Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Νικίας (27.1-28.6)


[27.1] Οὐ μὴν ἀλλ᾽ ὅ γε Νικίας ἐπειρᾶτο καὶ φωνῇ καὶ προσώπῳ καὶ δεξιώσει κρείττων ὁρᾶσθαι τῶν δεινῶν, καὶ παρὰ πᾶσάν γε τὴν πορείαν ἐφ᾽ ἡμέρας ὀκτὼ βαλλόμενος καὶ τραυματιζόμενος ὑπὸ τῶν πολεμίων ἀήττητον διεφύλαττε τὴν σὺν ἑαυτῷ δύναμιν, ἄχρι οὗ Δημοσθένης ἑάλω καὶ τὸ μετ᾽ ἐκείνου στράτευμα, περὶ τὴν Πολυζήλειον αὐλὴν ἐν τῷ διαμάχεσθαι καὶ ὑπολείπεσθαι κυκλωθέν, [27.2] αὐτός τε Δημοσθένης σπασάμενος ξίφος ἔπληξε μὲν ἑαυτόν, οὐ μὴν ἀπέθανε, ταχὺ τῶν πολεμίων περισχόντων καὶ συλλαβόντων αὐτόν. [27.3] ὡς δὲ τῷ Νικίᾳ προσελάσαντες ἔφραζον οἱ Συρακούσιοι, καὶ πέμψας ἱππέας ἔγνω τὴν ἐκείνου τοῦ στρατεύματος ἅλωσιν, ἠξίου σπείσασθαι πρὸς τὸν Γύλιππον, ὅπως ἀφῶσι τοὺς Ἀθηναίους ἐκ Σικελίας, ὅμηρα λαβόντες ὑπὲρ τῶν χρημάτων ὅσα Συρακουσίοις ἀνήλωτο πρὸς τὸν πόλεμον. [27.4] οἱ δ᾽ οὐ προσεῖχον, ἀλλὰ πρὸς ὕβριν καὶ μετ᾽ ὀργῆς ἀπειλοῦντες καὶ λοιδοροῦντες ἔβαλλον, ἤδη πάντων ἐνδεῶς ἔχοντα τῶν ἀναγκαίων. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὴν νύκτα διεκαρτέρησε καὶ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν προῄει βαλλόμενος πρὸς τὸν Ἀσίναρον ποταμόν. [27.5] ἐκεῖ δὲ τοὺς μὲν οἱ πολέμιοι συνεπελθόντες ἐνέσεισαν εἰς τὸ ῥεῖθρον, οἱ δὲ φθάνοντες ὑπὸ δίψους ἐρρίπτουν αὑτούς, καὶ πλεῖστος ἐνταῦθα φθόρος ἦν καὶ ὠμότατος ἐν τῷ ποταμῷ πινόντων ἅμα καὶ σφαττομένων, ἄχρι Νικίας Γυλίππῳ προσπεσὼν εἶπεν· «ἔλεος ὑμᾶς ὦ Γύλιππε λαβέτω νικῶντας, ἐμοῦ μὲν μηθείς, ὃς ἐπὶ τηλικαύταις εὐτυχίαις ὄνομα καὶ δόξαν ἔσχον, τῶν δ᾽ ἄλλων Ἀθηναίων, ἐννοηθέντας ὅτι κοιναὶ μὲν αἱ τύχαι τοῦ πολέμου, μετρίως δ᾽ αὐταῖς καὶ πρᾴως ἐχρήσαντο ἐν οἷς εὐτύχουν Ἀθηναῖοι πρὸς ὑμᾶς». [27.6] τοιαῦτα τοῦ Νικίου λέγοντος, ἔπαθε μέν τι καὶ πρὸς τὴν ὄψιν αὐτοῦ καὶ πρὸς τοὺς λόγους ὁ Γύλιππος· ᾔδει γὰρ τοὺς Λακεδαιμονίους εὖ πεπονθότας ὑπ᾽ αὐτοῦ περὶ τὰς γενομένας διαλύσεις, μέγα δ᾽ ἡγεῖτο πρὸς δόξαν, εἰ ζῶντας ἀπάγοι τοὺς ἀντιστρατήγους. [27.7] διὸ τόν τε Νικίαν ἀναλαβὼν ἐθάρρυνε, καὶ τοὺς ἄλλους ζωγρεῖν παρήγγειλε. βραδέως δὲ τοῦ παραγγέλματος διικνουμένου, πολλῷ τῶν φονευθέντων ἐλάττους οἱ διασωθέντες ἐγένοντο· καίτοι πολλοὶ διεκλάπησαν ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν. [27.8] τοὺς δὲ φανερῶς ἑαλωκότας ἀθροίσαντες, τὰ μὲν κάλλιστα καὶ μέγιστα δένδρα τῶν παρὰ τὸν ποταμὸν ἀνέδησαν αἰχμαλώτοις πανοπλίαις, ἐστεφανωμένοι δ᾽ αὐτοὶ καὶ κοσμήσαντες ‹τοὺς ἑαυτῶν› ἵππους διαπρεπῶς, [27.9] κείραντες δὲ τοὺς τῶν πολεμίων, εἰσήλαυνον εἰς τὴν πόλιν, ἀγῶνα λαμπρότατον ὧν Ἕλληνες πρὸς Ἕλληνας ἠγωνίσαντο καὶ νίκην τελειοτάτην κράτει πλείστῳ καὶ ῥώμῃ μεγίστῃ προθυμίας καὶ ἀρετῆς κατωρθωκότες.
[28.1] Ἐκκλησίας δὲ πανδήμου Συρακουσίων καὶ τῶν συμμάχων γενομένης, Εὐρυκλῆς ὁ δημαγωγὸς ἔγραψε, πρῶτον μὲν τὴν ἡμέραν ἐν ᾗ τὸν Νικίαν ἔλαβον ἱερὰν ἔχειν, θύοντας καὶ σχολάζοντας ἔργων, Ἀσιναρίαν τὴν ἑορτὴν ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ καλοῦντας· [28.2] ἡμέρα δ᾽ ἦν τετρὰς φθίνοντος τοῦ Καρνείου μηνός, ὃν Ἀθηναῖοι Μεταγειτνιῶνα προσαγορεύουσι· τῶν δ᾽ Ἀθηναίων τοὺς μὲν οἰκέτας ἀποδόσθαι καὶ τοὺς ἄλλους συμμάχους, αὐτοὺς δὲ καὶ τοὺς ἀπὸ Σικελίας φρουρεῖν ἐμβαλόντας εἰς τὰς λατομίας πλὴν τῶν στρατηγῶν, ἐκείνους δ᾽ ἀποκτεῖναι. [28.3] ταῦτα προσδεχομένων τῶν Συρακουσίων, Ἑρμοκράτης μὲν εἰπὼν ὅτι τοῦ νικᾶν κρεῖττόν ἐστι τὸ καλῶς χρῆσθαι τῇ νίκῃ, οὐ μετρίως ἐθορυβήθη, Γύλιππον δὲ τοὺς στρατηγοὺς τῶν Ἀθηναίων ἐξαιτούμενον ζῶντας ἀγαγεῖν Λακεδαιμονίοις ὑβρίζοντες ἤδη τοῖς εὐτυχήμασιν οἱ Συρακούσιοι κακῶς ἔλεγον, ἄλλως τε καὶ παρὰ τὸν πόλεμον αὐτοῦ τὴν τραχύτητα καὶ τὸ Λακωνικὸν τῆς ἐπιστασίας οὐ ῥᾳδίως ἐνηνοχότες, [28.4] ὡς δὲ Τίμαιός φησι, καὶ μικρολογίαν τινὰ καὶ πλεονεξίαν κατεγνωκότες, ἀρρώστημα πατρῷον ἐφ᾽ ᾧ καὶ Κλεανδρίδης ὁ πατὴρ αὐτοῦ δώρων ἁλοὺς ἔφυγε, καὶ οὗτος αὐτὸς ἀπὸ τῶν χιλίων ταλάντων, ἃ Λύσανδρος ἔπεμψεν εἰς Σπάρτην, ὑφελόμενος τριάκοντα καὶ κρύψας ὑπὸ τὸν ὄροφον τῆς οἰκίας, εἶτα μηνυθείς, αἴσχιστα πάντων ἐξέπεσεν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐν τῷ Λυσάνδρου βίῳ μᾶλλον διηκρίβωται. [28.5] Δημοσθένην δὲ καὶ Νικίαν ἀποθανεῖν Τίμαιος οὔ φησιν ὑπὸ Συρακουσίων κελευσθέντας, ὡς Φίλιστος ἔγραψε καὶ Θουκυδίδης, ἀλλ᾽ Ἑρμοκράτους πέμψαντος, ἔτι τῆς ἐκκλησίας συνεστώσης, καὶ δι᾽ ἑνὸς τῶν φυλαττόντων παρέντος αὐτοὺς δι᾽ αὑτῶν ἀποθανεῖν· τὰ μέντοι σώματα πρὸς ταῖς πύλαις ἐκβληθέντα κεῖσθαι φανερὰ τοῖς δεομένοις τοῦ θεάματος. [28.6] πυνθάνομαι δὲ μέχρι νῦν ἐν Συρακούσαις ἀσπίδα κειμένην πρὸς ἱερῷ δείκνυσθαι, Νικίου μὲν λεγομένην, χρυσοῦ δὲ καὶ πορφύρας εὖ πως πρὸς ἄλληλα μεμειγμένων δι᾽ ὑφῆς συγκεκροτημένην.


[27.1] Ο Νικίας, ωστόσο, προσπαθούσε και με την ομιλία του και με την έκφραση του προσώπου του και με τη συμπεριφορά του να φαίνεται ότι δεν τον είχαν καταβάλει τα δεινά. Και σε όλη την πορεία, για οχτώ ημέρες, ενώ βαλλόταν συνεχώς και τραυματιζόταν από τους εχθρούς, διατηρούσε αήττητη τη δύναμη που είχε κάτω από τις διαταγές του, ώσπου αιχμαλωτίστηκε ο Δημοσθένης και το στράτευμα που ήταν μαζί του στην περιοχή Πολύζηλη αυλή, όταν κυκλώθηκε, ενώ είχε μείνει πίσω και πολεμούσε. [27.2] Ο ίδιος μάλιστα ο Δημοσθένης έσυρε το ξίφος του και χτυπήθηκε, αλλά δεν πέθανε, γιατί γρήγορα περικυκλώθηκε από τους εχθρούς και συνελήφθη. [27.3] Όταν οι Συρακόσιοι πλησίασαν τον Νικία και του το ανακοίνωσαν και εκείνος έστειλε ιππείς και βεβαιώθηκε για την αιχμαλωσία εκείνου του στρατεύματος, ζητούσε να κλείσει συμφωνία με τον Γύλιππο να αφήσουν οι Συρακόσιοι τους Αθηναίους να φύγουν από τη Σικελία, αφού πάρουν ομήρους ως ενέχυρο για όσα χρήματα είχαν ξοδέψει για τον πόλεμο. [27.4] Εκείνοι όμως δεν έδιναν σημασία στις αξιώσεις του, αλλά με αλαζονεία και οργή απειλώντας και λοιδορώντας τον έβαλλαν εναντίον ενός ανθρώπου που του έλειπαν εντελώς όλα τα αναγκαία. Ωστόσο, περίμενε καρτερικά και εκείνη τη νύχτα και την επομένη προχωρούσε προς τον Ασίναρο ποταμό, ενώ δεχόταν συνεχώς επιθέσεις. [27.5] Εκεί οι εχθροί, που είχαν φτάσει καταδιώκοντάς τους, άλλους έριξαν στο ρεύμα, άλλοι φθάνοντας σ᾽ αυτό έπεφταν μέσα από τη δίψα. Τότε ήταν που έγινε στο ποτάμι η μεγαλύτερη και η πιο ωμή καταστροφή, αφού, την ώρα που έπιναν νερό, την ίδια στιγμή σφάζονταν, μέχρι που ο Νικίας, πέφτοντας στα πόδια που Γυλίππου, του είπε: «έλεος, Γύλιππε, τώρα που είστε νικητές, όχι για μένα, που ύστερα από τόσο μεγάλες επιτυχίες απόχτησα όνομα και δόξα, αλλά για τους άλλους Αθηναίους, έχοντας υπόψη σας ότι είναι κοινές οι τύχες του πολέμου και ότι οι Αθηναίοι, όταν έτυχε να είναι νικητές, σας συμπεριφέρθηκαν με μετριοπάθεια και πραότητα». [27.6] Μετά τα λόγια αυτά του Νικία, ο Γύλιππος συγκινήθηκε κάπως, όταν είδε την εμφάνισή του και άκουσε τα λόγια του. Γνώριζε, άλλωστε, ότι ο Νικίας είχε ευνοήσει τους Λακεδαιμονίους στις διαπραγματεύσεις που είχαν γίνει για κατάπαυση του πολέμου· εξάλλου, θεωρούσε σημαντικό για τη δόξα του, αν έφερνε στη Σπάρτη και τους αντιστρατήγους των εχθρών. [27.7] Γι᾽ αυτό, αφού σήκωσε τον Νικία, τον ενθάρρυνε και, όσο για τους υπόλοιπους, διέταξε να τους αιχμαλωτίζουν. Καθώς όμως αργούσε να μεταδοθεί η διαταγή του, οι διασωθέντες ήταν πολύ λιγότεροι από όσους είχαν σκοτωθεί. Ωστόσο, πολλούς είχαν κλέψει και αποκρύψει οι στρατιώτες. [27.8] Αφού συγκέντρωσαν όσους είχαν αιχμαλωτιστεί φανερά, κρέμασαν τις πανοπλίες των αιχμαλώτων στα πιο ωραία και πιο μεγάλα δέντρα κοντά στο ποτάμι, φόρεσαν οι ίδιοι στεφάνια, στόλισαν [27.9] τα άλογά τους μεγαλόπρεπα, κούρεψαν τις χαίτες των αλόγων των εχθρών και έμπαιναν στις Συρακούσες έχοντας επιτύχει τον πιο λαμπρό αγώνα που είχαν κάνει Έλληνες εναντίον Ελλήνων και είχαν πετύχει την πιο τέλεια νίκη με τη μεγαλύτερη δύναμη και την υπέρτατη επίδειξη προθυμίας και παλικαριάς.
[28.1] Όταν έγινε γενική συνέλευση των Συρακοσίων και των Συμμάχων τους, ο δημαγωγός Ευρυκλής το πρώτο που πρότεινε ήταν να καθιερωθεί ως ιερή η ημέρα κατά την οποία συνέλαβαν τον Νικία, κάνοντας θυσίες και απέχοντας από τις εργασίες τους· το όνομα της γιορτής να είναι Ασιναρία από τον ποταμό Ασίναρο. [28.2] Η ημέρα εκείνη ήταν η τέταρτη από το τέλος του Κάρνειου μήνα, που οι Αθηναίοι ονομάζουν Μεταγειτνιώνα. Επίσης πρότεινε να πουλήσουν τους δούλους των Αθηναίων και τους υπόλοιπους συμμάχους τους, αλλά τους ίδιους τους Αθηναίους και τους Σικελούς συμμάχους τους να τους φρουρούν ρίχνοντάς στους στα λατομεία, εκτός από τους στρατηγούς· αυτούς να τους σκοτώσουν. [28.3] Μετά την αποδοχή των προτάσεων αυτών από τους Συρακοσίους, όταν ο Ερμοκράτης είπε ότι η σωστή χρήση της νίκης είναι πιο σημαντική από την ίδια τη νίκη, αποδοκιμάστηκε άγρια. Τον Γύλιππο, εξάλλου, όταν ζήτησε να φέρει στους Λακεδαιμονίους ζωντανούς τους στρατηγούς των Αθηναίων, άρχισαν οι Συρακόσιοι να τον κακολογούν, καθώς είχαν γίνει αλαζόνες από τις επιτυχίες τους. Άλλωστε, και κατά τη διεξαγωγή του πολέμου με δυσκολία είχαν ανεχτεί την τραχύτητά του και τον λακωνικό τρόπο διοίκησης. [28.4] Όπως μάλιστα λέει ο Τίμαιος, του καταλόγιζαν και κάποια μικροπρέπεια και πλεονεξία, οικογενειακή αρρώστια, εξαιτίας της οποίας καταδικάστηκε για δωροδοκία και εξορίστηκε και ο Κλεανδρίδης, ο πατέρας του. Αλλά και ο ίδιος ο Γύλλιπος υπεξαίρεσε τριάντα τάλαντα από τα χίλια που είχε στείλει ο Λύσανδρος στη Σπάρτη, και τα έκρυψε κάτω από τη στέγη του σπιτιού του, αλλά αργότερα αποκαλύφθηκε η πράξη του και έφυγε από τη Σπάρτη με τον χειρότερο τρόπο. Αλλά αυτά έχουν εκτεθεί με περισσότερες λεπτομέρειες στη βιογραφία για τον Λύσανδρο. [28.5] Όσο για τους Δημοσθένη και Νικία, ο Τίμαιος υποστηρίζει ότι δεν εκτελέστηκαν κατόπιν διαταγής των Συρακοσίων, όπως έγραψαν ο Φίλιστος και ο Θουκυδίδης, αλλά ότι, ενώ διαρκούσε ακόμη η συνέλευση του λαού, ο Ερμοκράτης έστειλε κάποιους στη φυλακή όπου κρατούνταν οι δυο στρατηγοί· ένας από τους φύλακες τους επέτρεψε να μπουν μέσα, και τότε αυτοί αυτοκτόνησαν. Πέταξαν τα σώματά τους δίπλα στις πύλες και κείτονταν εκεί σε κοινή θέα. [28.6] Μαθαίνω ότι στις Συρακούσες μέχρι σήμερα βρίσκεται προς επίδειξη κοντά σε κάποιον ναό μια ασπίδα, που λένε ότι ήταν του Νικία, φτιαγμένη από χρυσό και πορφύρα αναμεμειγμένα μεταξύ τους με καταπληκτική ύφανση.