Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Νικίας (16.1-17.4)


[16.1] Τοῦ δὲ θέρους διελθόντος, ἐπεὶ τοὺς Συρακουσίους ἐπυνθάνετο προτέρους ἐπ᾽ αὐτοὺς ἀφίξεσθαι τεθαρρηκότας, οἱ δ᾽ ἱππεῖς ὕβρει προσελαύνοντες ἤδη πρὸς τὸ στρατόπεδον ἠρώτων, εἰ Καταναίοις συνοικήσοντες ἢ Λεοντίνους κατοικιοῦντες ἥκουσι, μόλις ὁ Νικίας ὥρμησε πλεῖν ἐπὶ Συρακούσας, [16.2] καὶ βουλόμενος ἀδεῶς καὶ καθ᾽ ἡσυχίαν ἱδρῦσαι τὸν στρατόν, ὑπέπεμψεν ἄνθρωπον ἐκ Κατάνης κελεύοντα τοὺς Συρακουσίους, εἰ βούλονται λαβεῖν ἔρημον ἀνδρῶν τὸ στρατόπεδον καὶ τὰ ὅπλα τῶν Ἀθηναίων, ἐν ἡμέρᾳ ῥητῇ πρὸς Κατάνην πανστρατιᾷ παραγενέσθαι· τῶν γὰρ Ἀθηναίων ἐν τῇ πόλει τὰ πλεῖστα διατριβόντων, ἐγνωκέναι τοὺς Συρακουσίων φίλους, ὅταν ἐκείνους προσιόντας αἴσθωνται, τάς τε πύλας καταλαμβάνειν ἅμα καὶ τὸν ναύσταθμον ὑποπιμπράναι· πολλοὺς δ᾽ εἶναι τοὺς συνεστῶτας ἤδη καὶ τὴν ἐκείνων περιμένοντας ἄφιξιν. [16.3] τοῦτ᾽ ἄριστα Νικίας ἐστρατήγησε περὶ Σικελίαν. πανστρατιᾷ γὰρ ἐξαγαγὼν τοὺς πολεμίους καὶ τὴν πόλιν ὁμοῦ τι ποιήσας ἔρημον ἀνδρῶν, αὐτὸς ἐκ Κατάνης ἀναχθείς, τῶν τε λιμένων ἐκράτησε, καὶ τῷ στρατοπέδῳ κατέλαβε χώραν, ὅθεν ἥκιστα βλαπτόμενος οἷς ἐλείπετο τῶν πολεμίων ἤλπιζεν ἐξ ὧν ἐθάρρει πολεμήσειν ἀκωλύτως. [16.4] ἐπεὶ δ᾽ ἀναστρέψαντες ἐκ Κατάνης οἱ Συρακούσιοι παρετάξαντο πρὸ τῆς πόλεως, ἐπαγαγὼν ταχὺ τοὺς Ἀθηναίους ἐκράτησε. [16.5] καὶ πολλοὺς μὲν οὐκ ἀπέκτεινε τῶν πολεμίων· οἱ γὰρ ἱππεῖς ἐμποδὼν ἐγένοντο τῇ διώξει· τοῦ δὲ ποταμοῦ διαφθείρων καὶ ἀποκόπτων τὰς γεφύρας, παρέσχεν Ἑρμοκράτει λέγειν παραθαρρύνοντι τοὺς Συρακουσίους, ὅτι γελοῖός ἐστιν ὁ Νικίας, ὅπως οὐ μαχεῖται στρατηγῶν, ὥσπερ οὐκ ἐπὶ μάχῃ πεπλευκώς. [16.6] οὐ μὴν ἀλλὰ φόβον τε καὶ κατάπληξιν ἰσχυρὰν ἐνειργάσατο τοῖς Συρακουσίοις, ὥστ᾽ ἀντὶ τῶν ὄντων τότε πεντεκαίδεκα στρατηγῶν ἑτέρους ἑλέσθαι τρεῖς, οἷς πίστιν ἔδωκεν ὁ δῆμος δι᾽ ὅρκων, ἦ μὴν ἐάσειν ἄρχειν αὐτοκράτορας. [16.7] τοῦ δ᾽ Ὀλυμπιείου πλησίον ὄντος, ὥρμησαν οἱ Ἀθηναῖοι καταλαβεῖν, πολλῶν ὄντων ἐν αὐτῷ χρυσῶν καὶ ἀργυρῶν ἀναθημάτων. ὁ δὲ Νικίας ἐπίτηδες ἀναβαλλόμενος ὑστέρησε καὶ περιεῖδε φρουρὰν εἰσελθοῦσαν παρὰ τῶν Συρακουσίων, ἡγούμενος, ἐὰν τὰ χρήματα διαρπάσωσιν οἱ στρατιῶται, τὸ μὲν κοινὸν οὐκ ὠφεληθήσεσθαι, τὴν δ᾽ αἰτίαν αὐτὸς ἕξειν τοῦ ἀσεβήματος. [16.8] τῇ δὲ νίκῃ περιβοήτῳ γενομένῃ χρησάμενος εἰς οὐδέν, ὀλίγων ἡμερῶν διαγενομένων αὖθις ἀνεχώρησεν εἰς Νάξον, κἀκεῖ διεχείμασε, πολλὰ μὲν ἀναλίσκων στρατιᾷ τοσαύτῃ, πράττων δὲ μικρὰ πρὸς Σικελούς τινας ἀφισταμένους πρὸς αὐτόν, ὥστε τοὺς Συρακουσίους αὖθις ἀναθαρρήσαντας ἐξελάσαι πρὸς Κατάνην καὶ τήν τε χώραν τεμεῖν καὶ τὸ στρατόπεδον κατακαῦσαι τῶν Ἀθηναίων. [16.9] ἃ δὴ πάντες ᾐτιῶντο τὸν Νικίαν, ὡς ἐν τῷ διαλογίζεσθαι καὶ μέλλειν καὶ φυλάττεσθαι τὸν τῶν πράξεων ἀπολλύντα καιρόν· ἐπεὶ τάς γε πράξεις οὐδεὶς ἂν ἐμέμψατο τοῦ ἀνδρός· ὁρμήσας γὰρ ἦν ἐνεργὸς καὶ δραστήριος, ὁρμῆσαι δὲ μελλητὴς καὶ ἄτολμος.
[17.1] Ὡς δ᾽ οὖν ἐκίνησε τὴν στρατιὰν πάλιν ἐπὶ τὰς Συρακούσας, οὕτως ἐστρατήγησε καὶ μετὰ τοσαύτης ὀξύτητος ἅμα καὶ ἀσφαλείας ἐπῆλθεν, ὥστε λαθεῖν μὲν εἰς Θάψον ταῖς ναυσὶ προσμείξας καὶ ἀποβάς, φθάσαι δὲ τὰς Ἐπιπολὰς κατασχών, τῶν δὲ προσβοηθούντων λογάδων κρατήσας ‹ἀν›ελεῖν μὲν τριακοσίους, τρέψασθαι δὲ καὶ τὴν ἵππον τῶν πολεμίων, ἄμαχον εἶναι δοκοῦσαν. [17.2] ὃ δὲ πάντων μάλιστα καὶ Σικελιώτας ἐξέπληξε καὶ τοῖς Ἕλλησιν ἀπιστίαν παρέσχεν, ὀλίγῳ χρόνῳ περιετείχισε Συρακούσας, πόλιν Ἀθηνῶν οὐκ ἐλάττονα, δυσεργοτέραν δὲ χωρίων ἀνωμαλίαις καὶ θαλάσσῃ γειτνιώσῃ καὶ παρακειμένοις ἕλεσι τεῖχος κύκλῳ περὶ αὐτὴν τοσοῦτον ἀγαγεῖν. [17.3] ἀλλὰ τοῦτ᾽ ἐξεργάσασθαι μικρὸν ἐδέησε τοῦ παντός, ἄνθρωπος οὐδ᾽ ὑγιαίνοντι χρώμενος ἑαυτῷ πρὸς τοσαύτας φροντίδας, ἀλλὰ νόσον νοσῶν νεφρῖτιν, ἧς τὸ μὴ προσεκπονηθὲν ‹ἔλ›λειμμα ποιεῖσθαι δίκαιόν ἐστι, θαυμάζειν δὲ τοῦ στρατηγοῦ τὴν ἐπιμέλειαν καὶ τὴν τῶν στρατιωτῶν ἀνδραγαθίαν ἐν οἷς κατώρθουν. [17.4] ὁ μὲν γὰρ Εὐριπίδης μετὰ τὴν ἧτταν αὐτῶν καὶ τὸν ὄλεθρον γράφων ἐπικήδειον ἐποίησεν·
οἵδε Συρακοσίους ὀκτὼ νίκας ἐκράτησαν
ἄνδρες, ὅτ᾽ ἦν τὰ θεῶν ἐξ ἴσου ἀμφοτέροις·
οὐκ ὀκτὼ δὲ νίκας, ἀλλὰ πλείονας ἄν τις εὕροι Συρακουσίους νενικημένους ὑπ᾽ αὐτῶν, πρὶν ἐκ θεῶν ὄντως ἢ τύχης ἀντίστασίν τινα γενέσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, ἐπὶ πλεῖστον αἰρομένοις δυνάμεως.


[16.1] Αφού πέρασε το καλοκαίρι, καθώς έφταναν στον Νικία πληροφορίες ότι οι Συρακόσιοι είχαν αναθαρρήσει και θα τους επιτίθονταν πρώτοι, ενώ οι ιππείς τους πλησιάζοντας πια προκλητικά στο στρατόπεδο τους ρωτούσαν αν είχαν έρθει για να συγκατοικήσουν με τους Καταναίους ή να εγκαταστήσουν τους Λεοντίνους στις εστίες τους, τότε πια με το ζόρι παρακινήθηκε ο Νικίας να πλεύσει εναντίον των Συρακουσών. [16.2] Και θέλοντας να εγκαταστήσει τον στρατό με ασφάλεια και ήσυχα, έστειλε κρυφά από την Κατάνη κάποιον άνθρωπό του στους Συρακοσίους να τους προτρέψει, αν επιθυμούν να καταλάβουν έρημο το στρατόπεδο και τα όπλα των Αθηναίων, να καταφθάσουν σε ορισμένη ημέρα με όλο τον στρατό· γιατί οι Αθηναίοι περνούσαν τον περισσότερο καιρό μέσα στην πόλη και οι φίλοι των Συρακοσίων είχαν αποφασίσει, όταν αντιληφθούν ότι εκείνοι πλησιάζουν, να καταλάβουν τις πύλες και ταυτόχρονα να κάψουν κρυφά τον ναύσταθμο των Αθηναίων· πολλοί ήταν εκείνοι, τους είπε, που είχαν μυηθεί στη συνωμοσία και περίμεναν τον ερχομό τους. [16.3] Αυτό ήταν το πιο έξυπνο στρατηγικό σχέδιο του Νικία στην περιοχή της Σικελίας. Γιατί έβγαλε έξω τους εχθρούς με όλο τον στρατό τους και έτσι άδειασε την πόλη από υπερασπιστές. Ο ίδιος ανοίχτηκε από την Κατάνη, είχε υπό τον έλεγχό του τα λιμάνια και κατέλαβε μέρος για το στρατόπεδο, από όπου σύμφωνα με τις προσδοκίες του θα διεξήγε τον πόλεμο χωρίς εμπόδια, αφού ελάχιστα θα τον έβλαπταν τα μέσα στα οποία υστερούσε έναντι των αντιπάλων. [16.4] Μετά την επιστροφή τους από την Κατάνη οι Συρακόσιοι πήραν θέση μάχης μπροστά από την πόλη, αλλά ο Νικίας οδήγησε γρήγορα εναντίον τους τους Αθηναίους και τους νίκησε. [16.5] Δεν σκότωσε όμως πολλούς εχθρούς, επειδή το ιππικό τους στάθηκε εμπόδιο στην καταδίωξη. Με το να κόψει όμως ο Νικίας και να καταστρέψει τις γέφυρες του ποταμού, έδωσε στον Ερμοκράτη το δικαίωμα να λέει στους Συρακοσίους, θέλοντας να τους ενθαρρύνει, ότι ο Νικίας είναι γελοίος, αφού με τα σχέδιά του ως στρατηγού δεν πρόκειται να δώσει μάχη, σαν να μην έχει έρθει με τον στόλο γι᾽ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. [16.6] Ωστόσο, ενέβαλε φόβο και κατατρόμαξε τους Συρακοσίους, ώστε, αντί για δεκαπέντε στρατηγούς που είχαν τότε, να εκλέξουν τρεις άλλους, στους οποίους ο λαός έδωσε ένορκη υπόσχεση ότι θα τους επιτρέψει να ασκήσουν την εξουσία τους με απόλυτη δικαιοδοσία. [16.7] Εκεί κοντά ήταν το Ολυμπιείο και οι Αθηναίοι βάλθηκαν να το καταλάβουν, επειδή υπήρχαν μέσα σ᾽ αυτό πολλά χρυσά και ασημένια αφιερώματα. Ο Νικίας όμως αναβάλλοντας επίτηδες την επίθεση καθυστέρησε και επέτρεψε να μπει μέσα φρουρά των Συρακοσίων, επειδή είχε τη γνώμη ότι, εάν οι στρατιώτες άρπαζαν τα αφιερώματα, αφενός μεν η πολιτεία δεν επρόκειτο να ωφεληθεί, αφετέρου θα κατηγορούνταν ο ίδιος για την ασεβή αυτή πράξη. [16.8] Χωρίς να εκμεταλλευτεί καθόλου την περίφημη νίκη, δεν πέρασαν λίγες ημέρες και αναχώρησε πάλι για τη Νάξο. Εκεί πέρασε τον χειμώνα ξοδεύοντας πολλά για ένα τόσο μεγάλο στράτευμα και κάνοντας κάποιες μικρές μόνο ενέργειες προς ορισμένους Σικελούς που είχαν προσχωρήσει σ᾽ αυτόν, με αποτέλεσμα, ξεθαρρεύοντας πάλι οι Συρακόσιοι, να κάνουν επιδρομή προς την Κατάνη, να καταστρέψουν τον τόπο και να κάψουν το στρατόπεδο των Αθηναίων. [16.9] Γι᾽ αυτά κατηγορούσαν όλοι τον Νικία, γιατί, με το να κάνει με τον νου του σχέδια, να καθυστερεί και να φυλάγεται, έχανε την ευκαιρία για δράση. Γιατί κανένας δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον άνδρα για τη διενέργεια των επιχειρήσεων. Γιατί, όταν ξεκινούσε να κάνει κάτι, ήταν ενεργητικός και δραστήριος, αλλά, όσον αφορά στο ξεκίνημα, ήταν αναβλητικός και άτολμος.
[17.1] Όταν λοιπόν κίνησε πάλι τον στρατό του εναντίον των Συρακουσών, ηγήθηκε με τέτοιο τρόπο και επιτέθηκε με τόσο μεγάλη σφοδρότητα και ασφάλεια, ώστε να μη γίνει αντιληπτός, όταν με τον στόλο προσάραξε στη Θάψο και έκανε απόβαση· πρόφτασε μάλιστα να καταλάβει τις Επιπολές και, αφού νίκησε τους επίλεκτους άνδρες που έσπευσαν να βοηθήσουν, σκότωσε τριακόσιους από αυτούς και έτρεψε σε φυγή το ιππικό των εχθρών, που θεωρούνταν ότι ήταν ακαταμάχητο. [17.2] Εκείνο όμως που περισσότερο από όλα εντυπωσίασε τους Σικελιώτες και έκανε τους Έλληνες να μην το πιστεύουν, ήταν ότι μέσα σε λίγο καιρό απέκλεισε με τείχος τις Συρακούσες, πόλη όχι μικρότερη από την Αθήνα, αλλά που στην περίπτωσή της ήταν πιο δύσκολο να χτίσει κανείς τόσο μεγάλο τείχος κυκλικά γύρω της, λόγω εδαφικών ανωμαλιών και της γειτνίασης με τη θάλασσα και τους παρακείμενους βάλτους. [17.3] Και όμως αυτό το έργο λίγο έλειψε να το ολοκληρώσει ένας άνθρωπος που λόγω των πολλών φροντίδων ούτε και την υγεία του είχε· γιατί υπέφερε από νεφρίτιδα, στην οποία θα πρέπει να αποδώσει κανείς τη μη ολοκλήρωση του έργου του. Ωστόσο, αξίζει να θαυμάσει κανείς τη φιλοπονία του στρατηγού και τη γενναιότητα των στρατιωτών για τα όσα κατόρθωσαν. [17.4] Ο Ευριπίδης μετά την ήττα και την καταστροφή των Αθηναίων έκανε τον επικήδειο γράφοντας:
αυτοί εδώ οι άνδρες οχτώ φορές νίκησαν
τους Συρακοσίους,
όσο οι θεοί κρατούσαν αμερόληπτη
στάση απέναντι και στους δυο.
Όχι μόνο οχτώ φορές αλλά και περισσότερες μπορεί να βρει κανείς ότι είχαν ηττηθεί οι Συρακόσιοι από αυτούς, ως τη στιγμή που οι θεοί ή η τύχη εναντιώθηκαν στους Αθηναίους, όταν βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμής τους.