Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 146b-164d) (162b-163a)


[19] Ὁ μὲν οὖν Περίανδρος ἐκέλευσεν εὐθὺς ἐξαναστάντα τὸν Γόργον εἰς φυλακὴν ἀποθέσθαι τοὺς ἄνδρας οὗ μηδεὶς αὐτοῖς πρόσεισι μηδὲ φράσει τὸν Ἀρίονα σεσωσμένον.
Ὁ δ᾽ Αἴσωπος «ἀλλ᾽ ὑμεῖς,» ἔφη, «τοὺς ἐμοὺς χλευάζετε κολοιοὺς καὶ κόρακας εἰ διαλέγονται· δελφῖνες δὲ τοιαῦτα νεανιεύονται;»
Κἀγὼ πρὸς αὐτόν, «ἄλλο τι λέγωμεν,» ἔφην, [162c] «ὦ Αἴσωπε· τούτῳ δὲ τῷ λόγῳ πιστευομένῳ καὶ γραφομένῳ παρ᾽ ἡμῖν πλέον ἢ χίλι᾽ ἔτη διαγέγονεν καὶ ἀπὸ τῶν Ἰνοῦς καὶ Ἀθάμαντος χρόνων.»
Ὁ δὲ Σόλων ὑπολαβών «ἀλλὰ ταῦτα μέν, ὦ Διόκλεις, ἐγγὺς θεῶν ἔστω καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς· ἀνθρώπινον δὲ καὶ πρὸς ἡμᾶς τὸ τοῦ Ἡσιόδου πάθος· ἀκήκοας γὰρ ἴσως τὸν λόγον.»
«Οὐκ ἔγωγ᾽,» εἶπον.
«Ἀλλὰ μὴν ἄξιον πυθέσθαι. Μιλησίου γάρ, ὡς ἔοικεν, ἀνδρός, ᾧ ξενίας ἐκοινώνει ὁ Ἡσίοδος [162d] καὶ διαίτης ἐν Λοκροῖς, τῇ τοῦ ξένου θυγατρὶ κρύφα συγγενομένου καὶ φωραθέντος ὑποψίαν ἔσχεν ὡς γνοὺς ἀπ᾽ ἀρχῆς καὶ συνεπικρύψας τὸ ἀδίκημα, μηδενὸς ὢν αἴτιος, ὀργῆς δὲ καιρῷ καὶ διαβολῆς περιπεσὼν ἀδίκως. ἀπέκτειναν γὰρ αὐτὸν οἱ τῆς παιδίσκης ἀδελφοὶ περὶ τὸ Λοκρικὸν Νέμειον ἐνεδρεύσαντες, καὶ μετ᾽ αὐτοῦ τὸν ἀκόλουθον, ᾧ Τρωίλος ἦν ὄνομα. τῶν δὲ σωμάτων εἰς τὴν θάλατταν ὠσθέντων τὸ μὲν τοῦ Τρωίλου, εἰς τὸν Δάφνον ποταμὸν ἔξω φορούμενον, ἐπεσχέθη περικλύστῳ χοιράδι μικρὸν ὑπὲρ τὴν θάλατταν ἀνεχούσῃ· καὶ μέχρι νῦν Τρωίλος ἡ χοιρὰς καλεῖται· [162e] τοῦ δ᾽ Ἡσιόδου τὸν νεκρὸν εὐθὺς ἀπὸ γῆς ὑπολαβοῦσα δελφίνων ἀγέλη πρὸς τὸ Ῥίον κατὰ τὴν Μολύκρειαν ἐκόμιζε. ἐτύγχανε δὲ Λοκροῖς ἡ τῶν Ῥίων καθεστῶσα θυσία καὶ πανήγυρις, ἣν ἄγουσιν ἔτι νῦν ἐπιφανῶς περὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον. ὡς δ᾽ ὤφθη προσφερόμενον τὸ σῶμα, θαυμάσαντες ὡς εἰκὸς ἐπὶ τὴν ἀκτὴν κατέδραμον, καὶ γνωρίσαντες ἔτι πρόσφατον τὸν νεκρὸν ἅπαντα δεύτερα τοῦ ζητεῖν τὸν φόνον ἐποιοῦντο διὰ τὴν δόξαν τοῦ Ἡσιόδου. καὶ τοῦτο μὲν ταχέως ἔπραξαν, εὑρόντες τοὺς φονεῖς· αὐτούς τε γὰρ κατεπόντισαν ζῶντας καὶ τὴν οἰκίαν κατέσκαψαν. ἐτάφη δ᾽ ὁ Ἡσίοδος πρὸς τῷ Νεμείῳ· τὸν δὲ τάφον οἱ πολλοὶ τῶν ξένων οὐκ ἴσασιν, ἀλλ᾽ ἀποκέκρυπται ζητούμενος ὑπ᾽ [162f] Ὀρχομενίων, ὥς φασι, βουλομένων κατὰ χρησμὸν ἀνελέσθαι τὰ λείψανα καὶ θάψαι παρ᾽ αὑτοῖς. εἴπερ οὖν οὕτως ἔχουσιν οἰκείως καὶ φιλανθρώπως πρὸς τοὺς ἀποθανόντας, ἔτι μᾶλλον εἰκός ἐστι τοῖς ζῶσι βοηθεῖν, καὶ μάλιστα κηληθέντας αὐλοῖς ἤ τισι μέλεσι. τουτὶ γὰρ ἤδη πάντες ἴσμεν, ὅτι μουσικῇ τὰ ζῷα ταῦτα χαίρει καὶ διώκει, καὶ παρανήχεται τοῖς ἐλαυνομένοις πρὸς ᾠδὴν καὶ αὐλὸν ἐν εὐδίᾳ πορείαις τερπόμενα. χαίρει δὲ [163a] καὶ νήξεσι παίδων καὶ κολύμβοις ἁμιλλᾶται. διὸ καὶ νόμος ἀδείας ἄγραφός ἐστιν αὐτοῖς· θηρᾷ γὰρ οὐδεὶς οὐδὲ λυμαίνεται, πλὴν ὅταν ἐν δικτύοις γενόμενοι κακουργῶσι περὶ τὴν ἄγραν, πληγαῖς κολάζονται καθάπερ παῖδες ἁμαρτάνοντες. μέμνημαι δὲ καὶ παρὰ Λεσβίων ἀνδρῶν ἀκούσας σωτηρίαν τινὰ κόρης ὑπὸ δελφῖνος ἐκ θαλάττης γενέσθαι· ἀλλ᾽ ἐγὼ μὲν οὐκ ἀκριβῶ τἄλλα, ὁ δὲ Πιττακὸς ἐπεὶ γιγνώσκει, δίκαιός ἐστι περὶ τούτων διελθεῖν.»


[19] Ο Περίανδρος λοιπόν διέταξε να σηκωθεί αμέσως ο Γόργος και να πάει να βάλει τους ανθρώπους αυτούς στη φυλακή και εκεί να μην τους πλησιάζει κανείς, ούτε να τους πει κανείς ότι ο Αρίονας είχε σωθεί.
Αμέσως ο Αίσωπος είπε: «Εσείς περιγελάτε τις κάργες μου και τους κόρακές μου που συζητούν μεταξύ τους. Νά όμως που και τα δελφίνια κάνουν τέτοιες παράτολμες πράξεις».
Εγώ του απάντησα: «Ας πούμε κάτι άλλο, [162c] Αίσωπε. Η ιστορία αυτή είναι τώρα πάνω από χίλια χρόνια που γίνεται εδώ σ᾽ εμάς πιστευτή και μας παραδόθηκε γραπτή: από τα χρόνια της Ινώς και του Αθάμαντα».
Πήρε τότε τον λόγο ο Σόλωνας και είπε: «Όλα αυτά, Διοκλή μου, ας τα θεωρήσουμε πράγματα που είναι κοντά στους θεούς και πάνω από μας. Είναι, αντίθετα, ανθρώπινο και σχετικό με εμάς το περιστατικό που συνέβη στον Ησίοδο — φαντάζομαι ότι θα την έχεις ακούσει την ιστορία».
«Πραγματικά όχι», απάντησα εγώ.
«Ε τότε αξίζει να τη μάθεις. Κάποιος, Μιλήσιος καταπώς φαίνεται, που μαζί του ο Ησίοδος διέμενε [162d] φιλοξενούμενος στη Λοκρίδα, συνευρέθηκε κρυφά με την κόρη του ανθρώπου που τους φιλοξενούσε. Όταν το πράγμα αποκαλύφθηκε, ο Ησίοδος κίνησε την υποψία ότι γνώριζε το αδίκημα από την αρχή και ότι συνεργάστηκε στην απόκρυψή του. Ο ίδιος δεν έφταιγε σε τίποτε, το έφερε όμως η στιγμή και έπεσε, άδικα, θύμα οργής και διαβολής: τα αδέρφια του κοριτσιού τού έστησαν ενέδρα κοντά στον ναό του Νέμειου Δία στη Λοκρίδα και τον σκότωσαν — μαζί του και τον συνοδό του, που το όνομά του ήταν Τρωίλος. Στη συνέχεια έσπρωξαν τα σώματά τους προς τη θάλασσα, και του μεν Τρωίλου το σώμα, παρασυρμένο έξω προς το ρεύμα του ποταμού Δάφνου, κρατήθηκε από έναν περίβρεκτο σκόπελο που προεξείχε λίγο από τη θάλασσα —ο σκόπελος αυτός έχει ως σήμερα το όνομα Τρωίλος—, [162e] το πτώμα όμως του Ησίοδου το ανασήκωσε από την ακτή ένα κοπάδι δελφίνια και το μετέφερε προς το Ρίο, στην περιοχή της Μολύκρειας. Έτυχε τότε οι Λοκροί να τελούν την καθιερωμένη θυσία και την πανήγυρη των Ρίων, που την τελούν ώς σήμερα στο μέρος εκείνο με λαμπρότητα. Καθώς λοιπόν είδαν το σώμα να φέρεται προς το μέρος τους, έμειναν, όπως ήταν φυσικό, έκπληκτοι και έτρεξαν όλοι προς την ακτή. Όταν αναγνώρισαν το πτώμα, που ήταν ακόμη πρόσφατο, θεώρησαν —εξαιτίας της φήμης που είχε ο Ησίοδος— ότι έπρεπε να βάλουν σε δεύτερη μοίρα όλα τα άλλα προκειμένου να εξιχνιάσουν τον φόνο. Την έρευνά τους την ολοκλήρωσαν γρήγορα και βρήκαν τους φονιάδες: τους ίδιους τούς βούλιαξαν στη θάλασσα ζωντανούς και το σπίτι τους το γκρέμισαν. Ο Ησίοδος θάφτηκε στον ναό του Νέμειου Δία. Οι πιο πολλοί ξένοι δεν ξέρουν πού βρίσκεται ο τάφος: ο τάφος κρατήθηκε κρυφός, επειδή, όπως λένε, τον έψαχναν [162f] οι Ορχομένιοι, θέλοντας, σύμφωνα με κάποιον χρησμό, να πάρουν τα λείψανα και να τα θάψουν στον τόπο τους. Αν λοιπόν τα δελφίνια συμπεριφέρονται με τόση οικειότητα και με τόση αγάπη προς τους νεκρούς, είναι ακόμη πιο φυσικό να βοηθούν τους ζωντανούς, και μάλιστα όταν είναι μαγεμένα από αυλούς ή μελωδίες. Γιατί αυτό το ξέρουμε πια όλοι, ότι τα ζώα αυτά ευχαριστιούνται πολύ με τη μουσική και τρέχουν από πίσω της, και όταν ο καιρός είναι καλός, κολυμπούν δίπλα στους ναύτες που κωπηλατούν με τη συνοδεία τραγουδιού και αυλού, και είναι τότε μεγάλη η χαρά που τους προκαλούν αυτές οι βόλτες τους. Χαίρονται επίσης [163a] με το κολύμπι των παιδιών και αμιλλώνται στο κολύμπι. Αυτός είναι και ο λόγος που υπάρχει ένας άγραφος νόμος προστασίας τους: κανένας δεν τα κυνηγάει ούτε τα πειράζει, και μόνο όταν βρεθούν στα δίχτυα των ψαράδων και προκαλέσουν καταστροφή στο ψάρεμα, τιμωρούνται τότε με ξυλιές, όπως τα παιδιά όταν κάνουν αταξίες. Θυμούμαι, επίσης, ότι άκουσα κάποτε από κάποιους Λέσβιους ότι ένα δελφίνι έσωσε από τη θάλασσα ένα κορίτσι, μόνο που εγώ δεν ξέρω να σας πω όλες τις λεπτομέρειες· τις ξέρει, πάντως, ο Πιττακός, και επομένως το σωστό είναι να μας τις διηγηθεί αυτός».