεν τις ονόμαζες προ ολίγου μιμήσεις και αυτές;
Μιμήσεις βέβαια· κι έχεις δίκιο πως δεν μπορεί ο ίδιος.
Ούτε βέβαια να είναι ραψωδοί συγχρόνως και υποκριταί οι ίδιοι.
Πραγματικώς.
Μα ούτε υποκριταί να είναι οι ίδιοι και στην τραγωδία [395b] και στην κωμωδία· γιατί μιμήσεις είναι κι όλ᾽ αυτά. Ή όχι;
Μιμήσεις.
Και γενικά μου φαίνεται, Αδείμαντε, πως η φύση του ανθρώπου είναι κομματιασμένη σε μικρότερες ακόμα ικανότητες, ώστε να μην μπορεί κανείς να μιμείται με επιτυχία πολλά πράγματα μαζί και να καταφέρνει εκείνα που ζητά με τη μίμηση να τα κάμει όμοια.
Έχεις μεγάλο δίκιο.
Αν λοιπόν θα επιμείνομε στην πρώτη μας εκείνη ιδέα, πως οι φρουροί μας πρέπει ν᾽ αφήνουν κάθε άλλη ενασχόληση και αποκλειστική τους δουλειά να έχουν [395c] την υπεράσπιση της ελευθερίας μας και καμιάν άλλη που δεν έχει σχέση μ᾽ αυτήν, δε θα τους επιτρέπεται ούτε να κάνουν ούτε να μιμούνται ό,τι άλλο κι αν είναι· και αν μιμούνται μόνον ό,τι έχει σχέση με τον προορισμό τους, να μιμούνται ευθύς από την παιδική τους ηλικία, την αντρεία δηλαδή, τη σωφροσύνη, την ευσέβεια, τη μεγαλοφροσύνη κι όλα τα τέτοια· ενώ κάθε ταπεινό και πρόστυχο και ό,τι άλλο από τα αισχρά ούτε να πράττουν ούτε να είναι ικανοί να το μιμούνται, μήπως από τη μίμηση καταντήσουν [395d] να γίνουν τέτοιοι. Ή δεν έχεις παρατηρήσει ότι η μίμηση, αν αρχίσει και εξακολουθήσει από μικρή ηλικία, καταντά να γίνει συνήθεια και δεύτερη φύση και στο σώμα και στη φωνή και στο χαρακτήρα;
Και πολύ μάλιστα.
Ποτέ λοιπόν δεν θα επιτρέψομε σε κείνους, που λέμε πως τους κηδεμονεύομε και που εννοούμε να γίνουν μιαν ημέρα άντρες ξεχωριστοί, να μιμούνται, άντρες αυτοί, μια γυναίκα, ή νέα ή γριά, που να μαλώνει έξαφνα με τον άντρα της, ή να τολμά να παραβγαίνει με τους θεούς και να μεγαλοπιάνεται [395e] για την ευδαιμονία της που φαντάζεται πως έχει, ή να παραδίνεται σε θρήνους και απελπισία στις συμφορές της, και πολύ ακόμη λιγότερο μια γυναίκα άρρωστη, ή ερωτευμένη, ή που να κοιλοπονά.
Διόλου βέβαια. Ούτε ακόμη δούλες και δούλους, που να κάνουν όσα είναι δουλειά τους.
Ούτε κι αυτό.
Μα ούτε και άντρες ταπεινούς και δειλούς, που να κάνουν τα εναντία απ᾽ όσα τώρα είπαμε, να βρίζουνται, να περιπαίζει ο ένας τον άλλο, να αισχρολογούν νηστικοί [396a] και μεθυσμένοι, και να πέφτουν σ᾽ όλες εκείνες τις ασχημίες που συνηθίζουν οι τέτοιοι και με τους εαυτούς των και με τους άλλους· ούτε νομίζω ακόμα πως πρέπει να συνηθίζουν να υποκρίνονται όσα λένε και κάνουν οι παράφρονες· γιατί δεν μπορεί βέβαια και να μη γνωρίζουν πως υπάρχουν και πρόστυχοι και παράφρονες και άντρες και γυναίκες, δεν πρέπει όμως να κάνουν ό,τι και εκείνοι και να τους μιμούνται.
Βέβαια και δεν πρέπει.
Τί δε; θα επιτρέπεται τάχα να μιμούνται τους σιδηρουργούς ή όποιον άλλον τεχνίτη στη δουλειά του, [396b] ή τους κωπηλάτες, ή τους κελευστές επάνω στα καράβια, ή όποιους άλλους τέτοιους;
Και πώς, αφού ούτε να γυρίσουν τα μάτια τους πάνω σε κανέν᾽ απ᾽ αυτούς θα τους επιτρέπεται;
Μα άλογα να χλιμιντρίζουν και ταύρους να μουκανιώνται και ποταμούς ν᾽ αφροκοπούνε και θάλασσες να κυματοδέρνουνται και βροντές και όλα τα τέτοια, θα τα μιμούνται τάχα;
Μα τους έχει απαγορευτεί μήτε να είναι, μήτε να μιμούνται τους μανιακούς.
Αν λοιπόν καταλαβαίνω καλά την ιδέα σου, υπάρχει ένας τρόπος να μιλά και να διηγείται [396c] ο σωστός άνθρωπος, όταν έχει ανάγκη να πει κάτι· και ένας άλλος πάλι ολωσδιόλου διαφορετικός, που τον μεταχειρίζεται χωρίς ποτέ να ξεκολλά απ᾽ αυτόν ο άνθρωπος με την ενάντια φύση και ανατροφή.
Και ποιοί είν᾽ αυτοί οι τρόποι;
Ο σωστός και μετρημένος άνθρωπος, όταν πρόκειται στη σειρά της ομιλίας του ν᾽ αναφέρει λόγια ή πράξη ενός επίσης σωστού ανθρώπου, θα προσπαθήσει να μιλήσει σαν να ήταν εκείνος ο ίδιος και δε θα ντραπεί γι᾽ αυτή τη μίμηση, μάλιστα όταν έχει να μιμηθεί [396d] έναν χρηστόν άνθρωπον που ενεργεί με σταθερότητα και με περίσκεψη, και δεν πρόκειται καθόλου για έναν που είναι καταπονεμένος από αρρώστια ή κυριευμένος από έρωτα, από μέθη, ή που βρίσκεται σε καμιάν άλλη τέτοια κατάσταση· και όταν έχει να κάμει με κανέναν ανάξιό του, ποτέ δεν θα θελήσει να παρομοιάσει στα σοβαρά τον εαυτό του με τον χειρότερό του, παρά μόνο έτσι στα πεταχτά και αν τύχει να κάνει οπωσδήποτε καμιά καλή πράξη· μα και πάλι θα ντραπεί, γιατί κι αγύμναστος θα ήτανε να μιμείται τους τέτοιους, και κακό θα του έκανε να χύνει [396e] και να πλάθει τον εαυτό του απάνω στα καλούπια χειροτέρων του προσώπων, που θα τα περιφρονούσε μέσα του, αν δεν ήταν για ένα αστείο της στιγμής.
Πολύ φυσικά.
Διήγηση λοιπόν θα μεταχειρίζεται εκείνη που είπαμε εμείς πρωτύτερα για την ποίηση του Ομήρου και που θα είναι κι απ᾽ τα δυο, και μίμηση και καθαρή διήγηση, έτσι όμως που μικρό μονάχα μέρος να ᾽ναι σ᾽ ολάκερο το λόγο η μίμηση. Ή δε λέω καλά;
Πώς; αυτός βέβαια πρέπει να ᾽ναι ο τύπος που θα μιλά ένας άνθρωπος με τέτοιο χαρακτήρα.