Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (333-363)


ΑΙ. ἰώ μοί μοι.
ΤΕΚ. τάχ᾽, ὡς ἔοικε, μᾶλλον· ἢ οὐκ ἠκούσατε
335Αἴαντος οἵαν τήνδε θωύσσει βοήν;
ΑΙ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. ἁνὴρ ἔοικεν ἢ νοσεῖν, ἢ τοῖς πάλαι
νοσήμασι ξυνοῦσι λυπεῖσθαι παρών.
ΑΙ. ἰὼ παῖ παῖ.
340ΤΕΚ. ὤμοι τάλαιν᾽· Εὐρύσακες, ἀμφὶ σοὶ βοᾷ.
τί ποτε μενοινᾷ; ποῦ ποτ᾽ εἶ; τάλαιν᾽ ἐγώ.
ΑΙ. Τεῦκρον καλῶ. ποῦ Τεῦκρος; ἢ τὸν εἰσαεὶ
λεηλατήσει χρόνον, ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαι;
ΧΟ. ἁνὴρ φρονεῖν ἔοικεν. ἀλλ᾽ ἀνοίγετε.
345τάχ᾽ ἄν τιν᾽ αἰδῶ κἀπ᾽ ἐμοὶ βλέψας λάβοι.
ΤΕΚ. ἰδού, διοίγω· προσβλέπειν δ᾽ ἔξεστί σοι
τὰ τοῦδε πράγη, καὐτὸς ὡς ἔχων κυρεῖ.

ΑΙ. ἰώ, [στρ. α]
φίλοι ναυβάται, μόνοι ἐμῶν φίλων
350μόνοι ἔτ᾽ ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ,
ἴδεσθέ μ᾽ οἷον ἄρτι κῦ-
μα φοινίας ὑπὸ ζάλης
ἀμφίδρομον κυκλεῖται.
ΧΟ. οἴμ᾽ ὡς ἔοικας ὀρθὰ μαρτυρεῖν ἄγαν.
355δηλοῖ δὲ τοὔργον ὡς ἀφροντίστως ἔχει.

ΑΙ. ἰώ, [ἀντ. α]
γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας,
ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν,
σέ τοι σέ τοι μόνον δέδορ-
360κα πημονὰν ἐπαρκέσοντ᾽.
ἀλλά με συνδάιξον.
ΧΟ. εὔφημα φώνει· μὴ κακὸν κακῷ διδοὺς
ἄκος πλέον τὸ πῆμα τῆς ἄτης τίθει.


ΑΙ. Ουαί κι αλίμονο.
ΤΕ. Φαίνεται πως το πράγμα μάλλον χειροτέρεψε.
Ή μήπως δεν ακούσατε την άγρια φωνή;
ΑΙ. Ουαί κι αλίμονο.
ΧΟ. Δείχνει ο άνθρωπος πάλι να παραφέρεται·
ή μήπως απελπίζεται, βλέποντας τώρα
τί μανία τον βρήκε.
ΑΙ. Ω γιε, ω γιε.
340ΤΕ. Ιώ, εγώ η δύστυχη· εσένα φωνάζει, Ευρυσάκη.
Τί βάζει πάλι ο νους του; πού να βρίσκεσαι;
Αλίμονο σ᾽ εμένα.
ΑΙ. Τον Τεύκρο εγώ φωνάζω· πού ᾽ναι ο Τεύκρος;
όλον τον χρόνο του κουρσεύοντας τον τρώει,
την ώρα που είμαι εγώ χαμένος;
ΧΟ. Μοιάζει, νομίζω, να ᾽ναι τώρα στα καλά του·
ανοίξετε να δούμε. Μπορεί, όταν με δει μπροστά του,
ίσως από ντροπή να κρατηθεί.
ΤΕ. Ανοίγω. Τώρα μπορούν να δουν τα μάτια σου
τα έργα που έπραξε ο ίδιος με το χέρι του.

ΑΙ. Ιώ,
φίλοι μου ναυτικοί, μόνοι εσείς από τους φίλους
350μείνατε πιστοί στον νόμο της φιλίας.
Δείτε τί κύμα παραζάλης φονικής με δέρνει,
δείτε τί αίματα με μούσκεψαν.
ΧΟ. Φρίκη. Πόση αλήθεια μαρτυρούν τα λόγια σου.
Το έργο δείχνει μόνο του τον παραλογισμό.

ΑΙ. Ιώ,
γενιά θαλασσινή, έμπειρο χέρι τέχνης ναυτικής,
που με κουπί ευλύγιστο κάνει τα πλοία να πετούν,
360εσένα μόνο βλέπω πρόθυμο να με συντρέξεις·
σφάξε λοιπόν τώρα κι εμένα, μαζί με τις βοσκές.
ΧΟ. Λέξη μην ξαναπείς· μη θες, σ᾽ ένα κακό φορτώνοντας
άλλο κακό για γιατρικό, να μεγαλώσει η συμφορά σου.


ΑΙΑ. (από μέσα) Ώωχ! συμφορά μου.
ΤΕΚ. Χειρότερα σε λίγο θα ᾽ναι, ως βλέπω·
ή δεν ακούσατε τον Αίαντα τώρα
με τί σπαραχτικές φωνές βογκάει;
ΑΙΑ. Ώωχ! συμφορά μου.
ΧΟΡ. Ή άρρωστος είναι λέω ή θα λυπάται
θωρώντας μπρος του τί κακό έχει κάνει.
ΑΙΑ. Άαχ! παιδί μου, παιδί μου.
340ΤΕΚ. Ω! η δύστυχη· Ευρυσάκη, εσένα κράζει.
Τί μελετάει; Πού είσαι; Αλίμονό μου.
ΑΙΑ. Τον Τεύκρο θέλω· πού είναι ο Τεύκρος; Ή όλο
τον καιρό του στο κούρσος θα ξοδέψει,
τώρα που εγώ αφανίζομαι εδώ μόνος;
ΧΟΡ. Στα λογικά του ήρθε νομίζω. Άνοιξε λίγο,
μήπως και κρατηθεί αντικρίζοντάς με.
ΤΕΚ. Νά, σου ανοίγω· δες τί έχει κάμει
και σε ποιά θέση βρίσκεται κι ο ίδιος.
(Μέσα στη σκηνή φαίνεται ο Αίαντας)

ΑΙΑ. Αχ! φίλοι μου ναύτες, που μονάχα,
μονάχα εσείς από τους φίλους
350πιστοί σε μένα μείνατε, κοιτάχτε
τί κύμα τρέλας φονικής
με κυκλοζώνει ολούθε.
ΧΟΡ. Αλίμονο, πολύ σωστά, όπως βλέπω,
τα είπες· μας το δείχνουνε τα έργα
πόσο στ᾽ αλήθεια σάλεψεν ο νους σου.

ΑΙΑ. Αχ! βοηθοί μου εσείς στις ναυτικές
τέχνες, που λαμνοκόποι στο καράβι μου
τα πέλαγα αρμενίζατε, μονάχα εσείς
360να με γλιτώσετε μπορείτε απ᾽ τα δεινά·
εμπρός, σκοτώστε με.
ΧΟΡ. Σώπασε· μη γυρεύεις να γιατρέψεις
το ᾽να κακό μ᾽ άλλο κακό και μεγαλώσεις
τη φρίκη πιο πολύ της δυστυχίας.


ΑΙΑ. Ωχ, ωχ!
ΤΕΚ. Ακόμα, καθώς φαίνεται, κι άλλες θα ᾽ρθουν· ή τάχα
τον Αία δεν ακούσατε να βαριαναστενάζει;
ΑΙΑ. Ωχ, ωχ!
ΧΟΡ. Γιά πάσχει ακόμα ο άνθρωπος, γιά τις παλιές αρρώστιες
θυμάται, και μες στην καρδιά τονε σπαράζει η λύπη.
ΑΙΑ. Παιδί μου, ωχ παιδί μου!
340ΤΕΚ. Αλίμονό μου, της φτωχής· Βρυσάκη, εσένα κράζει·
Τί να ᾽χει τάχα μες στον νου; Πού να ᾽σαι; ω, η καημένη.
ΑΙΑ. Τον Τεύκρο θέλω. Πού ᾽ναι τος ο Τεύκρος; Θα κουρσεύει
εκείνος όλο τον καιρό, εγώ σαν πάω να σβήσω;
ΧΟΡ. Να τα ᾽χει φαίνεται σωστά ο άνθρωπος· ανοίχτε.
Λίγο μπορεί να ντροπιαστεί όντας με ιδεί στα μάτια.
ΤΕΚ. Σ᾽ ανοίγω, νά! Μπορείς να ιδείς τα έργατά του τώρα
και σε ποιά χάλια βρίσκεται κι ατός του, κοίταξέ τον.

ΑΙΑ. Αδέρφια μου ναυτόπουλα, που μόνοι σεις ακόμα
350φίλοι μου μένετε πιστοί, το δίκιο μου γροικάτε,
δέτε ποιά μαύρα κύματα, που απ᾽ την ανεμοζάλη
ολούθε τρέχουνε γοργά, με ζώνουν τώρα εμένα.
ΧΟΡ. Όλα σωστά μου φαίνονται τα λόγια σου πως είναι·
τα έργατά του ολότελα πως τα ᾽χασε το δείχνουν.

ΑΙΑ. Θαλασσοπούλια, που ήρθατε με τα κουπιά εδώ πέρα,
360στις συφορές μου μόνο εσάς σωτήρες μου αντικρίζω·
κι εμένα τώρα σφάχτε με.
ΧΟΡ. Μη βλαστημάς· και το κακό το ᾽να ποτέ μη βάζεις
βοτάνι στ᾽ άλλο το κακό, γιατί της δυστυχίας
το μεγαλώνεις πλιότερο το χτύπημα το μαύρο.