Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (219-253)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
ἰὼ ξένοι,
220τίνες ποτ᾽ ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ
κατέσχετ᾽ οὔτ᾽ εὔορμον οὔτ᾽ οἰκουμένην;
ποίας πάτρας ἂν ἢ γένους ὑμᾶς ποτε
τύχοιμ᾽ ἂν εἰπών; σχῆμα μὲν γὰρ Ἑλλάδος
στολῆς ὑπάρχει προσφιλεστάτης ἐμοί·
225φωνῆς δ᾽ ἀκοῦσαι βούλομαι· καὶ μή μ᾽ ὄκνῳ
δείσαντες ἐκπλαγῆτ᾽ ἀπηγριωμένον,
ἀλλ᾽ οἰκτίσαντες ἄνδρα δύστηνον, μόνον,
ἐρῆμον ὧδε κἄφιλον κακούμενον,
φωνήσατ᾽, εἴπερ ὡς φίλοι προσήκετε.
230ἀλλ᾽ ἀνταμείψασθ᾽· οὐ γὰρ εἰκὸς οὔτ᾽ ἐμὲ
ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ᾽ οὔθ᾽ ὑμᾶς ἐμοῦ.
ΝΕ. ἀλλ᾽, ὦ ξέν᾽, ἴσθι τοῦτο πρῶτον, οὕνεκα
Ἕλληνές ἐσμεν· τοῦτο γὰρ βούλῃ μαθεῖν.
ΦΙ. ὦ φίλτατον φώνημα· φεῦ τὸ καὶ λαβεῖν
235πρόσφθεγμα τοιοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἐν χρόνῳ μακρῷ.
τίς σ᾽, ὦ τέκνον, προσέσχε, τίς προσήγαγεν
χρεία; τίς ὁρμή; τίς ἀνέμων ὁ φίλτατος;
γέγωνέ μοι πᾶν τοῦθ᾽, ὅπως εἰδῶ τίς εἶ.
ΝΕ. ἐγὼ γένος μέν εἰμι τῆς περιρρύτου
240Σκύρου· πλέω δ᾽ ἐς οἶκον· αὐδῶμαι δὲ παῖς
Ἀχιλλέως, Νεοπτόλεμος. οἶσθα δὴ τὸ πᾶν.
ΦΙ. ὦ φιλτάτου παῖ πατρός, ὦ φίλης χθονός,
ὦ τοῦ γέροντος θρέμμα Λυκομήδους, τίνι
στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; πόθεν πλέων;
245ΝΕ. ἐξ Ἰλίου τοι δὴ τανῦν γε ναυστολῶ.
ΦΙ. πῶς εἶπας; οὐ γὰρ δὴ σύ γ᾽ ἦσθα ναυβάτης
ἡμῖν κατ᾽ ἀρχὴν τοῦ πρὸς Ἴλιον στόλου.
ΝΕ. ἦ γὰρ μετέσχες καὶ σὺ τοῦδε τοῦ πόνου;
ΦΙ. ὦ τέκνον, οὐ γὰρ οἶσθά μ᾽ ὅντιν᾽ εἰσορᾷς;
250ΝΕ. πῶς γὰρ κάτοιδ᾽ ὅν γ᾽ εἶδον οὐδεπώποτε;
ΦΙ. οὐδ᾽ ὄνομα τοὐμὸν οὐδὲ τῶν κακῶν κλέος
ᾔσθου ποτ᾽ οὐδέν, οἷς ἐγὼ διωλλύμην;
ΝΕ. ὡς μηδὲν εἰδότ᾽ ἴσθι μ᾽ ὧν ἀνιστορεῖς.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Α! α!
Ποιοί ᾽σαστε, ξένοι εσείς, που πιάσατε
220με καράβι σ᾽ αυτό τον τόπο, που είναι
χωρίς λιμάνια κι έρμος απ᾽ ανθρώπους;
Ποιά την πατρίδα, ποιά να πω γενιά σας
χωρίς να γελαστώ; βέβαια το σχήμα
της φορεσιάς, το πιο μου αγαπημένο,
ελληνικό ειναι· μα θέλω ν᾽ ακούσω
και τη φωνή. Αχ, μη σας παίρνει ο φόβος,
μην ξαφνιάζεστε που άγριος έτσι δείχνω,
μα σπλαχνιστείτε αυτόν τον δύστυχο άντρα,
μονάχον, έρμο κι έτσι δίχως φίλο
και μιλήστε του — αν ήρθατε σα φίλοι.
230Μα αποκριθείτε· και σωστό δεν είναι
αυτό καν από σας να μην πετύχω,
καθώς και γω αν σε σας το ίδιο δεν κάμω.
ΝΕΟ. Μα μάθε πρώτ᾽ αυτό· ναι, Έλληνες, ξένε,
είμαστε, γιατί αυτό θέλεις να ξέρεις.
ΦΙΛ. Ω μυριοπόθητη λαλιά! Κι αχ, πού ηταν
να διαβούν τόσα χρόνια για ν᾽ ακούσω
τον ήχο σου ξανά από στόμα ανθρώπου!
Ποιά σ᾽ έφερε, ποιά σ᾽ άραξε, παιδί μου,
ανάγκη εδώ; ποιά αιτία, ποιός σπλαχνικός μου
αγέρας; πες μου τα όλ᾽ αυτά, να ξέρω
ποιός είσαι. ΝΕΟ. Εγώ γεννήθηκα στη Σκύρο
240και γυρνώ στην πατρίδα· τ᾽ όνομά μου
Νεοπτόλεμος, γιος του Αχιλλέα. Νά, που όλα
τα ᾽μαθες τώρα. ΦΙΛ. Ω πολυαγαπημένου
παιδί πατέρα κι απ᾽ αγαπημένο
τόπο, του γέρου Λυκομήδη θρέμμα,
πώς ήρθες κι από πού σ᾽ αυτά τα μέρη;
ΝΕΟ. Ότι κι έφτασα τώρα ίσια από την Τροία.
ΦΙΛ. Πώς είπες; μα δεν είχες ακλουθήσει
μαζί απ᾽ αρχής το στόλο μας στην Τροία.
ΝΕΟ. Ήσουν λοιπόν και συ μαζί των τότε;
ΦΙΛ. Μα δεν ξέρεις, παιδί, ποιόν βλέπεις μπρος σου;
ΝΕΟ. Πώς θες να ξέρω άνθρωπο που ως τώρα
250ποτέ δεν είδα; ΦΙΛ. Μα ουδέ τ᾽ όνομά μου
δεν άκουσες λοιπόν ποτέ, ούτε λόγο
κανένα για τα πάθη που με λιώσαν;
ΝΕΟ. Τίποτ᾽ απ᾽ όλ᾽ αυτά, σου λέω, δεν ξέρω.