Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (1-25)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΟΔΥΣΣΕΥΣ
Ἀκτὴ μὲν ἥδε τῆς περιρρύτου χθονὸς
Λήμνου, βροτοῖς ἄστιπτος οὐδ᾽ οἰκουμένη,
ἔνθ᾽, ὦ κρατίστου πατρὸς Ἑλλήνων τραφεὶς
Ἀχιλλέως παῖ Νεοπτόλεμε, τὸν Μηλιᾶ
5Ποίαντος υἱὸν ἐξέθηκ᾽ ἐγώ ποτε,
ταχθεὶς τόδ᾽ ἔρδειν τῶν ἀνασσόντων ὕπο,
νόσῳ καταστάζοντα διαβόρῳ πόδα·
ὅτ᾽ οὔτε λοιβῆς ἡμὶν οὔτε θυμάτων
παρῆν ἑκήλοις προσθιγεῖν, ἀλλ᾽ ἀγρίαις
10κατεῖχ᾽ ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις,
βοῶν, στενάζων. ἀλλὰ ταῦτα μὲν τί δεῖ
λέγειν; ἀκμὴ γὰρ οὐ μακρῶν ἡμῖν λόγων,
μὴ καὶ μάθῃ μ᾽ ἥκοντα κἀκχέω τὸ πᾶν
σόφισμα τῷ νιν αὐτίχ᾽ αἱρήσειν δοκῶ.
15ἀλλ᾽ ἔργον ἤδη σὸν τὰ λοίφ᾽ ὑπηρετεῖν,
σκοπεῖν θ᾽ ὅπου ᾽στ᾽ ἐνταῦθα δίστομος πέτρα
τοιάδ᾽, ἵν᾽ ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ
πάρεστιν ἐνθάκησις, ἐν θέρει δ᾽ ὕπνον
δι᾽ ἀμφιτρῆτος αὐλίου πέμπει πνοή.
20βαιὸν δ᾽ ἔνερθεν ἐξ ἀριστερᾶς τάχ᾽ ἂν
ἴδοις ποτὸν κρηναῖον, εἴπερ ἐστὶ σῶν.
ἅ μοι προσελθὼν σῖγα σήμαιν᾽ εἴτ᾽ ἔχει
χῶρον πρὸς αὐτὸν τόνδ᾽ ἔτ᾽, εἴτ᾽ ἄλλῃ κυρεῖ,
ὡς τἀπίλοιπα τῶν λόγων σὺ μὲν κλύῃς,
25ἐγὼ δὲ φράζω, κοινὰ δ᾽ ἐξ ἀμφοῖν ἴῃ.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Νά τον αυτός ο έρμος ο γιαλός της Λήμνου
που ανθρώπου δεν πατεί ποτέ ποδάρι·
εδώ είν᾽, ω γιε του πρώτου των Ελλήνων,
του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμε, που τότε
παράτησα κρυφά το Φιλοχτήτη
μονάχο κι έφυγα, καθώς να κάμω
μέ ειχαν προστάξει οι αρχηγοί του στόλου,
εξ αφορμής το πόδι του που σάπιο
έσταζεν όμπυο απ᾽ την κακιά πληγή του
και με τις άγριες του φωνές, τους βόγκους
10και τις βλαστήμιες, το στρατόπεδό μας
εγιόμιζε όλο, που έτσι ούτε θυσία
ούτ᾽ αγιασμό να κάμομε ήταν τρόπος.
Μα τις η ανάγκη τώρ᾽ αυτά να λέμε;
καιρός για λόγια περιττά δεν είναι,
μήπως με νιώσει που ᾽μαι δω φτασμένος
κι έτσι όλο να χαθεί το σχέδιό μου,
που λέω μ᾽ αυτό στο χέρι να τον βάλω.
Δουλειά σου τώρα εσύ να με βοηθήσεις
στα επίλοιπα και να κοιτάξεις πού είναι
μια δίστομη σπηλιά εδώ κάπου, τέτοια
που να την πιάνει ο ήλιος το χειμώνα
κι από τις δυο μεριές και που το θέρος
να φέρνει ύπνο το ρέμα απ᾽ τις δυο πόρτες·
20και λίγο απάνω, αριστερά, θενά ᾽ναι
μια βρυσούλα νερό — αν ακόμα υπάρχει.
Άμε λοιπόν σιγά να δεις κι έτσι κατόπι
θα σου εξηγήσω εγώ και συ θ᾽ ακούσεις
όσα έχω να σου πω, για να τραβήξει
μπροστά η δουλειά μαζί κι από τους δυο μας.