Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Νικίας (29.1-30.3)


[29.1] Τῶν δ᾽ Ἀθηναίων οἱ μὲν πλεῖστοι διεφθάρησαν ἐν ταῖς λατομίαις ὑπὸ νόσου καὶ διαίτης πονηρᾶς, εἰς ἡμέραν ἑκάστην κοτύλας δύο κριθῶν λαμβάνοντες καὶ μίαν ὕδατος, οὐκ ὀλίγοι δ᾽ ἐπράθησαν διακλαπέντες ἢ καὶ διαλαθόντες ὡς οἰκέται. [29.2] καὶ τούτους ὡς οἰκέτας ἐπώλουν στίζοντες ἵππον εἰς τὸ μέτωπον· ἀλλ᾽ † ἦσαν οἱ καὶ τοῦτο πρὸς τῷ δουλεύειν ὑπομένοντες. ἐβοήθει δὲ τούτοις ἥ τ᾽ αἰδὼς καὶ τὸ κόσμιον· ἢ γὰρ ἠλευθεροῦντο ταχέως, ἢ τιμώμενοι παρέμενον τοῖς κεκτημένοις. ἔνιοι δὲ καὶ δι᾽ Εὐριπίδην ἐσώθησαν. [29.3] μάλιστα γὰρ ὡς ἔοικε τῶν ἐκτὸς Ἑλλήνων ἐπόθησαν αὐτοῦ τὴν μοῦσαν οἱ περὶ Σικελίαν, καὶ μικρὰ τῶν ἀφικνουμένων ἑκάστοτε δείγματα καὶ γεύματα κομιζόντων ἐκμανθάνοντες ἀγαπητῶς μετεδίδοσαν ἀλλήλοις. [29.4] τότε γοῦν φασι τῶν σωθέντων οἴκαδε συχνοὺς ἀσπάζεσθαί τε τὸν Εὐριπίδην φιλοφρόνως, καὶ διηγεῖσθαι τοὺς μὲν ὅτι δουλεύοντες ἀφείθησαν, ἐκδιδάξαντες ὅσα τῶν ἐκείνου ποιημάτων ἐμέμνηντο, τοὺς δ᾽ ὅτι πλανώμενοι μετὰ τὴν μάχην τροφῆς καὶ ὕδατος μετελάμβανον τῶν μελῶν ᾄσαντες. [29.5] οὐ δεῖ δὴ θαυμάζειν ὅτι τοὺς Καυνίους φασὶ πλοίου προσφερομένου τοῖς λιμέσιν ὑπὸ λῃστρίδων διωκομένου μὴ δέχεσθαι τὸ πρῶτον, ἀλλ᾽ ἀπείργειν, εἶτα μέντοι διαπυνθανομένους εἰ γιγνώσκουσιν ᾄσματα τῶν Εὐριπίδου, φησάντων δ᾽ ἐκείνων, οὕτω παρεῖναι καὶ συγκαταγαγεῖν τὸ πλοῖον.
[30.1] Ἀθηναίοις δέ φασι τὴν συμφορὰν οὐχ ἥκιστα διὰ τὸν ἄγγελον ἄπιστον γενέσθαι. ξένος γάρ τις ὡς ἔοικεν ἀποβὰς εἰς Πειραιᾶ καὶ καθίσας ἐπὶ κουρεῖον, ὡς ἐγνωκότων ἤδη τῶν Ἀθηναίων λόγους ἐποιεῖτο περὶ τῶν γεγονότων. [30.2] ὁ δὲ κουρεὺς ἀκούσας, πρὶν ἄλλους πυνθάνεσθαι, δρόμῳ συντείνας εἰς τὸ ἄστυ καὶ προσβαλὼν τοῖς ἄρχουσιν εὐθὺς κατ᾽ ἀγορὰν ἐνέβαλε τὸν λόγον. ἐκπλήξεως δὲ καὶ ταραχῆς ὡς εἰκὸς γενομένης, οἱ μὲν ἄρχοντες ἐκκλησίαν συναγαγόντες εἰσήγαγον τὸν ἄνθρωπον· [30.3] ὡς δ᾽ ἐρωτώμενος παρ᾽ οὗ πύθοιτο, σαφὲς οὐδὲν εἶχε φράζειν, δόξας λογοποιὸς εἶναι καὶ ταράττειν τὴν πόλιν, εἰς τὸν τροχὸν καταδεθεὶς ἐστρεβλοῦτο πολὺν χρόνον, ἕως ἐπῆλθον οἱ τὸ πᾶν κακὸν ὡς εἶχεν ἀπαγγέλλοντες. οὕτω μόλις ὁ Νικίας ἐπιστεύθη παθὼν ἃ πολλάκις αὐτοῖς προεῖπεν.


[29.1] Οι περισσότεροι από τους Αθηναίους πέθαναν στα λατομεία από αρρώστιες και κακή διατροφή, γιατί έπαιρναν ημερησίως δύο κοτύλες κριθάρι και μία νερό. Δεν ήταν όμως λίγοι και εκείνοι τους οποίους έκλεψαν ή είχαν διαφύγει και πουλήθηκαν ως δούλοι· [29.2] αυτούς τους πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα, στιγματίζοντας το μέτωπό τους με σημάδι αλόγου· και υπήρχαν μερικοί που εκτός από τη δουλεία υπέμεναν και αυτό το στίγμα. Τους βοηθούσε όμως η σεμνότητα και η ευπρέπειά τους. Πράγματι, ή κέρδιζαν γρήγορα την ελευθερία τους ή έμεναν κοντά στα αφεντικά τους, έχοντας κερδίσει την εκτίμησή τους. Ορισμένοι είχαν σωθεί χάρη στον Ευριπίδη. [29.3] Όπως φαίνεται, αυτοί που από τους Έλληνες εκτός Ελλάδας αγάπησαν περισσότερο τη μούσα του ήταν οι Σικελιώτες· αποστήθιζαν μικρά δείγματα και κομμάτια της τέχνης του από αυτούς που κατέφταναν κάθε φορά και τα έφερναν εδώ από την Αθήνα και όλα χαρά τα μετέδιδαν ο ένας στον άλλον. [29.4] Λένε λοιπόν πως τότε πολλοί από τους διασωθέντες, επιστρέφοντας στην πατρίδα, ασπάζονταν με ευγνωμοσύνη τον Ευριπίδη και διηγούνταν ότι άλλοι, ενώ ήταν δούλοι, ελευθερώθηκαν, επειδή δίδαξαν στα αφεντικά τους όσα ποιήματα εκείνου θυμούνταν, άλλοι πάλι στην περιπλάνησή τους μετά τη μάχη εύρισκαν από τους Σικελιώτες τροφή και νερό, επειδή τραγούδησαν χορικά του Ευριπίδη. [29.5] Και δεν πρέπει να απορούμε γι᾽ αυτό που λένε για τους κατοίκους της Καύνου, ότι, ενώ αρχικά δεν δέχονταν, αλλά απαγόρευαν να πλησιάσει ένα πλοίο που κατευθυνόταν στα λιμάνια τους καταδιωκόμενο από πειρατές, στη συνέχεια, όταν ρώτησαν τα πληρώματα αν γνώριζαν χορικά του Ευριπίδη και εκείνα απάντησαν καταφατικά, τότε τους επέτρεψαν να περάσουν και να φέρουν το πλοίο στο λιμάνι.
[30.1] Λένε πως οι Αθηναίοι δεν πίστευαν ότι είχε συμβεί η συμφορά, και αυτό κυρίως εξαιτίας αυτού που έφερε την είδηση. Γιατί, όπως φαίνεται, κάποιος ξένος που αποβιβάστηκε στον Πειραιά και είχε καθίσει σε ένα κουρείο μιλούσε για τα γεγονότα της Σικελίας σαν αυτά να ήταν κιόλας γνωστά στους Αθηναίους. [30.2] Όταν τα άκουσε ο κουρέας, πριν τα μάθουν και άλλοι, έτρεξε ολοταχώς στην Αθήνα, συνάντησε τους άρχοντες αμέσως και στη συνέχεια διέδωσε τα νέα στην αγορά. Όπως αναμενόταν, δημιουργήθηκε πανικός και αναταραχή· οι άρχοντες συγκάλεσαν συνέλευση και παρουσίασαν τον άνθρωπο που έφερε την είδηση. [30.3] Και καθώς, όταν ρωτήθηκε από ποιον το έμαθε, δεν μπορούσε να δώσει καμιά σαφή απάντηση, έδωσε την εντύπωση ότι ήταν παραμυθάς και αναστάτωνε την πόλη· γι ᾽αυτό τον έδεσαν στον τροχό και τον βασάνισαν για πολύν καιρό, μέχρι που έφτασαν οι αγγελιαφόροι και ανάγγειλαν πώς είχε η όλη υπόθεση. Έτσι, μόλις και μετά βίας έγινε πιστευτό από τους Αθηναίους ότι ο Νικίας έπαθε όσα είχε προβλέψει και είχε πει πολλές φορές σ᾽ αυτούς.