Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (510-548)

510 ΧΟ. δεινὸν μὲν τὸ πάλαι κείμενον ἤδη [στρ. α]
κακόν, ὦ ξεῖν᾽, ἐπεγείρειν·
ὅμως δ᾽ ἔραμαι πυθέσθαι …
ΟΙ. τί τοῦτο;
ΧΟ. τᾶς δειλαίας ἀπόρου φανείσας
ἀλγηδόνος, ᾇ ξυνέστας.
515 ΟΙ. μὴ πρὸς ξενίας ἀνοίξῃς
τᾶς σᾶς ἃ πέπονθ᾽ ἀναιδῆ.
ΧΟ. τό τοι πολὺ καὶ μηδαμὰ λῆγον
χρῄζω, ξεῖν᾽, ὀρθὸν ἄκουσμ᾽ ἀκοῦσαι.
ΟΙ. ὤμοι.
ΧΟ. στέρξον, ἱκετεύω.
ΟΙ. φεῦ φεῦ.
520 ΧΟ. πείθου· κἀγὼ γὰρ ὅσον σὺ προσχρῄζεις.

ΟΙ. ἤνεγκον κακότατ᾽, ὦ ξένοι, ἤνεγκ᾽ [αντ. α]
ἀέκων μέν, θεὸς ἴστω·
τούτων δ᾽ αὐθαίρετον οὐδέν.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐς τί;
525 ΟΙ. κακᾷ μ᾽ εὐνᾷ πόλις οὐδὲν ἴδριν
γάμων ἐνέδησεν ἄτᾳ.
ΧΟ. ἦ ματρόθεν, ὡς ἀκούω,
δυσώνυμα λέκτρ᾽ ἐπλήσω;
ΟΙ. ὤμοι, θάνατος μὲν τάδ᾽ ἀκούειν,
530 ὦ ξεῖν᾽· αὗται δὲ δύ᾽ ἐξ ἐμοῦ ‹μὲν› …
ΧΟ. πῶς φῄς;
ΟΙ. παῖδε, δύο δ᾽ ἄτα
ΧΟ. ὦ Ζεῦ.
ΟΙ. ματρὸς κοινᾶς ἀπέβλαστον ὠδῖνος.

ΧΟ. σαί τ᾽ εἴσ᾽ ἄρ᾽ ἀπόγονοί τε καὶ … [στρ. β]
535 ΟΙ. κοιναί γε πατρὸς ἀδελφεαί.
ΧΟ. ἰώ. ΟΙ. ἰὼ δῆτα μυ-
ρίων γ᾽ ἐπιστροφαὶ κακῶν.
ΧΟ. ἔπαθες ΟΙ. ἔπαθον ἄλαστ᾽ ἔχειν.
ΧΟ. ἔρεξας ΟΙ. οὐκ ἔρεξα. ΧΟ. τί γάρ; ΟΙ. ἐδεξάμην
540 δῶρον ὃ μήποτ᾽ ἐγὼ ταλακάρδιος
ἐπωφελήσας πόλεος ἐξελέσθαι.

ΧΟ. δύστανε, τί γάρ; ἔθου φόνον … [αντ. β]
ΟΙ. τί τοῦτο; τί δ᾽ ἐθέλεις μαθεῖν;
ΧΟ. πατρός; ΟΙ. παπαῖ, δευτέραν
ἔπαισας, ἐπὶ νόσῳ νόσον.
545 ΧΟ. ἔκανες … ΟΙ. ἔκανον. ἔχει δέ μοι …
ΧΟ. τί τοῦτο; ΟΙ. πρὸς δίκας τι. ΧΟ. τί γάρ; ΟΙ. ἐγὼ φράσω·
καὶ γὰρ ἄνους ἐφόνευσ᾽ ἀπό τ᾽ ὤλεσα·
νόμῳ δὲ καθαρός, ἄιδρις ἐς τόδ᾽ ἦλθον.

510ΧΟ. Φριχτό, μετά από τόσα χρόνια, ξένε,
ένα κακό που πια κοιμήθηκε, τώρα να το ξυπνάς.
Όμως με φλέγει ο πόθος να το μάθω.
ΟΙ. Τί μου ζητάς;
ΧΟ. Τη φοβερή, αδυσώπητη, οδυνηρή σου συμφορά,
που φάνηκε μπροστά σου,
κι έσμιξες μαζί της.
515ΟΙ. Μη, σ᾽ εξορκίζω στης φιλοξενίας το όνομα,
μη θες ν᾽ ανοίξεις πάλι πληγές ξεδιάντροπες.
ΧΟ. Τη διαβόητη, την ακατάπαυστη εκείνη φήμη
θέλω ν᾽ ακούσω από το στόμα σου
αν είναι αλήθεια.
ΟΙ. Αλίμονο.
ΧΟ. Σε ικετεύω, στρέξε.
ΟΙ. Αλίμονο και πάλι αλίμονο.
ΧΟ. Μην το αρνηθείς, αφού κι εγώ ό,τι ζητάς
520δεν στο αρνούμαι.

ΟΙ. Έπεσαν πάνω μου οι πιο μεγάλες, ξένοι,
συμφορές, χωρίς να θέλω τις φορτώθηκα,
μάρτυς μου ο θεός, τίποτε απ᾽ αυτά αυτόβουλο.
ΧΟ. Πώς το εννοείς;
525ΟΙ. Σε απαίσια κλίνη μ᾽ έδεσε, δίχως να ξέρω,
η πόλη, με τύφλωσε με ολέθριο γάμο.
ΧΟ. Μοιράστηκες, όπως ακούω, δυσώνυμο
κρεβάτι, πλάγιασες με τη μάνα σου.
530ΟΙ. Θάνατος είναι αυτό που ακούστηκε, κι αυτές οι δυο από μένα —
ΧΟ. Τί πας να πεις;
ΟΙ. δύο παιδιά, δυο συμφορές.
ΧΟ. Ω Δία.
ΟΙ. Βγήκαν κι οι δυο, όπως κι εγώ, από την ίδια μητρική κοιλιά.

ΧΟ. Είναι λοιπόν συνάμα κόρες σου —
535ΟΙ. και αδελφές με τον πατέρα τους.
ΧΟ. Ιώ.
ΟΙ. Ιώ. Οι συμφορές μου αμέτρητες
κι απανωτές.
ΧΟ. Έπαθες —
ΟΙ. πάθη αλησμόνητα.
ΧΟ. Έπραξες —
ΟΙ. όχι, δεν έπραξα,
ΧΟ. Και τότε τί;
540ΟΙ. Δέχτηκα δώρο από την πόλη, δυστυχία θεέ μου,
αντίδωρο στην προσφορά μου, που να μην έσωνα να το κρατήσω.

ΧΟ. Δύσμοιρε, κι άλλο ακόμη· έγινες ο φονιάς —
ΟΙ. Τί λες; τί θες να μάθεις;
ΧΟ. του πατέρα σου.
ΟΙ. Φρίκη, δεύτερο χτύπημα κι αυτό,
πληγή επάνω στην πληγή.
ΧΟ. Σκότωσες.
545ΟΙ. Σκότωσα, έχω ωστόσο με το μέρος μου —
ΧΟ. τί;
ΟΙ. και κάποιο δίκιο.
ΧΟ. Ποιό;
ΟΙ. Θα σου το πω· τον σκότωσα
μ᾽ άδειο μυαλό και τον αφάνισα·
μπροστά στον νόμο είμαι καθαρός·
δίχως να ξέρω ποιόν σκοτώνω, σκότωσα.


ΚΟΜΜΟΣ
510ΧΟΡ. Είναι βέβαια, ω ξένε, σκληρό
να ξυπνάς μια πληγή
που πια τώρα λουφάζει από χρόνια·
λαχταρώ όμως να μάθω— ΟΙΔ. Για τί πράμα;
ΧΟΡ. Για την άραχλη ανεπάντεχη εκείνη
συφορά που είχες πέσει.
ΟΙΔ. Μη, στην ξενία μας, σε ορκίζω,
μην ανοίγεις ντροπές πὄχω πάθει.
ΧΟΡ. Τόσος έγινε λόγος κι ακόμα
δε λέει ποτέ να τελειώσει·
γι᾽ αυτό θα ᾽θελα, ξένε, κι εγώ
πιο σωστά να τ᾽ ακούσω από σένα.
ΟΙΔ. Οϊμένα! ΧΟΡ. Μα στρέξε, σε ικετεύω.
ΟΙΔ. Αλί κι απ᾽ αλίμονο!
ΧΟΡ. Μη μου αρνηστείς, όπως ό,τι κι εγώ
520που μου ζήτησες.

ΟΙΔ. Την πήρ᾽ απάνω μου, ξένοι, την πήρα
χωρίς να θέλω —ο Θεός μάρτυράς μου—
τη συφορά· κι αυτεξούσιο τίποτε.
ΧΟΡ. Και πώς, πότε;
ΟΙΔ. Σε ανίερα η πόλη κρεβάτια
τέλεια ανίδεο
με κατάρατους μ᾽ έδεσε γάμους.
ΧΟΡ. Με τη μητέρα σου αλήθεια, όπως άκουα,
κακονόμαστη κλίνη μεράστηκες;
ΟΙΔ. Οϊμέ,
θάνατός μου, οϊμέ, να τ᾽ ακούω·
530κι οι δυο αυτές, οι δικές μου—
ΧΟΡ. Πώς λες; ΟΙΔ. Θυγατέρες, κατάρα διπλή—
ΧΟΡ. Ω Θεέ μου!
ΟΙΔ. Απ᾽ της ίδιας της μάνας με μένα
την κοιλιά γεννηθήκανε.

ΧΟΡ. Κι έτσι σου είναι λοιπόν θυγατέρες σου και—
ΟΙΔ. και μαζί κι αδερφές του πατέρα των.
ΧΟΡ. Ω τί φρίκη!
ΟΙΔ. Ναι φρίκη· σειρά πανωτά
το ᾽να στ᾽ άλλο κακά.
ΧΟΡ. Έπαθες. ΟΙΔ. Έπαθ᾽ αξέχαστ᾽ αβάσταχτα.
ΧΟΡ. Κι έπραξες. ΟΙΔ. Όχι, δεν έπραξα.
ΧΟΡ. Ε, πώς;
ΟΙΔ. Δέχτηκα δώρο ο βαριόμοιρος εγώ,
540που είθε να μην τ᾽ αξιωνόμουν ποτέ
απ᾽ την πόλη αμοιβή μου να το ᾽παιρνα.

ΧΟΡ. Δυστυχισμένε, πώς όχι; έκαμες φόνο—
ΟΙΔ. Τί πάλι; τί θέλεις να μάθεις;
ΧΟΡ. του πατέρα σου!
ΟΙΔ. Αλίμονο! δεύτερη μου ᾽δωσες
μαχαιριά, σε πληγή κι άλλη επάνω πληγή.
ΧΟΡ. Σκότωσες— ΟΙΔ. Σκότωσα· μα έχω για μένα—
ΧΟΡ. Τί πράμα; ΟΙΔ. Κάτι που με δικαιώνει.
ΧΟΡ. Ποιό αυτό; ΟΙΔ. Θα σου πω·
δίχως να ξέρω τί έκανα, σκότωσα
κι έτσι απ᾽ το νόμο είμαι αθώος· ανίδεος
ήρθα όπου ήρθα.


510ΧΟΡ. Είναι σκληρό τη συφορά, που τώρα πια κοιμάται, [στρ. α]
να την ξυπνάω, φίλε.
Όμως να μάθω θέλω…
ΟΙΔ. Αυτό που θέλεις ποιό είναι;
ΧΟΡ. Το μαύρο σου τον πόνο,
που ανίκητος σε βρήκε
και σε κρατάει σκλάβο.
ΟΙΔ. Ω! μη μου ξεσκεπάσεις,
σε ορκίζω στη φιλιά σου,
όσα σκληρά έχω πάθει.
ΧΟΡ. Θέλω ν᾽ ακούσω, φίλε,
σωστή την ιστορία
αυτή, που τόσο απλώθη.
ΟΙΔ. Οϊμέ! ΧΟΡ. Παρακαλώ σε,
στρέξε. ΟΙΔ. Ωχ, αλίμονό μου!
ΧΟΡ. Στρέξε· γιατί κι εγώ
520σ᾽ ό,τι γυρεύεις στρέγω.

ΟΙΔ. Έπαθα, φίλοι, συφορές, έπαθα αθέλητά μου [αντ. α]
και μάρτυρας ο θεός μου·
μα κι απ᾽ αυτές δεν ήλθε
καμιά με θέλησή μου.
ΧΟΡ. Όμως σε τί έχεις πάθει;
ΟΙΔ. Μ᾽ έμπλεξε η πολιτεία
χωρίς να το γνωρίζω
σε μισητό κρεβάτι,
σε γάμους, που αφανίζουν.
ΧΟΡ. Αλήθεια, όπως μαθαίνω,
επήρες της μητέρας
το στυγερό κρεβάτι;
ΟΙΔ. Οϊμέ! θάνατος είναι
ν᾽ ακούω τούτα, φίλε.
530Όμως αυτές οι δυο
δικές μου είναι… ΧΟΡ. Τί λες;
ΟΙΔ. Κόρες και δυο κατάρες!
ΧΟΡ. Ω Δία! ΟΙΔ. Γεννηθήκαν
από την κοιλοπόνια
ίδιας στους τρεις μας μάνας.

ΧΟΡ. Είναι λοιπόν και κόρες σου και… ΟΙΔ. και δυο αδερφάδες [στρ. β]
του πατέρα ΧΟΡ. Οϊμένα!
ΟΙΔ. και βέβαια οϊμένα!
αδιάκοπα χτυπήματα
κακομοιριάς περίσσιας.
ΧΟΡ. Έπαθες; ΟΙΔ. Έπαθα όσο
να τα θυμάμαι πάντα.
ΧΟΡ. Έκαμες… ΟΙΔ. Δεν έκαμα, όχι.
ΧΟΡ. Μα τί λοιπόν;
ΟΙΔ. Δέχτηκα δώρο,
που άμποτε ο κακομοίρης
εγώ την πολιτεία
να μην είχα βοηθήσει
540για να μη το κερδίσω.

ΧΟΡ. Δυστυχισμένε, τί λοιπόν; σκότωσες;… ΟΙΔ. Τί είναι τούτο; [αντ. β]
Σαν τί θέλεις να μάθεις;
ΧΟΡ. τον πατέρα; ΟΙΔ. Οϊμένα!
Δεύτερη μού κατάφερες
πληγή πα στην πληγή.
ΧΟΡ. Σκότωσες; ΟΙΔ. Σκότωσα· όμως
ο φόνος μου έχει κάτι...
ΧΟΡ. Τί; ΟΙΔ. να με δικαιολογήσει.
ΧΟΡ. Σαν τί; ΟΙΔ. Θενα σου πω.
Νά, δηλαδή απ᾽ ανάγκη
σκότωσα και ξολόθρεψα·
μα είμαι απ᾽ το νόμο αθώος,
γιατί χωρίς να ξέρω
έκαμα αυτό το φόνο.