ΧΟ. Μα νά, του Αιγέα ο γιος, ο βασιλιάς Θησέας,
550στο κάλεσμά σου ανταποκρίθηκε και φτάνει εδώ.
ΘΗΣΕΑΣ
Από παλιά και από πολλούς ακούγοντας
τον ματωμένο των ματιών σου χαλασμό,
σ᾽ αναγνωρίζω· αλλά κι απ᾽ όσα στον δρόμο μου άκουσα για σένα,
καθώς ερχόμουν, βέβαιος είμαι πια ποιός είσαι.
555Τα ρούχα σου, το σκοτεινό κεφάλι σου δείχνουν σ᾽ εμένα
πως είσαι εσύ, δύσμοιρε Οιδίποδα. Γι᾽ αυτό και συμπονώντας,
θέλω να σε ρωτήσω με ποιά ικεσία προς την πόλη
και σ᾽ εμένα στέκεις εδώ, εσύ κι η δύστυχη κοπέλα
που σε παραστέκει.
560Πες μου να μάθω. Γιατί θα πρέπει αυτό που θα ζητήσεις
να είναι κάτι φοβερό, για να με δεις να κάνω πίσω.
Ξέρω καλά την ξενιτιά, ξένος μεγάλωσα κι εγώ στα ξένα,
όπως κι εσύ, κι απ᾽ τον καθένα περισσότερο σε ξένη χώρα
πάλεψα, παίζοντας το κεφάλι μου.
565Δεν πρόκειται λοιπόν κανέναν ξένο, σαν κι εσένα,
να τον κάνω πέρα, να μην παρασταθώ για να τον σώσω.
Γιατί το ξέρω, άνθρωπος είμαι, το αύριό μου
δεν είναι περισσότερο απ᾽ ό,τι το δικό σου.
ΟΙ. Θησέα, λιγόλογη η γενναιοφροσύνη σου,
570μου επιτρέπει να πω κι εγώ δίχως ντροπή δυο λόγια.
Ποιός είμαι, ποιός ο πατέρας που με γέννησε,
ποιά η πατρίδα μου, τα είπες όλα καθαρά.
Ώστε σ᾽ εμένα πια δεν υπολείπεται άλλο τίποτε,
παρά να πω αυτό που εύχομαι να γίνει — κι εδώ ο λόγος μου
τελειώνει.
575ΘΗ. Πες το λοιπόν, τώρα αμέσως, να το μάθω.
ΟΙ. Είμαι εδώ να σου προσφέρω δώρο
το άθλιο σώμα μου — δεν έχει αξία η όψη του·
κι όμως τα κέρδη του θα δεις πως ξεπερνούν την όποια ομορφιά.
ΘΗ. Και ποιό το κέρδος που ισχυρίζεσαι πως φέρνεις;
580ΟΙ. Αυτό δεν είναι του παρόντος· θα το μάθεις στον καιρό του.
ΘΗ. Και πότε θα φανερωθεί η προσφορά σου;
ΟΙ. Όταν πεθάνω, κι εσύ φροντίσεις την ταφή μου.
ΘΗ. Μιλάς λοιπόν για τα στερνά· τ᾽ ανάμεσα όμως
ή τα λησμονείς ή και καθόλου δεν τα λογαριάζεις
585ΟΙ. Για μένα στη στερνή στιγμή όλα μαζεύονται.
ΘΗ. Έτσι όμως φαίνεται μικρή η χάρη που ζητάς.
ΟΙ. Πρόσεξε ωστόσο· μικρός ο αγώνας της δεν είναι.
ΘΗ. Για τους δικούς σου γιους μιλάς ή και για μένα;
ΟΙ. Θέλουν εκείνοι βίαια να με σηκώσουν και να με πάνε εκεί.
590ΘΗ. Αν όμως το ᾽θελες κι εσύ; καλή η εξορία δεν είναι.
ΟΙ. Κι όμως, όταν το θέλησα, δεν μ᾽ άφησαν να μείνω εκεί.
ΘΗ. Φτωχέ, χωρίς μυαλό· στις συμφορές το πείσμα δεν συμφέρει.
ΟΙ. Πρώτα να μάθεις, κι ύστερα να δίνεις συμβουλές,
προς το παρόν κρατήσου.
ΘΗ. Εξήγησε λοιπόν, γιατί χωρίς να σχηματίσω γνώμη
δεν πρέπει να μιλώ.
595ΟΙ. Έπαθα πάθη αλγεινά, Θησέα, το ᾽να μετά το άλλο.
ΘΗ. Θέλεις να πεις για της γενιάς σου την παλιά εκείνη συμφορά;
ΟΙ. Όχι, καθόλου· γι᾽ αυτήν μιλούν όλοι οι Έλληνες.
ΘΗ. Τότε ποιό μεγαλύτερο κακό σε βασανίζει,
πάνω απ᾽ την αντοχή του ανθρώπου;
ΟΙ. Άκου λοιπόν τί μου συμβαίνει· από τον τόπο μου εξορίστηκα,
600μ᾽ εξόρισαν οι γιοι που εγώ τους έσπειρα, κι απαγορεύεται
για πάντα ως πατροκτόνος πίσω να γυρίσω.
ΘΗ. Πώς γίνεται όμως να σε προσκαλούν, αλλά συνάμα
και να θέλουν χώρια απ᾽ αυτούς να μείνεις;
ΟΙ. Σ᾽ αυτό τους αναγκάζει ο δελφικός χρησμός.
ΘΗ. Ποιό πάθος ο χρησμός τούς κάνει να φοβούνται;
605ΟΙ. Είναι γραφτό τους να δεχτούν πλήγμα από τη χώρα σας.
ΘΗ. Μα πώς μπορεί ν᾽ ανάψει ξαφνικά έχθρα πικρή ανάμεσά μας;
ΟΙ. Ω φίλτατε γιε του Αιγέα, μόνο οι θεοί,
μήτε γερνούν μήτε ποτέ πεθαίνουν. Τα άλλα,
όλα ο πανδαμάτωρ χρόνος τ᾽ αντιστρέφει·
610φθίνει η γονιμότητα της γης, φθίνει του σώματος η δύναμη,
πεθαίνει η πίστη, η απιστία γεννιέται.
Ποτέ του δεν φυσά ίδιος ο άνεμος, που σμίγει φιλικά
άνθρωπο μ᾽ άνθρωπο, πόλη με πόλη.
Σ᾽ άλλους αμέσως, σ᾽ άλλους αργότερα, γυρίζουν
615σε πικρά τα ευχάριστα, και καταλήγουν πάλι φιλικά.
Έτσι και με τη Θήβα· αν τώρα η σχέση της μ᾽ εσάς
ευημερεί, καθώς κυλά αμέτρητος ο χρόνος κι αμέτρητες γεννοβολά
νύχτες και μέρες, μπορεί, γι᾽ ασήμαντη αφορμή,
620την αγαστή ομόνοιά σας με μια μάχη να την τινάξει στον αέρα.
Οπότε το δικό μου σώμα κρύο, θαμμένο κάτω από τη γη,
σ᾽ ύπνο αξύπνητο, θα πιει ζεστό το αίμα τους,
αν παραμένει ο Δίας Δίας, κι αλάθητος ο γιος του ο Φοίβος.
Αλλά δεν είναι ευχάριστο να ανακινείς λόγια ακίνητα·
625γι᾽ αυτό άσε με εμένα εκεί που άρχισα μιλώντας,
κι εσύ κράτησε μόνο την υπόσχεσή σου. Τότε ποτέ σου
δεν θα πεις για τον Οιδίποδα, πως δέχτηκες στον τόπο σου
συγκάτοικο άχρηστο, αν οι θεοί δεν μ᾽ απατήσουν.
ΧΟ. Από ώρα τώρα βασιλιά, αυτά και τέτοια
630φαίνεται στη χώρα να προσφέρει ο ξένος.
|