Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (337-384)

ΟΙ. ὦ πάντ᾽ ἐκείνω τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις
φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου τροφάς·
ἐκεῖ γὰρ οἱ μὲν ἄρσενες κατὰ στέγας
340 θακοῦσιν ἱστουργοῦντες, αἱ δὲ σύννομοι
τἄξω βίου τροφεῖα πορσύνουσ᾽ ἀεί.
σφῷν δ᾽, ὦ τέκν᾽, οὓς μὲν εἰκὸς ἦν πονεῖν τάδε,
κατ᾽ οἶκον οἰκουροῦσιν ὥστε παρθένοι,
σφὼ δ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνοιν τἀμὰ δυστήνου κακὰ
345 ὑπερπονεῖτον. ἣ μὲν ἐξ ὅτου νέας
τροφῆς ἔληξε καὶ κατίσχυσεν δέμας,
ἀεὶ μεθ᾽ ἡμῶν δύσμορος πλανωμένη,
γερονταγωγεῖ, πολλὰ μὲν κατ᾽ ἀγρίαν
ὕλην ἄσιτος νηλίπους τ᾽ ἀλωμένη,
350 πολλοῖσι δ᾽ ὄμβροις ἡλίου τε καύμασι
μοχθοῦσα τλήμων δεύτερ᾽ ἡγεῖται τὰ τῆς
οἴκοι διαίτης, εἰ πατὴρ τροφὴν ἔχοι.
σὺ δ᾽, ὦ τέκνον, πρόσθεν μὲν ἐξίκου πατρὶ
μαντεῖ᾽ ἄγουσα πάντα, Καδμείων λάθρᾳ,
355 ἃ τοῦδ᾽ ἐχρήσθη σώματος, φύλαξ δέ μου
πιστὴ κατέστης, γῆς ὅτ᾽ ἐξηλαυνόμην·
νῦν δ᾽ αὖ τίν᾽ ἥκεις μῦθον, Ἰσμήνη, πατρὶ
φέρουσα; τίς σ᾽ ἐξῆρεν οἴκοθεν στόλος;
ἥκεις γὰρ οὐ κενή γε, τοῦτ᾽ ἐγὼ σαφῶς
360 ἔξοιδα, μὴ οὐχὶ δεῖμ᾽ ἐμοὶ φέρουσά τι.
ΙΣ. ἐγὼ τὰ μὲν παθήμαθ᾽ ἅπαθον, πάτερ,
ζητοῦσα τὴν σὴν ποῦ κατοικοίης τροφήν,
παρεῖσ᾽ ἐάσω· δὶς γὰρ οὐχὶ βούλομαι
πονοῦσά τ᾽ ἀλγεῖν καὶ λέγουσ᾽ αὖθις πάλιν.
365 ἅ δ᾽ ἀμφὶ τοῖν σοῖν δυσμόροιν παίδοιν κακὰ
νῦν ἐστι, ταῦτα σημανοῦσ᾽ ἐλήλυθα.
πρὶν μὲν γὰρ αὐτοῖς ἦν ἔρως Κρέοντί τε
θρόνους ἐᾶσθαι μηδὲ χραίνεσθαι πόλιν
λοιγῷ, σκοποῦσι τὴν πάλαι γένους φθοράν,
370 οἵα κατέσχε τὸν σὸν ἄθλιον δόμον·
νῦν δ᾽ ἐκ θεῶν του κἀξ ἀλειτηροῦ φρενὸς
εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή,
ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῦ.
χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγὼς
375 τὸν πρόσθε γεννηθέντα Πολυνείκη θρόνων
ἀποστερίσκει, κἀξελήλακεν πάτρας.
ὅ δ᾽, ὡς καθ᾽ ἡμᾶς ἔσθ᾽ ὁ πληθύων λόγος,
τὸ κοῖλον Ἄργος βὰς φυγὰς προσλαμβάνει
κῆδός τε καινὸν καὶ ξυνασπιστὰς φίλους,
380 ὡς αὐτίκ᾽ Ἄργος ἢ τὸ Καδμείων πέδον
τιμῇ καθέξον, ἢ πρὸς οὐρανὸν βιβῶν.
ταῦτ᾽ οὐκ ἀριθμός ἐστιν, ὦ πάτερ, λόγων,
ἀλλ᾽ ἔργα δεινά· τοὺς δὲ σοὺς ὅπῃ θεοὶ
πόνους κατοικτιοῦσιν οὐκ ἔχω μαθεῖν.

ΟΙ. Κατάλαβα. Εκείνοι οι δυο πήρανε τις συνήθειες
της Αιγύπτου στο φυσικό τους και στον τρόπο της ζωής.
Εκεί οι άντρες κάθονται στο σπίτι υφαίνοντας
340στον αργαλειό, ενώ οι γυναίκες όλη μέρα τρέχουν έξω
για τη ζήση τους.
Έτσι, παιδιά μου, και μ᾽ εσάς· αυτοί που είναι φυσικό
τα βάρη της ζωής να αναλαμβάνουν, στο σπίτι την αράζουν
σαν μιξοπαρθένες, ενώ στη θέση τους σκοτώνεστε οι δυο
με τα δικά μου βάσανα.
345Η μια, αφότου ξεπετάχτηκε κι έδεσε το κορμάκι της,
μέρα και νύχτα σέρνεται μαζί μου η δύσμοιρη,
ενός γερόντιου οδηγός· περιπλανιέται σ᾽ άγρια δάση,
ξυπόλυτη πολλές φορές και νηστική· τη δέρνουν
350η βροχή και το λιοπύρι, κι αυτή κατάκοπη, μήτε που σκέφτεται
τις χάρες του σπιτιού, φτάνει ο πατέρας της
να ᾽χει το φαγητό του.
Αλλά κι εσύ, κορίτσι μου, άλλοτε έφερνες, για τ᾽ άθλιο κορμί μου,
όλους τους δελφικούς χρησμούς, απ᾽ τους Καδμείους κρυφά·
355ύστερα έγινες πιστός μου φύλακας, όταν με πέταξαν
έξω απ᾽ την πόλη.
Και τώρα, Ισμήνη, ποιό το μήνυμα που φέρνεις στον πατέρα σου;
ποιά σε ξεσήκωσε από το σπίτι αποστολή;
Δεν έρχεσαι όμως μ᾽ άδεια χέρια, γι᾽ αυτό είμαι βέβαιος,
360ανίσως και δεν φέρνεις μαντάτο φοβερό για μένα.
ΙΣ. Εγώ τα πάθη που έπαθα, πατέρα, γυρεύοντας να βρω
πού μένεις και πού ζεις, τ᾽ αφήνω κατά μέρος.
Γιατί δεν θέλω δυο φορές να βασανίζομαι,
τη μια υποφέροντας, την άλλη μιλώντας για το βάσανό μου.
Εκείνα όμως τα κακά, σ᾽ αυτά που τώρα μπλέχτηκαν
365οι δύσμοιροί σου γιοι, ήλθα εδώ να σου τα φανερώσω.
Πρώτα λοιπόν τους συνεπήρε ο πόθος, στον Κρέοντα
ν᾽ αφήσουν εξουσία και θρόνο, να καθαρίσει η πόλη
από το μίασμα — είχαν στον νου τους την κατάρα
της παλιάς γενιάς, αυτή που κλόνισε
370συθέμελα τον οίκο σας.
Όμως μετά μπορεί ένας θεός να τους παγίδεψε
και τ᾽ άρρωστο μυαλό τους.
Έτσι ανάμεσά τους, στους τρισάθλιους, διχόνοια ξέσπασε,
να θέλουνε κι οι δυο να πάρουν την αρχή,
το σκήπτρο το βασιλικό στο χέρι να κρατήσουν.
Τότε ο πιο νέος, μικρότερος στα χρόνια, από τον μεγαλύτερο
375και τον πρωτότοκο, τον Πολυνείκη, ολότελα στερεί
και εξουσία και θρόνο, ώσπου τον έδιωξε κι απ᾽ την πατρίδα.
Και αυτός, όπως οι περισσότεροι το λεν᾽ στη Θήβα, εξόριστος
κατέφυγε στο κοίλο Άργος κι έδεσε εκεί μ᾽ άλλους σχέσεις στενές,
συμμάχους έκανε ασπιδοφόρους φίλους,
380με μιαν ιδέα στο μυαλό· ή των Καδμείων τη γη
το Άργος να υποτάξει με τιμή, ή με την ήττα του
στα ύψη τους Καδμείους ν᾽ ανεβάσει.
Κι αυτά, πατέρα, λόγια δεν είναι φλύαρα του ανέμου,
για έργα πρόκειται, που να τα σκέφτεσαι και να σε πιάνει φρίκη.
Όσο για τα δικά σου βάσανα, αν οι θεοί θα δείξουν
τη συμπόνια τους, δεν είμαι εγώ σε θέση να το ξέρω.


ΟΙΔ. Ω πόσο έμοιασαν σ᾽ όλα τους εκείνοι,
στα φυσικά και στης ζωής τον τρόπο,
με της Αιγύπτου τις συνήθειες, όπου
οι άντρες στα σπίτια μένουν και δουλεύουν
340στον αργαλειό, ενώ οι γυναίκες έξω
για όλα τα χρειαζούμενα φροντίζουν
του σπιτιού τα πάντα· έτσι από σας, παιδιά μου,
εκείνοι που ήταν φυσικό για να ᾽χουν
αυτούς τους κόπους, μένουν να φυλάγουν
το σπίτι σαν τις άβγαλτες παρθένες·
ενώ όλα εσείς οι δυο σας, αντί εκείνοι,
φορτώνεστε τα βάρη τα δικά μου
του άμοιρου· η μια μόλις που πια δεν ήταν
παιδί κι ότι άρχιζε να σαρκοδένει,
παντού μαζί μου η δόλια τριγυρνώντας
με γεροντοδηγά, συχνά μες σ᾽ άγρια
τραβώντας δάση ξενηστικωμένη,
350ξυπόλυτη, δαρμένη από τις μπόρες
και τα λιοπύρια, ούτε που λογαριάζει
όλα της σπιτικιάς ζωής τα χάδια,
φτάνει ο πατέρας να ᾽χει τη θροφή του.
Και συ, παιδί μου, ήρθες και τότε πριν
να μου φέρεις κρυφά ᾽πό τους Θηβαίους
όλους εκείνους τους χρησμούς, που βγήκαν
για το άθλιο αυτό κορμί και φύλακάς μου
είχες σταθεί, σα διώχτηκ᾽ απ᾽ τη χώρα.
Και τώρα ποιά μαντάτα ήρθες, Ισμήνη,
να φέρεις στον πατέρα σου; τί τάχα
να σε ξεσήκωσε για δω απ᾽ το σπίτι;
γιατί δε θα ᾽ρθες άδεια, αυτό το ξέρω
σίγουρα εγώ, χωρίς να φέρεις κάποιο
360μήνυμα νέας συφοράς για μένα.
ΙΣΜ. Εγώ τα βάσανα που πέρασα,
πατέρα, για να βρω το μέρος, όπου
κατάφυγες, θ᾽ αφήσω κατά μέρος·
γιατί δε θέλω δυο φορές να νιώσω
τον πόνο τους, τη μια σαν τα περνούσα
και ξανά πάλι να σας τα διηγούμαι.
Μα τα κακά πὄπεσαν τώρα επάνω
στους δυο τους κακορίζικους τους γιους σου,
γι᾽ αυτά ᾽ναι που ήρθα εδώ να σου τα μάθω.
Συνερισιά ηταν πρώτα μεταξύ των
ν᾽ αφήνανε στον Κρέοντα το θρόνο,
για να μη μολυνόντανε κι η πόλη,
βάζοντας με το νου τους την παλιά
κατάρα της γενιάς, πὄπεσε απάνω
370στο σπιτικό σου το συφοριασμένο.
Τώρα, κάποιος θεός κι ο διεστραμμένος
νους των, τους έχει σπρώξει τους τρισάθλιους
σε κακιά ᾽μάχη, να έβαζαν στο χέρι
τη βασιλεία και την αρχή του κράτους.
Ο νεότερος λοιπόν, παρόλο που ήταν
μικρότερος στα χρόνια, αρπά το θρόνο
απ᾽ τον πρωτότοκο τον Πολυνείκη
κι εξόριστο τον διώχνει απ᾽ την πατρίδα.
Μα εκείνος, καθώς όλοι μες στη Θήβα
έχουν να λεν, πρόσφυγας πήγε στο Άργος
κι έδεσ᾽ εκεί και νέα συμπεθεριά
και συμμαχίες μ᾽ ασπιδοφόρους φίλους,
με την ιδέα πως σε λίγο το Άργος
ή θα υποτάξει με τιμή και δόξα
380τη γη των Καδμείων, ή θα τους υψώσει
στα ουράνια· και δεν είναι αυτά, πατέρα,
λόγια του αέρα, μα έργα για να φρίξεις.
Αλήθεια, ως πού οι θεοί θα σπλαχνιστούνε
τα δικά σου τα βάσανα, δεν ξέρω.


ΟΙΔ. Ω κείνοι, πώς παρόμοιασαν σ᾽ όλα με τα συνήθεια
της Αίγυπτος, στο φυσικό και στης ζωής τον τρόπο·
γιατί κι εκεί τ᾽ αρσενικά μέσα στο σπίτι μένουν
340τον αργαλειό δουλεύοντας, ενώ οι γυναίκες πάντα
έξω γυρεύουν τη θροφή. Και από εσάς, παιδιά μου,
εκείνοι, που ήτανε σωστό να τα υποφέρουν τούτα,
μέσα στο σπίτι μένουνε κλεισμένοι σαν κορίτσια.
Κι αντίς εκείνους σεις οι δυο τα τόσα βάσανά μου
για χάρη μου υποφέρετε του κακομοίρη. Η μία
απ᾽ τον καιρό, που γίνηκε κοπέλα και στο σώμα
δυνάμωσε, πάντα μαζί μ᾽ εμένα τριγυρνώντας
εδώ κι εκεί η βαριόμοιρη, το γέροντα οδηγάει,
πολλές φορές πλανούμενη μέσα στα δάση τ᾽ άγρια
350ξυπόλητη και νηστικιά· και μες στο καλοκαίρι
ή μες στ᾽ αγριοχείμωνο, κοπιάζοντας η δόλια,
τη σπιτικιάν ανάπαψη δε συλλογιέται διόλου,
αν έχει ο κύρης της ψωμί. Κι εσύ, παιδάκι μου, ήλθες
και προτού, στον πατέρα σου κρυφά από τους Θηβαίους
τις προφητείες φέρνοντας, όσες γι᾽ αυτό το σώμα
ειπώθηκαν, και φύλακας πιστός μου εστάθης, όταν
απ᾽ την πατρίδα μ᾽ έδιωχναν. Και τώρα πάλι, Ισμήνη,
ποιό λόγο στον πατέρα σου φέρνοντας ήλθες; ποιά ειναι
η αφορμή που σ᾽ έκαμε το σπίτι σου ν᾽ αφήσεις;
Γιατί δεν ήλθες βέβαια δίχως καμιάν αιτία,
360καλά το ξέρω εγώ, αν κακό κανένα δε μου φέρνεις.
ΙΣΜ. Εγώ τα πάθη που έπαθα, πατέρα μου, ζητώντας
να βρω το μέρος που έμενες, στην άκρη θα τ᾽ αφήσω·
γιατί δε θέλω δυο φορές να δοκιμάζω πόνους,
τη μιαν όταν παράδερνα, την άλλη αν τα λέω πάλι.
Μα τα κακά, που βρήκανε τους άτυχους τους γιους σου,
αυτά τώρα ήλθα να σου πω. Λοιπόν ανάμεσό τους
συνερισιά είχαν στην αρχή στον Κρέοντα ν᾽ αφήσουν
το θρόνο και να μη γενούν ζημιά στην πολιτεία,
γιατί της οικογένειας μέσα στο νου τους είχαν
τον παλαιόν αφανισμόν, εκείνον που ᾽χε πέσει
370στο δύστυχο το σπίτι σου· τώρα όμως από κάποιον
θεό κι από την αμυαλιά τη βλαβερή τους μπήκε
μέσα στους τρισκακόμοιρους κακή φιλονικία
να βάλουν χέρι στην αρχή, στη βασιλεία της χώρας.
Κι ο ένας ο πιο νεότερος και πιο μικρός στα χρόνια
από τον μεγαλύτερο, τον Πολυνείκη, αρπάζει
το θρόνο και τον έδιωξε κι απ᾽ την πατρίδα ακόμη.
Κι αυτός, καθώς στη χώρα μας πολύς γίνεται λόγος,
στ᾽ Άργος σαν πήγ᾽ εξόριστος, για βοηθούς του παίρνει
συγγενολόι παράδοξο και πολεμάρχους φίλους,
380στο νου του έχοντας γλήγορα ή το Άργος να πατήσει
τη Θήβα και να τιμηθεί ή να της δώσει δόξα.
Δεν είν᾽ αυτά, πατέρα μου, λόγια του αγέρα μόνο,
παρά έργατα τρομαχτικά· μα πού τα βάσανά σου
θα τα τελειώσουν οι θεοί δεν ημπορώ να νιώσω.