Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Νικίας (4.1-4.8)


[4.1] Τούτοις δ᾽ ὅτι μὲν πολὺ τὸ πρὸς δόξαν καὶ φιλοτιμίαν πανηγυρικὸν καὶ ἀγοραῖον ‹ἔν›εστιν, οὐκ ἄδηλον· ἀλλὰ τῷ λοιπῷ τρόπῳ τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἤθει πιστεύσειεν ἄν τις εὐσεβείας ἐπακολούθημα τὴν τοιαύτην χάριν καὶ δημαγωγίαν γενέσθαι· σφόδρα γὰρ ἦν τῶν ἐκπεπληγμένων τὰ δαιμόνια καὶ θειασμῷ προσκείμενος, ὥς φησι Θουκυδίδης. [4.2] ἐν δέ τινι τῶν Πασιφῶντος διαλόγων γέγραπται, ὅτι καθ᾽ ἡμέραν ἔθυε τοῖς θεοῖς, καὶ μάντιν ἔχων ἐπὶ τῆς οἰκίας προσεποιεῖτο μὲν ἀεὶ σκέπτεσθαι περὶ τῶν δημοσίων, τὰ δὲ πλεῖστα περὶ τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα περὶ τῶν ἀργυρείων μετάλλων· ἐκέκτητο γὰρ ἐν τῇ Λαυρεωτικῇ πολλά, μεγάλα μὲν εἰς πρόσοδον, οὐκ ἀκινδύνους δὲ τὰς ἐργασίας ἔχοντα, καὶ πλῆθος ἀνδραπόδων ἔτρεφεν αὐτόθι, καὶ τῆς οὐσίας ἐν ἀργυρίῳ τὸ πλεῖστον εἶχεν. [4.3] ὅθεν οὐκ ὀλίγοι περὶ αὐτὸν ἦσαν αἰτοῦντες καὶ λαμβάνοντες. ἐδίδου γὰρ οὐχ ἧττον τοῖς κακῶς ποιεῖν δυναμένοις ἢ τοῖς εὖ πάσχειν ἀξίοις, καὶ ὅλως πρόσοδος ἦν αὐτοῦ τοῖς τε πονηροῖς ἡ δειλία καὶ τοῖς χρηστοῖς ἡ φιλανθρωπία. [4.4] λαβεῖν δὲ περὶ τούτων μαρτυρίαν καὶ παρὰ τῶν κωμικῶν ἔστι. [4.5] Τηλεκλείδης μὲν γὰρ εἴς τινα τῶν συκοφαντῶν ταυτὶ πεποίηκε·
Χαρικλέης μὲν οὖν ἔδωκε μνᾶν, ἵν᾽ αὐτὸν μὴ λέγῃ,
ὡς ἔφυ τῇ μητρὶ παίδων πρῶτος ἐκ βαλλαντίου.
τέσσαρας δὲ μνᾶς ἔδωκε Νικίας Νικηράτου·
ὧν δ᾽ ἕκατι τοῦτ᾽ ἔδωκε, καίπερ εὖ εἰδὼς ἐγὼ
οὐκ ἐρῶ, φίλος γὰρ ἁνήρ, σωφρονεῖν δέ μοι δοκεῖ.
[4.6] ὁ δ᾽ ὑπ᾽ Εὐπόλιδος κωμῳδούμενος ἐν τῷ Μαρικᾷ παράγων τινὰ τῶν ἀπραγμόνων καὶ πενήτων λέγει·
‹Α.› πόσου χρόνου γὰρ συγγεγένησαι Νικίᾳ;
‹Β.› οὐδ᾽ εἶδον, εἰ μὴ ᾽ναγχος ἑστῶτ᾽ ἐν ἀγορᾷ.
‹Α.› ἁνὴρ ὁμολογεῖ Νικίαν ἑορακέναι.
καίτοι τί παθὼν ἂν εἶδεν, εἰ μὴ προὐδίδου;
‹Γ.› ἠκούσατ᾽, ὦ ξυνήλικες,
ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ Νικίαν εἰλημμένον;
‹Β.› ὑμεῖς γάρ, ὦ φρενοβλαβεῖς,
λάβοιτ᾽ ἂν ἄνδρ᾽ ἄριστον ἐν κακῷ τινι;
[4.7] ὁ δ᾽ Ἀριστοφάνους Κλέων ἀπειλῶν λέγει·
λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας καὶ Νικίαν ταράξω.
[4.8] ὑποδηλοῖ δὲ καὶ Φρύνιχος τὸ ἀθαρσὲς αὐτοῦ καὶ καταπεπληγμένον ἐν τούτοις·
ἦν γὰρ πολίτης ἀγαθός, ὡς εὖ οἶδ᾽ ἐγώ,
κοὐχ ὑποταγεὶς ἐβάδιζεν, ὥσπερ Νικίας.


[4.1] Ότι σε αυτά κρύβεται το στοιχείο του πανηγυριού και της τάσης για δημοτικότητα, με σκοπό τον εντυπωσιασμό και τα φιλόδοξα σχέδια, είναι ολοφάνερο. Εάν όμως λάβει κανείς υπόψη του την εν γένει συμπεριφορά του και το ήθος του, θα μπορούσε να πιστέψει ότι η προσπάθεια εκείνη να ευχαριστήσει τον όχλο και η τάση του για δημοτικότητα ήταν προϊόν της ευσέβειάς του· γιατί, όπως λέει ο Θουκυδίδης, ήταν από εκείνους που φοβούνταν πάρα πολύ τους θεούς και φοβερά προσκολλημένος στη θρησκεία. [4.2] Σε κάποιον μάλιστα διάλογο του Πασιφώντα είναι γραμμένο ότι θυσίαζε στους θεούς καθημερινά· διατηρούσε ακόμη και μάντη στο σπίτι του και προσποιούνταν πως σκεφτόταν συνεχώς για τις υποθέσεις του κράτους, ενώ στην πραγματικότητα τον περισσότερο καιρό ασχολούνταν με τα προσωπικά του ζητήματα και κυρίως με τα μεταλλεία αργύρου· γιατί τέτοια είχε πολλά στο Λαύριο, που του απέδιδαν βέβαια πολλά έσοδα αλλά και που η εργασία σ᾽ αυτά έκρυβε κινδύνους. Συντηρούσε εκεί μεγάλο αριθμό δούλων και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του ήταν σε ασήμι. [4.3] Γι᾽ αυτό δεν ήταν λίγοι εκείνοι που του ζητούσαν και έπαιρναν χρήματα. Και έδινε εξίσου σε όσους μπορούσαν να κάνουν κακό και σε εκείνους που άξιζε να ευεργετηθούν· γενικά, η δειλία του τον καθιστούσε προσιτό στους κακούς, ενώ η φιλανθρωπία στους χρηστούς πολίτες. [4.4] Όσο γι᾽ αυτά μπορούμε να έχουμε και τη μαρτυρία των κωμικών. [4.5] Για παράδειγμα, για κάποιον συκοφάντη ο Τηλεκλείδης γράφει τα εξής:
Ο Χαρικλής λοιπόν του έδωσε μια μνα, για να μη λέει αυτός
ότι ήταν ο πρώτος από τα νόθα παιδιά της μητέρας του.
Ο Νικίας, ο γιος του Νικηράτου, του έδωσε τέσσερις μνες·
για ποιον λόγο όμως του έδωσε αυτές, αν και το γνωρίζω καλά,
δεν θα το αναφέρω, γιατί ο άνδρας είναι φίλος
μου και κατά τη γνώμη μου συνετός.
[4.6] Κάποιος άλλος που διακωμωδείται από τον Εύπολη στο έργο του «Μαρικάς», προσπαθώντας να ξεγελάσει κάποιον αργόσχολο και φτωχό, παρουσιάζεται να του λέει:
‹Α.› Πόσον καιρό έχεις να δεις τον Νικία;
‹Β.› Δεν τον είδα, παρά μια φορά τώρα τελευταία
να στέκεται στην αγορά.
‹Α.› ο καημένος ομολογεί ότι έχει δει τον Νικία.
Γιατί όμως να τον έβλεπε, αν δεν τον είχε
πληρωμένο από πριν;
‹Γ.› Ακούσατε, συνομήλικοί μου,
ότι έχει συλληφθεί επ᾽ αυτοφώρω ο Νικίας;
‹Β.› Εσείς, θεότρελοι, θα βρίσκατε ψεγάδι
στον πιο καλό άνθρωπο;
[4.7] Ο Κλέων, εξάλλου, στον Αριστοφάνη απειλώντας λέει:
Θα αναγκάσω τους ρήτορες να σιωπήσουν
και τον Νικία να τρέμει.
[4.8] Αλλά και ο Φρύνιχος υπαινίσσεται τη δειλία και τον υπερβολικό φόβο του με τα εξής:
Ήταν γενναίος πολίτης το ξέρω προσωπικά πολύ καλά,
και, όταν βάδιζε, δεν έσκυβε, όπως ο Νικίας.