Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (421-460)

ΟΙ. ἀλλ᾽ οἱ θεοί σφιν μήτε τὴν πεπρωμένην
ἔριν κατασβέσειαν, ἐν δ᾽ ἐμοὶ τέλος
αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι
ἧς νῦν ἔχονται κἀπαναίρονται δόρυ·
425 ὡς οὔτ᾽ ἂν ὃς νῦν σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχει
μείνειεν, οὔτ᾽ ἂν οὑξεληλυθὼς πάλιν
ἔλθοι ποτ᾽ αὖθις· οἵ γε τὸν φύσαντ᾽ ἐμὲ
οὕτως ἀτίμως πατρίδος ἐξωθούμενον
οὐκ ἔσχον οὐδ᾽ ἤμυναν, ἀλλ᾽ ἀνάστατος
430 αὐτοῖν ἐπέμφθην κἀξεκηρύχθην φυγάς.
εἴποις ἂν ὡς θέλοντι τοῦτ᾽ ἐμοὶ τότε
πόλις τὸ δῶρον εἰκότως κατῄνεσεν.
οὐ δῆτ᾽, ἐπεί τοι τὴν μὲν αὐτίχ᾽ ἡμέραν,
ὁπηνίκ᾽ ἔζει θυμός, ἥδιστον δέ μοι
435 τὸ κατθανεῖν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις,
οὐδεὶς ἔρωτ᾽ ἐς τόνδ᾽ ἐφαίνετ᾽ ὠφελῶν·
χρόνῳ δ᾽, ὅτ᾽ ἤδη πᾶς ὁ μόχθος ἦν πέπων,
κἀμάνθανον τὸν θυμὸν ἐκδραμόντα μοι
μείζω κολαστὴν τῶν πρὶν ἡμαρτημένων,
440 τὸ τηνίκ᾽ ἤδη τοῦτο μὲν πόλις βίᾳ
ἤλαυνέ μ᾽ ἐκ γῆς χρόνιον, οἱ δ᾽ ἐπωφελεῖν,
οἱ τοῦ πατρός, τῷ πατρὶ δυνάμενοι τὸ δρᾶν
οὐκ ἠθέλησαν, ἀλλ᾽ ἔπους σμικροῦ χάριν
φυγάς σφιν ἔξω πτωχὸς ἠλώμην ἀεί.
445 ἐκ τοῖνδε δ᾽, οὔσαιν παρθένοιν, ὅσον φύσις
δίδωσιν αὐταῖν, καὶ τροφὰς ἔχω βίου
καὶ γῆς ἄδειαν καὶ γένους ἐπάρκεσιν·
τὼ δ᾽ ἀντὶ τοῦ φύσαντος εἱλέσθην θρόνους
καὶ σκῆπτρα κραίνειν καὶ τυραννεύειν χθονός.
450 ἀλλ᾽ οὔ τι μὴ λάχωσι τοῦδε συμμάχου,
οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδε Καδμείας ποτὲ
ὄνησις ἥξει· τοῦτ᾽ ἐγᾦδα, τῆσδέ τε
μαντεῖ᾽ ἀκούων, συννοῶν τε τἀξ ἐμοῦ
παλαίφαθ᾽ ἁμοὶ Φοῖβος ἤνυσέν ποτε.
455 πρὸς ταῦτα καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῦ
μαστῆρα, κεἴ τις ἄλλος ἐν πόλει σθένει.
ἐὰν γὰρ ὑμεῖς, ὦ ξένοι, θέλητ᾽ ὁμοῦ
σὺν ταῖσδε ταῖς σεμναῖσι δημούχοις θεαῖς
ἀλκὴν ποεῖσθαι, τῇδε μὲν πόλει μέγαν
460 σωτῆρ᾽ ἀρεῖσθε, τοῖς δ᾽ ἐμοῖς ἐχθροῖς πόνους.

ΟΙ. Άμποτε οι θεοί την πεπρωμένη τους διχόνοια
να μην τη σβήσουν, αλλά σ᾽ εμένα την απόφαση ν᾽ αφήσουν
ποιό τέλος μέλλεται στη μάχη τους, που τώρα κρέμονται
κι οι δυο τους απ᾽ αυτή, ένας στον άλλον κραδαίνοντας το δόρυ.
425Μήτε λοιπόν εκείνος που κρατεί σκήπτρο και θρόνο,
εκεί να κρατηθεί, μήτε κι ο άλλος που βγήκε από την πόλη,
να ξαναμπεί ποτέ σ᾽ αυτήν. Που τον γονιό τους,
όταν άτιμα απ᾽ την πατρίδα τον απόδιωξαν,
ούτε τον κράτησαν αυτοί ούτε και τον προστάτεψαν,
αλλά ανέχτηκαν κι οι δυο να πεταχτεί στον δρόμο,
430εξόριστος να κηρυχτεί.
Μπορείς ίσως να πεις, εγώ το θέλησα, κι εύλογα
η πόλη τη χάρη αυτή μου παραχώρησε.
Όχι, σου λέω, όχι. Γιατί τη μέρα εκείνη
που μέσα μου έβραζε ο θυμός κι έλεγα πιο γλυκός
435ο θάνατος, ας με λιθοβολήσουν, κανείς
δεν θέλησε σ᾽ αυτή μου τη λαχτάρα να συντρέξει.
Και μόνον όταν, με το πέρασμα του χρόνου, ωρίμασε
ο μεγάλος σπαραγμός, όταν πια συναισθάνθηκα πόσο ξεστράτισε
η οργή μου εκείνη, γυρεύοντας εκδίκηση
σκληρότερη για τα παλιά μου κρίματα,
έγινε αυτό που έγινε· μετά από χρόνια
440η πόλη βίαια από τη γη της μ᾽ εξορίζει,
κι αυτοί που θα μπορούσαν, γιοι του πατέρα τους,
χέρι να δώσουν στον πατέρα τους, αρνήθηκαν
να κάνουν κάτι· ενώ θ᾽ αρκούσε ένας μικρός τους λόγος,
πήρα εξαιτίας τους της εξορίας τον δρόμο,
κι έτσι φτωχός εδώ κι εκεί παράδερνα.
445Αντίθετα, κι ας είναι κόρες, απ᾽ αυτές, όσο
το επιτρέπει η φύση τους, έχω τα μέσα για να ζω,
γωνιά να βάλω το κεφάλι μου, δικούς να με στηρίζουν.
Ενώ εκείνοι οι δυο, αντί για τον πατέρα τους,
προτίμησαν θρόνους και σκήπτρα να κρατούν,
σαν τύραννοι στον τόπο τους να βασιλεύουν.
450Αλλά μη νοιάζεσαι, δεν πρόκειται σ᾽ εμένα σύμμαχο να βρουν·
μήτε ποτέ θα τους προκύψει όφελος,
από την εξουσία τους στη Θήβα.
Το ξέρω αυτό καλά, ακούγοντας και τις μαντείες της κόρης μου,
συγκρίνοντας με τους παλιούς χρησμούς
που ο Φοίβος κάποτε έδωσε σ᾽ εμένα, και μου βγήκαν.
455Μετά απ᾽ αυτά, ας στείλουν και τον Κρέοντα σε ζήτησή μου,
ή κι όποιον άλλον έχει αξίωμα στην πόλη.
Φτάνει εσείς να το θελήσετε, καλοί μου ξένοι, μαζί
με τις σεμνές θεές που τους ανήκει ο τόπος,
να με στηρίξετε γερά, οπότε εξασφαλίζετε
στην πόλη σας σπουδαίο σωτήρα και στους εχθρούς μου
460την εκδίκησή μου που θα τους πονέσει.


ΟΙΔ. Μα άμποτε οι θεοί μήτε την πεπρωμένη
να σβήνανε διχόνοια τους, και να ᾽ταν
να εξαρτηθεί από μένα και το τέλος
αυτής των της αμάχης, που με λύσσα
τον έναν ενάντια τ᾽ αλλουνού αρματώνει,
κι έτσι ούτε αυτός, που τώρα έχει τους θρόνους
και τα σκήπτρα, να τα κρατούσε, ούτ᾽ ο άλλος
που διώχτηκε, ποτέ να μη γυρνούσε.
Οι άθλιοι, που εμένα το γονιό τους, όταν
απ᾽ την πατρίδα έτσι άτιμα εδιωχνόμουν,
δε με κράτησαν κι ούτε με βοηθήσαν,
μα όσο απ᾽ αυτούς, πετάχτηκα στους δρόμους
430κι εξόριστος κηρύχτηκα απ᾽ την πόλη.
Μα θα μου πεις, πως ήταν εγώ τότε
που το θέλησ᾽ αυτό και, φυσικά,
κι η πόλη δε μου αρνήστηκε τη χάρη.
Όχι λοιπόν, γιατί την ίδια εκείνη
μέρα, πὄβραζε μέσα μου η ψυχή μου,
και τόσο λαχταρούσα να πεθάνω
και να με σκότωνε ο λαός με πέτρες,
κανείς δε φάνηκε να με βοηθήσει
στη λαχτάρα μου αυτή· μα όταν πια μου είχε
με τον καιρό μερώσει ο βαρύς πόνος
κι ένιωθα πόσο με είχε παρασύρει
η οργή να εκδικηθώ τον εαυτό μου
πιο βαριά απ᾽ τα παλιά τα κρίματά μου,
440τότε ηταν που και η πόλη με τη βία
με ξόριζε, ύστερ᾽ από τόσο, από τη χώρα
και κείνοι, τα παιδιά μου, που μπορούσαν
εμένα τον πατέρα τους να σώσουν,
δεν το θέλησαν κι ενώ θα ᾽φταν᾽ ένας
μικρός των λόγος, μ᾽ άφησαν στα ξένα
εξόριστος, φτωχός να παραδέρνω.
Κι ενώ απ᾽ αυτές, αδύνατες παρθένες,
όσο των το επιτρέπ᾽ η δύναμή των,
έχω και την καθημερνή θροφή μου
και μια γωνιά της γης ασφαλισμένη
και τις φροντίδες που χρωστούν τα τέκνα
στο γονιό τους — εκείνοι επροτιμήσαν
αντίς για τον πατέρα τους τούς θρόνους
και τη βασιλική της χώρας εξουσία.
450Μα όχι, ποτέ δε θα χαρούν εμένα
σύμμαχό τους και μήτε θα τους έβγει
σε καλό των ποτέ η αρχή της Θήβας·
αυτό το ξέρω εγώ, που ακούω τώρα
κι αυτούς τους χρησμούς κι ανανοούμαι
και τους παλιούς πού ειπε για μένα ο Φοίβος
και βγήκαν όλοι· κι έτσι ας στέλλουν τώρα
τον Κρέοντα να με ζητά ή όποιον άλλο
τρανό του τόπου· γιατί αν σεις, ω ξένοι,
θελήσετε μαζί με τις τρισάγιες
αυτές προστάτισσες θεές της γης σας,
να μου γενείτε βοηθοί, θα βρείτε
μεγάλο για την πόλη αυτή σωτήρα
460που θα ᾽ναι συφορά και στους εχθρούς μου.


ΟΙΔ. Όμως οι θεοί ας μην πάψουνε ποτέ το μάλωμά τους,
που ήταν γραφτό τους, κι άμποτε μόνο σε μένα να ᾽ναι
ο τελειωμός της γρίνιας τους αυτής, που τώρ᾽ αρχίζουν
κι ο ένας απά στον άλλονε σηκώνει το κοντάρι·
κι έτσι ούτε αυτός οπού κρατεί το σκήπτρο και το θρόνο
να μείνει, ούτε κι εκείνος, που διώχτηκε από τη χώρα,
να πάει ποτέ πίσω σ᾽ αυτήν· αφού κι εμένα, όταν
απ᾽ την πατρίδα έτσι άτιμα διωχνόμουν, δε βοηθήσαν
μήτε και με διαφέντεψαν, παρά με θέλησή τους
430διώχτηκα με διαλάλημα κι έφυγα για τα ξένα.
Μπορείς να πεις πως δίκαια, μια και το πεθυμούσα,
η πολιτεία μου ᾽καμε τότες αυτή τη χάρη.
Όχι, δεν είναι αλήθεια, αφού την ίδια εκείνη ημέρα,
τότε που χόχλαζε ο θυμός κι ήταν τρανή χαρά μου
το νά ᾽βρω θάνατο και το να με πετροβολήσουν
κανείς δε φάνηκε βοηθός σ᾽ αυτή την πιθυμιά μου.
Μα ύστερ᾽ από καιρό, όταν πια όλος μου ο πόνος ήταν
μαλακωμένος κι ένιωθα πως ο θυμός μου τόσο
φούσκωσε, που βασανιστής έγινε πιο μεγάλος
απ᾽ όσο πριν αμάρτησα, τότε πια από τη μία
440η πολιτεία μ᾽ έδιωχνε με βίαν απ᾽ την πατρίδα
ύστερ᾽ από πολύν καιρό, κι από την άλλη εκείνοι,
οι γιοι, που τον πατέρα τους μπορούσαν να βοηθήσουν,
δεν το θελήσανε παρά για μια τους λέξη μόνο,
που δεν την είπαν, πάντοτες εγώ σαν ψωμοζήτης
κι απ᾽ την πατρίδα εξόριστος στα ξένα τριγυρνούσα.
Όμως από τούτες εδώ, αν κι είναι και κορίτσια
αδύνατα, όσο το μπορούν από το φυσικό τους,
έχω θροφήν όσο να ζω και τόπο για να μένω
και συνδρομή συγγενική· μα εκείνοι απ᾽ το γονιό τους
προτίμησαν καλύτερα το θρόνο να κρατούνε
και το ραβδί και να ᾽χουνε την εξουσία της χώρας.
450Μα δε θα το πιτύχουνε να ᾽χουν εμέ βοηθό τους·
μήτε ποτέ και διάφορο θα ιδούν από της Θήβας
τη βασιλεία· το ξέρω αυτό, γρικώντας από τούτη
τις προφητείες και νιώθοντας τα παλαιά τα λόγια
όσα για μένα κάποτε μου μήνυσεν ο Φοίβος.
Και τώρα και τον Κρέοντα να με ζητήσει ας στέλνουν
ή κι όποιον άλλον, που τρανός στην πολιτεία λογιέται.
Γιατί, αν εσείς, ω φίλοι μου, θελήσετε με τούτες
τις πολυσέβαστες θεές της χώρας τις προστάτρες
βοήθεια να μου δώσετε, τρανό στην πολιτεία
460προστάτη θα χαρίσετε και στους εχτρούς μου λύπες.