Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (3.112.1-3.113.6)

[3.112.1] Οἱ δ᾽ ἐκ τῆς πόλεως Ἀμπρακιῶται ἀφικνοῦνται ἐπ᾽ Ἰδομενήν. ἐστὸν δὲ δύο λόφω ἡ Ἰδομενὴ ὑψηλώ· τούτοιν τὸν μὲν μείζω νυκτὸς ἐπιγενομένης οἱ προαποσταλέντες ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου ἔλαθόν τε καὶ ἔφθασαν προκαταλαβόντες (τὸν δ᾽ ἐλάσσω ἔτυχον οἱ Ἀμπρακιῶται προαναβάντες) καὶ ηὐλίσαντο. [3.112.2] ὁ δὲ Δημοσθένης δειπνήσας ἐχώρει καὶ τὸ ἄλλο στράτευμα ἀπὸ ἑσπέρας εὐθύς, αὐτὸς μὲν τὸ ἥμισυ ἔχων ἐπὶ τῆς ἐσβολῆς, τὸ δ᾽ ἄλλο διὰ τῶν Ἀμφιλοχικῶν ὀρῶν. [3.112.3] καὶ ἅμα ὄρθρῳ ἐπιπίπτει τοῖς Ἀμπρακιώταις ἔτι ἐν ταῖς εὐναῖς καὶ οὐ προῃσθημένοις τὰ γεγενημένα, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον νομίσασι τοὺς ἑαυτῶν εἶναι· [3.112.4] καὶ γὰρ τοὺς Μεσσηνίους πρώτους ἐπίτηδες ὁ Δημοσθένης προύταξε καὶ προσαγορεύειν ἐκέλευε, Δωρίδα τε γλῶσσαν ἱέντας καὶ τοῖς προφύλαξι πίστιν παρεχομένους, ἅμα δὲ καὶ οὐ καθορωμένους τῇ ὄψει νυκτὸς ἔτι οὔσης. [3.112.5] ὡς οὖν ἐπέπεσε τῷ στρατεύματι αὐτῶν, τρέπουσι, καὶ τοὺς μὲν πολλοὺς αὐτοῦ διέφθειραν, οἱ δὲ λοιποὶ κατὰ τὰ ὄρη ἐς φυγὴν ὥρμησαν. [3.112.6] προκατειλημμένων δὲ τῶν ὁδῶν, καὶ ἅμα τῶν μὲν Ἀμφιλόχων ἐμπείρων ὄντων τῆς ἑαυτῶν γῆς καὶ ψιλῶν πρὸς ὁπλίτας, τῶν δὲ ἀπείρων καὶ ἀνεπιστημόνων ὅπῃ τράπωνται, ἐσπίπτοντες ἔς τε χαράδρας καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο. [3.112.7] καὶ ἐς πᾶσαν ἰδέαν χωρήσαντες τῆς φυγῆς ἐτράποντό τινες καὶ ἐς τὴν θάλασσαν οὐ πολὺ ἀπέχουσαν, καὶ ὡς εἶδον τὰς Ἀττικὰς ναῦς παραπλεούσας ἅμα τοῦ ἔργου τῇ ξυντυχίᾳ, προσένευσαν, ἡγησάμενοι ἐν τῷ αὐτίκα φόβῳ κρεῖσσον εἶναι σφίσιν ὑπὸ τῶν ἐν ταῖς ναυσίν, εἰ δεῖ, διαφθαρῆναι ἢ ὑπὸ τῶν βαρβάρων καὶ ἐχθίστων Ἀμφιλόχων. [3.112.8] οἱ μὲν οὖν Ἀμπρακιῶται τοιούτῳ τρόπῳ κακωθέντες ὀλίγοι ἀπὸ πολλῶν ἐσώθησαν ἐς τὴν πόλιν· Ἀκαρνᾶνες δὲ σκυλεύσαντες τοὺς νεκροὺς καὶ τροπαῖα στήσαντες ἀπεχώρησαν ἐς Ἄργος. [3.113.1] καὶ αὐτοῖς τῇ ὑστεραίᾳ ἦλθε κῆρυξ ἀπὸ τῶν ἐς Ἀγραίους καταφυγόντων ἐκ τῆς Ὄλπης Ἀμπρακιωτῶν, ἀναίρεσιν αἰτήσων τῶν νεκρῶν οὓς ἀπέκτειναν ὕστερον τῆς πρώτης μάχης, ὅτε μετὰ τῶν Μαντινέων καὶ τῶν ὑποσπόνδων ξυνεξῇσαν ἄσπονδοι. [3.113.2] ἰδὼν δ᾽ ὁ κῆρυξ τὰ ὅπλα τῶν ἀπὸ τῆς πόλεως Ἀμπρακιωτῶν ἐθαύμαζε τὸ πλῆθος· οὐ γὰρ ᾔδει τὸ πάθος, ἀλλ᾽ ᾤετο τῶν μετὰ σφῶν εἶναι. [3.113.3] καί τις αὐτὸν ἤρετο ὅτι θαυμάζοι καὶ ὁπόσοι αὐτῶν τεθνᾶσιν, οἰόμενος αὖ ὁ ἐρωτῶν εἶναι τὸν κήρυκα ἀπὸ τῶν ἐν Ἰδομεναῖς. ὁ δ᾽ ἔφη διακοσίους μάλιστα. ὑπολαβὼν δ᾽ ὁ ἐρωτῶν εἶπεν [3.113.4] «οὔκουν τὰ ὅπλα ταυτὶ φαίνεται, ἀλλὰ πλέον ἢ χιλίων.» αὖθις δὲ εἶπεν ἐκεῖνος «οὐκ ἄρα τῶν μεθ᾽ ἡμῶν μαχομένων ἐστίν.» ὁ δ᾽ ἀπεκρίνατο «εἴπερ γε ὑμεῖς ἐν Ἰδομενῇ χθὲς ἐμάχεσθε.» «ἀλλ᾽ ἡμεῖς γε οὐδενὶ ἐμαχόμεθα χθές, ἀλλὰ πρῴην ἐν τῇ ἀποχωρήσει.» «καὶ μὲν δὴ τούτοις γε ἡμεῖς χθὲς ἀπὸ τῆς πόλεως βοηθήσασι τῆς Ἀμπρακιωτῶν ἐμαχόμεθα.» [3.113.5] ὁ δὲ κῆρυξ ὡς ἤκουσε καὶ ἔγνω ὅτι ἡ ἀπὸ τῆς πόλεως βοήθεια διέφθαρται, ἀνοιμώξας καὶ ἐκπλαγεὶς τῷ μεγέθει τῶν παρόντων κακῶν ἀπῆλθεν εὐθὺς ἄπρακτος καὶ οὐκέτι ἀπῄτει τοὺς νεκρούς. [3.113.6] πάθος γὰρ τοῦτο μιᾷ πόλει Ἑλληνίδι ἐν ἴσαις ἡμέραις μέγιστον δὴ τῶν κατὰ τὸν πόλεμον τόνδε ἐγένετο. καὶ ἀριθμὸν οὐκ ἔγραψα τῶν ἀποθανόντων, διότι ἄπιστον τὸ πλῆθος λέγεται ἀπολέσθαι ὡς πρὸς τὸ μέγεθος τῆς πόλεως. Ἀμπρακίαν μέντοι οἶδα ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις καὶ Δημοσθένει πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον· νῦν δ᾽ ἔδεισαν μὴ οἱ Ἀθηναῖοι ἔχοντες αὐτὴν χαλεπώτεροι σφίσι πάροικοι ὦσιν.

[3.112.1] Οι Αμπρακιώτες που είχαν ξεκινήσει από την πολιτεία τους, έφτασαν στην Ιδομενή. Έτσι ονομάζεται μια τοποθεσία με δύο ψηλούς λόφους. Τον ψηλότερο τον είχε καταλάβει, όταν νύχτωσε, ο στρατός τον οποίον είχε στείλει ο Δημοσθένης. Πρόφτασαν ν᾽ ανεβούν εκεί απαρατήρητοι. Στον χαμηλότερο πρόφτασαν ν᾽ ανεβούν οι Αμπρακιώτες και πέρασαν την νύχτα εκεί. [3.112.2] Προς το βράδυ και μετά το δείπνο, ξεκίνησε ο Δημοσθένης με το υπόλοιπο στράτευμα. Ο ίδιος, έχοντας τον μισό στρατό, προχώρησε κατευθείαν προς την τοποθεσία και ο υπόλοιπος στρατός πέρασε απ᾽ τα βουνά της Αμφιλοχίας. [3.112.3] Μόλις χάραξε, έπεσε ξαφνικά πάνω στους Αμπρακιώτες που ήσαν ακόμα στα στρώματά τους και δεν είχαν καταλάβει τί είχε γίνει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά νόμισαν πως δικοί τους ήσαν αυτοί που έρχονταν [3.112.4] και τούτο επειδή ο Δημοσθένης είχε, από σκοπού, βάλει τους Μεσσηνίους στην εμπροσθοφυλακή και τους έδωσε διαταγή να μιλήσουν στις προφυλακές του εχθρού σε δωρικό ιδίωμα κι έτσι να μην προκαλέσουν υποψίες στους σκοπούς οι οποίοι, άλλωστε, δεν θα μπορούσαν να τους διακρίνουν, αφού ήταν νύχτα. [3.112.5] Έτσι, με την πρώτη επίθεσή του τους έτρεψε σε φυγή. Τους περισσότερους τους σκότωσε επιτόπου, ενώ οι άλλοι σκόρπισαν προς τα βουνά. [3.112.6] Αλλά τα περάσματα ήσαν πιασμένα και οι Αμφιλόχιοι ήξεραν καλά τα μέρη τους και πλεονεκτούσαν, επειδή είχαν ελαφρύ οπλισμό, ενώ οι Αμπρακιώτες ήσαν βαριά οπλισμένοι, δεν γνώριζαν τα μέρη και δεν ήξεραν προς τα πού να πάνε. Έπεφταν σε χαράδρες ή σε ενέδρες και βρίσκαν τον θάνατο. [3.112.7] Δοκιμάζοντας να ξεφύγουν με κάθε τρόπο, μερικοί στράφηκαν προς την θάλασσα που δεν ήταν μακριά. Όταν είδαν τ᾽ αθηναϊκά καράβια που παραπλέαν κοντά στην ακτή, την ώρα ακριβώς που γινόταν η καταδίωξη, έπεσαν και κολύμπησαν προς τα εκεί, γιατί προτιμούσαν μες στον πανικό της στιγμής εκείνης να βρουν τον θάνατο απ᾽ τα πληρώματα των καραβιών, παρά απ᾽ τους βαρβάρους Αμφιλοχίους, τους χειρότερους εχθρούς τους. [3.112.8] Τέτοια ήταν η καταστροφή των Αμπρακιωτών, κι ελάχιστοι, απ᾽ τους πολλούς που ήσαν κατόρθωσαν να σωθούν γυρίζοντας πίσω στην πόλη τους. Οι Ακαρνάνες σκύλεψαν τους νεκρούς, έστησαν τρόπαια και γύρισαν στο Άργος.
[3.113.1] Την επομένη πήγε στο Άργος κήρυκας των Αμπρακιωτών οι οποίοι απ᾽ την Όλπη είχαν καταφύγει στους Αγραίους, και ζήτησε ανακωχή για να σηκώσουν τους νεκρούς, όσους είχαν σκοτωθεί μετά την πρώτη μάχη, όταν, χωρίς συμφωνία, είχαν προσπαθήσει να φύγουν μαζί με τους Μαντινείς και τους άλλους που τους προστάτευε η μυστική συμφωνία. [3.113.2] Ήταν μεγάλη η κατάπληξη του κήρυκα όταν είδε το πλήθος τα αμπρακικά όπλα εκείνων που είχαν ξεκινήσει απ᾽ την πολιτεία τους. Δεν ήξερε την καταστροφή της Ιδομενής και νόμιζε πως ήσαν όπλα απ᾽ την μάχη της Όλπης. [3.113.3] Κάποιος, νομίζοντας πως ο κήρυκας έρχεται από μέρους εκείνων που είχαν πάθει την καταστροφή της Ιδομενής, τον ρώτησε γιατί ήταν τόσο έκπληκτος και πόσοι νόμιζε ότι σκοτώθηκαν. Ο κήρυκας αποκρίθηκε πως υπολόγιζε τους νεκρούς σε διακόσιους το πολύ. Τότε εκείνος που τον είχε ρωτήσει αποκρίθηκε: [3.113.4] «Μά τα όπλα αυτά δεν δείχνουν διακόσιους, αλλά χίλιους και περισσότερους». Ο κήρυκας είπε πάλι: «Τότε δεν είναι εκείνων που πολέμησαν μαζί μας». Τότε ο άλλος αποκρίθηκε: «Θα είναι, αν πολεμήσατε εσείς, χτες, στην Ιδομενή». «Δεν πολεμήσαμε με κανέναν χτες, αλλά προχτές, στην υποχώρηση». «Εμείς, όμως, πολεμήσαμε με τους Αμπρακιώτες που είχαν ξεκινήσει απ᾽ την πόλη για να σας βοηθήσουν». [3.113.5] Όταν τ᾽ άκουσε ο κήρυκας και κατάλαβε ότι όσοι είχαν ξεκινήσει από την πολιτεία να τους βοηθήσουν, είχαν σκοτωθεί, έβγαλε φωνή απελπισίας και, καταταραγμένος από την έκταση της συμφοράς, έφυγε αμέσως, άπρακτος, χωρίς να ζητήσει την απόδοση των νεκρών. [3.113.6] Στον πόλεμο αυτόν καμιά άλλη πολιτεία δεν έπαθε, σε τόσο λίγες μέρες, τόσο μεγάλη συμφορά. Δεν αναφέρω τον αριθμό των σκοτωμένων γιατί δεν είναι πιστευτό το τί λέγεται, αν το συγκρίνει κανείς με τον πληθυσμό της πολιτείας. Ξέρω, όμως, ότι, αν οι Ακαρνάνες και οι Αμφιλόχιοι είχαν ακούσει τον Δημοσθένη και τους Αθηναίους και είχαν επιχειρήσει να πάρουν την Αμπρακία, θα την κυρίευαν με την πρώτη έφοδο. Αλλά φοβήθηκαν ότι αν την εξουσίαζαν οι Αθηναίοι θα ήσαν πολύ πιο επικίνδυνοι γείτονες παρά οι Αμπρακιώτες.