Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 146b-164d) (151e-152e)


[7] Εἰπόντος οὖν τοῦ Χίλωνος ὡς Σόλων κατάρχεσθαι [151f] τοῦ λόγου δίκαιός ἐστιν, οὐ μόνον ὅτι πάντων προήκει καθ᾽ ἡλικίαν καὶ τυγχάνει κατακείμενος πρῶτος, ἀλλ᾽ ὅτι τὴν μεγίστην καὶ τελειοτάτην ἀρχὴν ἄρχει νόμους Ἀθηναίοις θέμενος, ὁ οὖν Νειλόξενος ἡσυχῇ πρὸς ἐμέ «πολλά γ᾽,» εἶπεν, «ὦ Διόκλεις, πιστεύεται ψευδῶς, καὶ χαίρουσιν οἱ πολλοὶ λόγους ἀνεπιτηδείους περὶ σοφῶν ἀνδρῶν αὐτοί τε πλάττοντες καὶ δεχόμενοι παρ᾽ ἑτέρων ἑτοίμως, οἷα καὶ πρὸς ἡμᾶς εἰς Αἴγυπτον ἀπηγγέλη περὶ Χίλωνος, ὡς ἄρα διαλύσαιτο τὴν πρὸς Σόλωνα φιλίαν καὶ [152a] ξενίαν, ὅτι τοὺς νόμους ὁ Σόλων ἔφη μετακινητοὺς εἶναι.»
Καὶ ἐγώ «γελοῖος,» ἔφην, «ὁ λόγος· οὕτω γὰρ δεῖ πρῶτον ἀποποιεῖσθαι τὸν Λυκοῦργον αὐτοῖς νόμοις ὅλην μετακινήσαντα τὴν Λακεδαιμονίων πολιτείαν.»
Μικρὸν οὖν ἐπισχὼν ὁ Σόλων «ἐμοὶ μέν,» ἔφη, «δοκεῖ μάλιστ᾽ ἂν ἔνδοξος γενέσθαι καὶ βασιλεὺς καὶ τύραννος, εἰ δημοκρατίαν ἐκ μοναρχίας κατασκευάσειε τοῖς πολίταις.»
Δεύτερος δ᾽ ὁ Βίας εἶπεν, «εἰ πρῶτος χρῷτο τοῖς νόμοις τῆς πατρίδος.»
Ἐπὶ τούτῳ δ᾽ ὁ Θαλῆς ἔφησεν, εὐδαιμονίαν ἄρχοντος νομίζειν, εἰ τελευτήσειε γηράσας κατὰ φύσιν.
Τέταρτος Ἀνάχαρσις, «εἰ μὴ μόνος εἴη φρόνιμος.»
Πέμπτος δ᾽ ὁ Κλεόβουλος, «εἰ μηδενὶ πιστεύοι τῶν συνόντων.»
[152b] Ἕκτος δ᾽ ὁ Πιττακός, «εἰ τοὺς ὑπηκόους ὁ ἄρχων παρασκευάσειε φοβεῖσθαι μὴ αὐτὸν ἀλλ᾽ ὑπὲρ αὐτοῦ.»
Μετὰ τοῦτον ὁ Χίλων ἔφη τὸν ἄρχοντα χρῆναι μηδὲν φρονεῖν θνητόν, ἀλλὰ πάντ᾽ ἀθάνατα.
Ῥηθέντων δὲ τούτων ἠξιοῦμεν ἡμεῖς καὶ αὐτὸν εἰπεῖν τι τὸν Περίανδρον. ὁ δ᾽ οὐ μάλα φαιδρὸς ἀλλὰ συστήσας τὸ πρόσωπον «ἐγὼ τοίνυν,» ἔφη, «προσαποφαίνομαι τὰς εἰρημένας γνώμας ἁπάσας σχεδὸν ἀφιστάναι τοῦ ἄρχειν τὸν νοῦν ἔχοντα.»
Καὶ ὁ Αἴσωπος οἷον ἐλεγκτικῶς «ἔδει τοίνυν,» ἔφη, «τοῦτο καθ᾽ ἑαυτοὺς περαίνειν καὶ μή, [152c] συμβούλους φάσκοντας εἶναι καὶ φίλους, κατηγόρους γίγνεσθαι τῶν ἀρχόντων.»
Ἁψάμενος οὖν αὐτοῦ τῆς κεφαλῆς ὁ Σόλων καὶ διαμειδιάσας εἶπεν, «οὐκ ἂν δοκεῖ σοι μετριώτερον ἄρχοντα ποιεῖν καὶ τύραννον ἐπιεικέστερον ὁ πείθων ὡς ἄμεινον εἴη τὸ μὴ ἄρχειν ἢ τὸ ἄρχειν;»
«Τίς δ᾽ ἂν,» ἔφη, «σοὶ τοῦτο πεισθείη μᾶλλον ἢ τῷ θεῷ φράσαντι κατὰ τὸν πρὸς σὲ χρησμόν,
εὔδαιμον πτολίεθρον ἑνὸς κήρυκος ἀκοῦον;»
Καὶ ὁ Σόλων «ἀλλὰ μήν,» ἔφη, «καὶ νῦν ἑνὸς [152d] Ἀθηναῖοι κήρυκος ἀκροῶνται καὶ ἄρχοντος τοῦ νόμου, δημοκρατίαν ἔχοντες. σὺ δὲ δεινὸς εἶ κοράκων ἐπαΐειν καὶ κολοιῶν, τῆς δὲ θεοῦ φωνῆς οὐκ ἀκριβῶς ἐξακούεις, ἀλλὰ πόλιν μὲν οἴει κατὰ τὸν θεὸν ἄριστα πράττειν τὴν ἑνὸς ἀκούουσαν, συμποσίου δ᾽ ἀρετὴν νομίζεις τὸ πάντας διαλέγεσθαι καὶ περὶ πάντων.»
«Σὺ γάρ,» ἔφη ὁ Αἴσωπος, «οὔπω γέγραφας ὅ τι ὅμοιον ἦν, οἰκέτας μὴ μεθύειν, ὡς ἔγραψας Ἀθήνησιν οἰκέτας μὴ ἐρᾶν μηδὲ ξηραλοιφεῖν.»
Γελάσαντος οὖν τοῦ Σόλωνος Κλεόδωρος ὁ ἰατρός «ἀλλ᾽ ὅμοιον,» ἔφη, «τὸ ξηραλοιφεῖν τῷ λαλεῖν ἐν οἴνῳ βρεχόμενον· ἥδιστον γάρ ἐστι.»
[152e] Καὶ ὁ Χίλων ὑπολαβὼν ἔφη «διὰ τοῦτό τοι μᾶλλον ἀφεκτέον αὐτοῦ.»
Πάλιν δ᾽ ὁ Αἴσωπος, «καὶ μήν,» ἔφη, «Θαλῆς ἔδοξεν εἰπεῖν ὅτι τάχιστα γηράσει.»


[7] Όταν ο Χίλωνας είπε ότι το σωστό είναι να αρχίσει να μιλάει για το θέμα αυτό [151f] πρώτος ο Σόλωνας, όχι μόνο γιατί είναι ο πρεσβύτερος όλων και συμβαίνει να έχει την πρώτη θέση στο τραπέζι, αλλά γιατί έχει το πιο μεγάλο και το πιο τέλειο αξίωμα όντας ο νομοθέτης των Αθηναίων, ο Νειλόξενος γύρισε και μου είπε σιγανά: «Δεν είναι λίγα τα πράγματα που γίνονται πιστευτά, ενώ δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια· είναι, επίσης, πολλοί αυτοί που τους κάνει μεγάλη ευχαρίστηση είτε να πλάθουν οι ίδιοι απίθανες ιστορίες για τους σοφούς είτε να τις δέχονται πρόθυμα όταν τις πλάθουν άλλοι. Τέτοια ήταν, π.χ., η πληροφορία που έφτασε ώς εμάς στην Αίγυπτο ότι τάχα ο Χίλωνας διέλυσε τη φιλία του με τον Σόλωνα και [152a] ότι έπαυσε η σχέση που είχε δημιουργήσει μεταξύ τους η φιλοξενία, επειδή ο Σόλωνας είπε ότι οι νόμοι υπόκεινται σε αλλαγές και αναθεωρήσεις».
«Αυτός», είπα εγώ, «είναι ένας γελοίος λόγος, γιατί τότε θα έπρεπε να αποδοκιμασθεί πρώτος από όλους ο Λυκούργος, που ακριβώς με τους νόμους του άλλαξε ολόκληρο το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων».
Ο Σόλωνας λοιπόν έμεινε για λίγο σκεφτικός και αμέσως είπε: «Κατά τη γνώμη μου, ένας βασιλιάς, ένας τύραννος, θα μπορούσε να κερδίσει πολύ καλό όνομα, αν στη θέση της μοναρχίας εγκαθιστούσε για χάρη των πολιτών δημοκρατία».
Αμέσως μετά ο Βίαντας είπε: «αν πρώτος αυτός συμμορφωνόταν με τους νόμους της πατρίδας του».
Ύστερα από αυτόν ο Θαλής είπε πως ευτυχία για έναν άρχοντα θεωρεί το να γεράσει και να πεθάνει από φυσικό θάνατο.
Τέταρτος ο Ανάχαρσης: «αν δεν είναι μόνο αυτός φρόνιμος».
Πέμπτος ο Κλεόβουλος: «αν δεν εμπιστεύεται κανέναν από τον καθημερινό του περίγυρο».
[152b] Έκτος ο Πιττακός: «αν ο άρχοντας κάνει τους υπηκόους του να φοβούνται όχι αυτόν, αλλά γι᾽ αυτόν.»
Ύστερα από αυτόν ο Χίλωνας είπε ότι ο άρχοντας δεν πρέπει ποτέ να σκέφτεται ως θνητός, αλλά σε κάθε περίσταση ως αθάνατος».
Αφού λέχθηκαν όλα αυτά, εμείς επιμέναμε να πει κάτι κι ο ίδιος ο Περίανδρος. Τότε εκείνος, με πρόσωπο καθόλου φαιδρό, αλλά συνοφρυωμένο, είπε: «Ας προσθέσω κι εγώ τη δική μου γνώμη: Όλες, λοιπόν, σχεδόν οι γνώμες που ακούστηκαν αποτρέπουν, στην πραγματικότητα, τον νουνεχή άνθρωπο από την εξουσία».
Τότε ο Αίσωπος, με ελεγκτικό κάπως τρόπο, είπε: «Ε τότε οφείλατε να ολοκληρώσετε τη συζήτηση αυτή μόνοι σας, και όχι να γίνεστε κατήγοροι των αρχόντων, [152c] ενώ ισχυρίζεστε ότι είστε σύμβουλοι και φίλοι τους».
Του έπιασε τότε το κεφάλι ο Σόλωνας και με ένα ελαφρό χαμόγελο του είπε: «Δεν νομίζεις ότι θα έκανε μετριοπαθέστερο τον άρχοντα και λογικότερο τον τύραννο αυτός που θα τον έπειθε πως είναι καλύτερο να μην έχει κανείς την εξουσία παρά να την έχει;»
«Και ποιός», είπε ο Αίσωπος, «θα έδινε στο θέμα αυτό περισσότερη πίστη σε σένα και όχι στο θεό που, στον χρησμό που σου έδωσε, είπε:
Καλότυχη η πόλη που έναν μόνο κήρυκα ακούει;»
«Μα και τώρα», είπε ο Σόλωνας, «σε καιρό δημοκρατίας, [152d] οι Αθηναίοι έναν μόνο κήρυκα και έναν μόνο άρχοντα ακούν, τον νόμο. Εσύ είσαι φοβερός στο να ακούς και να καταλαβαίνεις τα κοράκια και τις καλιακούδες, δεν ακούς όμως με καθαρότητα και ακρίβεια τη φωνή του θεού, και έτσι νομίζεις ότι σύμφωνα με τον θεό κατεξοχήν ευτυχισμένη είναι η πόλη που ακούει έναν μόνο άντρα, του συμποσίου όμως αρετή θεωρείς το να μιλούν όλοι και για όλα».
«Και βέβαια», είπε ο Αίσωπος, «αφού δεν όρισες ακόμη νόμο να μη μεθούν οι δούλοι, κάτι σαν τον νόμο που όρισες στην Αθήνα, οι δούλοι να μην ερωτεύονται ούτε να αλείφονται με λάδι».
Γέλασε ο Σόλωνας, και ο Κλεόδωρος ο γιατρός είπε: «Το να αλείφεται, πάντως, κανείς με λάδι είναι ίδιο με το να μιλάει βρεγμένος με κρασί· γιατί είναι πάρα πολύ ευχάριστο».
[152e] Διακόπτοντας ο Χίλωνας είπε: «Ένα λόγο παραπάνω να το αποφεύγει κανείς».
Ξανά λοιπόν ο Αίσωπος είπε: «Και όμως ο Θαλής μού φάνηκε πως είπε ότι γρήγορα θα είσαι γέρος».