Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 146b-164d) (154f-155e)


[12] Τέλος δὲ καὶ τούτου τοῦ λόγου λαβόντος ἠξίουν ἐγὼ καὶ περὶ οἴκου ᾗ χρηστέον εἰπεῖν τοὺς ἄνδρας ἡμῖν· «βασιλείας μὲν γὰρ καὶ πόλεις ὀλίγοι κυβερνῶσιν, ἑστίας δὲ πᾶσιν ἡμῖν καὶ οἴκου μέτεστι.»
Γελάσας οὖν ὁ Αἴσωπος, «οὔκ, εἴγε τῶν πάντων,» [155a] ἔφη, «καὶ Ἀνάχαρσιν ἀριθμεῖς· τούτῳ γὰρ οἶκος οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ καὶ σεμνύνεται τῷ ἄοικος εἶναι, χρῆσθαι δ᾽ ἁμάξῃ, καθάπερ τὸν ἥλιον ἐν ἅρματι λέγουσι περιπολεῖν, ἄλλοτ᾽ ἄλλην ἐπινεμόμενον τοῦ οὐρανοῦ χώραν.»
Καὶ ὁ Ἀνάχαρσις, «διὰ τοῦτό τοι,» εἶπεν, «ἢ μόνος ἢ μάλιστα τῶν θεῶν ἐλεύθερός ἐστι καὶ αὐτόνομος, καὶ κρατεῖ πάντων, κρατεῖται δ᾽ ὑπ᾽ οὐδενός, ἀλλὰ βασιλεύει καὶ ἡνιοχεῖ. πλὴν σέ γε τὸ ἅρμα λέληθεν αὐτοῦ, ὡς ὑπερφυὲς κάλλει καὶ [155b] μεγέθει θαυμάσιόν ἐστιν· οὐ γὰρ ἂν παίζων ἐπὶ γέλωτι παρέβαλες ἐκεῖνο τοῖς ἡμετέροις. οἶκον δέ μοι δοκεῖς, ὦ Αἴσωπε, ταυτὶ τὰ πήλινα καὶ ξύλινα καὶ κεραμεᾶ στεγάσματα νομίζειν, ὥσπερ εἰ κοχλίαν ἡγοῖο τὸ κέλυφος, ἀλλὰ μὴ τὸ ζῷον. εἰκότως οὖν σοι γέλωτα παρέσχεν ὁ Σόλων, ὅτι τοῦ Κροίσου τὴν οἰκίαν κεκοσμημένην πολυτελῶς θεασάμενος οὐκ εὐθὺς ἀπεφήνατο τὸν κεκτημένον εὐδαιμόνως οἰκεῖν καὶ μακαρίως, ἅτε δὴ τῶν ἐν αὐτῷ μᾶλλον ἀγαθῶν ἢ τῶν παρ᾽ αὐτῷ βουλόμενος γενέσθαι θεατής· σὺ δ᾽ ἔοικας οὐδὲ τῆς σεαυτοῦ μνημονεύειν ἀλώπεκος. ἐκείνη μὲν γὰρ εἰς ἀγῶνα ποικιλίας καταστᾶσα πρὸς τὴν πάρδαλιν ἠξίου τὰ ἐντὸς αὐτῆς καταμαθεῖν τὸν δικαστήν, [155c] ποικιλωτέρα γὰρ ἐκεῖθεν φανεῖσθαι· σὺ δὲ τὰ τεκτόνων καὶ λιθοξόων ἔργα περινοστεῖς, οἶκον ἡγούμενος, οὐ τὰ ἐντὸς ἑκάστου καὶ οἰκεῖα, παῖδας καὶ γάμον καὶ φίλους καὶ θεράποντας, οἷς κἂν ἐν μυρμηκιᾷ τις ἢ νεοττιᾷ νοῦν ἔχουσι καὶ σωφρονοῦσι κοινωνῇ τῶν ὑπαρχόντων, χρηστὸν οἶκον οἰκεῖ καὶ μακάριον. ἐγὼ μὲν οὖν,» ἔφη, «ταῦτα καὶ πρὸς Αἴσωπον ἀποκρίνομαι καὶ Διοκλεῖ συμβάλλομαι· τῶν δ᾽ ἄλλων ἕκαστος ἀποφαίνεσθαι δίκαιός ἐστι τὴν ἑαυτοῦ γνώμην.»
Τοῦτον οὖν ἄριστον ὁ Σόλων εἶπεν αὑτῷ δοκεῖν οἶκον, ὅπου τὰ χρήματα μήτε κτωμένοις ἀδικία [155d] μήτε φυλάττουσιν ἀπιστία μήτε δαπανῶσι μετάνοια πρόσεστιν.
Ὁ δὲ Βίας ἐν ᾧ τοιοῦτός ἐστιν ὁ δεσπότης δι᾽ αὑτὸν οἷος ἔξω διὰ τὸν νόμον.
Ὁ δὲ Θαλῆς ἐν ᾧ πλείστην ἄγειν τῷ δεσπότῃ σχολὴν ἔξεστιν.
Ὁ δὲ Κλεόβουλος εἰ πλείονας ἔχοι τῶν φοβουμένων αὐτὸν τοὺς φιλοῦντας ὁ δεσπότης.
Ὁ δὲ Πιττακὸς εἶπεν ὡς ἄριστος οἶκός ἐστιν ὁ τῶν περιττῶν μηδενὸς δεόμενος καὶ τῶν ἀναγκαίων μηδενὸς ἐνδεόμενος.
Ὁ δὲ Χίλων ἔφη δεῖν μάλιστα βασιλευομένῃ πόλει προσεοικέναι τὸν οἶκον. εἶτα προσεπεῖπεν ὅτι καὶ Λυκοῦργος πρὸς τὸν κελεύοντα δημοκρατίαν [155e] ἐν τῇ πόλει καταστῆσαι, «πρῶτος,» ἔφη, «ποίησον ἐν τῇ οἰκίᾳ σου δημοκρατίαν.»


[12] Όταν τελείωσε και αυτή η συζήτηση, εγώ είπα ότι το θεωρώ σωστό οι άνδρες αυτοί να μας μιλήσουν για το πώς πρέπει να κυβερνιέται ένα σπιτικό: «Βασίλεια και πόλεις κυβερνιούνται από λίγους, με εστίες όμως και σπίτια έχουμε σχέση όλοι μας».
Γέλασε λοιπόν ο Αίσωπος και είπε: «Όχι φυσικά, αν, λέγοντας “όλοι”, [155a] βάζεις μέσα και τον Ανάχαρση· γιατί αυτός όχι μόνο δεν έχει σπίτι, αλλά και υπερηφανεύεται πως είναι άστεγος και πως ζει σε αμάξι, όπως λένε και για τον ήλιο ότι κάνει τους γύρους του μέσα σε ένα άρμα, καταλαμβάνοντας τη μια φορά αυτόν και άλλοτε πάλι έναν άλλο τόπο στον ουρανό».
«Αυτός όμως ακριβώς είναι και ο λόγος», είπε ο Ανάχαρσης, «που μόνος αυτός απ᾽ όλους τους θεούς ή περισσότερο αυτός από όλους τους είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος και εξουσιάζει τα πάντα χωρίς να εξουσιάζεται από τίποτε: είναι βασιλιάς και είναι κυβερνήτης του άρματός του. Εσύ όμως, Αίσωπε, δεν έχεις, φαίνεται, ιδέα τί εξαιρετική ομορφιά έχει το άρμα του και [155b] πόσο θαυμαστό είναι το μέγεθός του· αλλιώς δεν θα προχωρούσες σε σύγκριση ανάμεσα σ᾽ αυτό και στα δικά μας, κάνοντας αστεία για να προκαλέσεις το γέλιο. Φαίνεται ότι εσύ θεωρείς σπίτι αυτά εδώ τα στεγάσματα από λάσπη, ξύλα και κεραμίδια — ακριβώς σαν να θεωρούσες σαλιγκάρι το κέλυφος και όχι το ίδιο το ζώο. Ήταν λοιπόν πολύ φυσικό που ο Σόλωνας σε έκανε να γελάσεις, τότε που αυτός, βλέποντας το σπίτι του Κροίσου στολισμένο με μεγάλη πολυτέλεια, δεν έσπευσε να πει ότι ο ιδιοκτήτης του ζει εκεί μέσα ευτυχισμένος και μακάριος, προφανώς γιατί ήθελε πιο πολύ να δει τα αγαθά που υπήρχαν μέσα στον Κροίσο παρά τριγύρω του. Εσύ όμως φαίνεται πως δεν θυμάσαι ούτε την αλεπού σου, αυτήν που, όταν κάποτε συναγωνιζόταν τη λεοπάρδαλη ποιά ήταν πιο ωραία στολισμένη, ζητούσε από το δικαστή να δώσει προσοχή στα καλά που είχε μέσα της· [155c] γιατί τότε θα φαινόταν στολισμένη ωραιότερα. Εσύ όμως τριγυρνάς και χαζεύεις τα έργα των ξυλουργών και των λιθοξόων, και θεωρείς ότι αυτά είναι το σπίτι και όχι όσα έχει μέσα του ο καθένας και είναι δικά του: τα παιδιά του, τη σύντροφό του, τους φίλους και τους δούλους του, που με όλους αυτούς —φτάνει να έχουν μυαλό και φρόνηση— και σε μυρμηγκοφωλιά ακόμη να ζει ή σε φωλιά πουλιών και να μοιράζεται μαζί τους τα υπάρχοντά του, ζει, στην πραγματικότητα, σε ένα ωραίο και ευτυχισμένο σπίτι. Αυτή λοιπόν», είπε, «είναι η απάντησή μου στον Αίσωπο και η συμβολή μου στον Διοκλή. Το σωστό όμως είναι τώρα να πει και ο καθένας από τους υπόλοιπους τη δική του γνώμη».
Ο Σόλωνας λοιπόν είπε τότε ότι άριστο, κατά τη γνώμη του, είναι το σπιτικό στο οποίο η απόκτηση της περιουσίας δεν συνοδεύεται από αδικία, [155d] η διαφύλαξή της δεν συνοδεύεται από έλλειψη εμπιστοσύνης και το ξόδεμά της δεν συνοδεύεται από μεταμέλεια.
Ο Βίαντας είπε ότι άριστο είναι το σπίτι στο οποίο ο οικοδεσπότης συμπεριφέρεται, από δική του προσωπική επιλογή, με τον τρόπο που συμπεριφέρεται έξω από αυτό κάτω από την επιταγή του νόμου.
Ο Θαλής είπε ότι άριστο είναι το σπίτι που επιτρέπει στον οικοδεσπότη να έχει τον μεγαλύτερο δυνατό ελεύθερο χρόνο.
Ο Κλεόβουλος είπε ότι είναι εκείνο στο οποίο ο οικοδεσπότης έχει πιο πολλούς που να τον αγαπούν παρά να τον φοβούνται.
Ο Πιττακός είπε ότι άριστο, κατά τη γνώμη του, είναι το σπίτι που δεν χρειάζεται τίποτε το περιττό και δεν του λείπει τίποτε από τα απαραίτητα.
Ο Χίλωνας είπε ότι το σπίτι πρέπει να μοιάζει όσο γίνεται πιο πολύ με μια βασιλευόμενη πόλη, και πρόσθεσε ότι ο Λυκούργος, όταν κάποιος τον πρότρεπε κάποτε να εγκαταστήσει δημοκρατία [155e] στην πόλη, του είπε: «Κάνε πρώτα εσύ δημοκρατία στο σπίτι σου».