Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (430-484)


430ΑΙ. αἰαῖ· τίς ἄν ποτ᾽ ᾤεθ᾽ ὧδ᾽ ἐπώνυμον
τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς;
νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ
καὶ τρίς· τοιούτοις γὰρ κακοῖς ἐντυγχάνω·
ὅτου πατὴρ μὲν τῆσδ᾽ ἀπ᾽ Ἰδαίας χθονὸς
435τὰ πρῶτα καλλιστεῖ᾽ ἀριστεύσας στρατοῦ
πρὸς οἶκον ἦλθε πᾶσαν εὔκλειαν φέρων·
ἐγὼ δ᾽ ὁ κείνου παῖς, τὸν αὐτὸν ἐς τόπον
Τροίας ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι σθένει,
οὐδ᾽ ἔργα μείω χειρὸς ἀρκέσας ἐμῆς,
440ἄτιμος Ἀργείοισιν ὧδ᾽ ἀπόλλυμαι.
καίτοι τοσοῦτόν γ᾽ ἐξεπίστασθαι δοκῶ,
εἰ ζῶν Ἀχιλλεὺς τῶν ὅπλων τῶν ὧν πέρι
κρίνειν ἔμελλε κράτος ἀριστείας τινί,
οὐκ ἄν τις αὔτ᾽ ἔμαρψεν ἄλλος ἀντ᾽ ἐμοῦ.
445νῦν δ᾽ αὔτ᾽ Ἀτρεῖδαι φωτὶ παντουργῷ φρένας
ἔπραξαν, ἀνδρὸς τοῦδ᾽ ἀπώσαντες κράτη.
κεἰ μὴ τόδ᾽ ὄμμα καὶ φρένες διάστροφοι
γνώμης ἀπῇξαν τῆς ἐμῆς, οὐκ ἄν ποτε
δίκην κατ᾽ ἄλλου φωτὸς ὧδ᾽ ἐψήφισαν.
450νῦν δ᾽ ἡ Διὸς γοργῶπις ἀδάματος θεὰ
ἤδη μ᾽ ἐπ᾽ αὐτοῖς χεῖρ᾽ ἐπευθύνοντ᾽ ἐμὴν
ἔσφηλεν ἐμβαλοῦσα λυσσώδη νόσον,
ὥστ᾽ ἐν τοιοῖσδε χεῖρας αἱμάξαι βοτοῖς·
κεῖνοι δ᾽ ἐπεγγελῶσιν ἐκπεφευγότες,
455ἐμοῦ μὲν οὐχ ἑκόντος· εἰ δέ τις θεῶν
βλάπτοι, φύγοι τἂν χὡ κακὸς τὸν κρείσσονα.
καὶ νῦν τί χρὴ δρᾶν; ὅστις ἐμφανῶς θεοῖς
ἐχθαίρομαι, μισεῖ δέ μ᾽ Ἑλλήνων στρατός,
ἔχθει δὲ Τροία πᾶσα καὶ πεδία τάδε.
460πότερα πρὸς οἴκους, ναυλόχους λιπὼν ἕδρας
μόνους τ᾽ Ἀτρείδας, πέλαγος Αἰγαῖον περῶ;
καὶ ποῖον ὄμμα πατρὶ δηλώσω φανεὶς
Τελαμῶνι; πῶς με τλήσεταί ποτ᾽ εἰσιδεῖν
γυμνὸν φανέντα τῶν ἀριστείων ἄτερ,
465ὧν αὐτὸς ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν;
οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν. ἀλλὰ δῆτ᾽ ἰὼν
πρὸς ἔρυμα Τρώων, ξυμπεσὼν μόνος μόνοις
καὶ δρῶν τι χρηστόν, εἶτα λοίσθιον θάνω;
ἀλλ᾽ ὧδέ γ᾽ Ἀτρείδας ἂν εὐφράναιμί που.
470οὐκ ἔστι ταῦτα. πεῖρά τις ζητητέα
τοιάδ᾽ ἀφ᾽ ἧς γέροντι δηλώσω πατρὶ
μή τοι φύσιν γ᾽ ἄσπλαγχνος ἐκ κείνου γεγώς.
αἰσχρὸν γὰρ ἄνδρα τοῦ μακροῦ χρῄζειν βίου,
κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται.
475τί γὰρ παρ᾽ ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει
προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν;
οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτῶν
ὅστις κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται.
ἀλλ᾽ ἢ καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνηκέναι
480τὸν εὐγενῆ χρή. πάντ᾽ ἀκήκοας λόγον.
ΧΟ. οὐδεὶς ἐρεῖ ποθ᾽ ὡς ὑπόβλητον λόγον,
Αἴας, ἔλεξας, ἀλλὰ τῆς σαυτοῦ φρενός.
παῦσαί γε μέντοι καὶ δὸς ἀνδράσιν φίλοις
γνώμης κρατῆσαι τάσδε φροντίδας μεθείς.


430ΑΙ. Αιαί! Ποιός το φαντάστηκε ποτέ πως το όνομά μου
τόσο πολύ θα ταίριαζε να γίνει επώνυμο της συμφοράς μου.
Και νά που τώρα, δυο και τρεις φορές μου πάει
αιαί ν᾽ αναφωνώ, στην τύχη που με βρήκε.
Εμένα, που ο πατέρας μου, αφού στη χώρα αυτή της Ίδας
κέρδισε πολεμώντας έπαθλα αριστείας λαμπρά,
γύρισε πίσω νικητής και δοξασμένος.
Ενώ εγώ, εκείνου ο γιος, που πάτησα στον ίδιο χώρο
της Τρωάδας, όχι με σθένος δεύτερο, εγώ,
που δεν κατόρθωσα ανδραγαθήματα κατώτερα,
440ατιμασμένος χάνομαι μέσα στους Έλληνες.
Είμαι ωστόσο αυτής της γνώμης, το γνωρίζω:
ανίσως ζούσε ακόμη Αχιλλέας κι έμελλε αυτός να κρίνει
τα όπλα του σε ποιόν θα δώσει, της αριστείας έπαθλο
γενναίο, δεν θα τα είχε αγγίξει άλλος από μένα.
Τώρα ωστόσο οι δυο Ατρείδες σ᾽ εκείνον τον πανούργο
τα προμήθευσαν, μεγάλα κατορθώματα περιφρονώντας,
σ᾽ εμένα που με βλέπεις.
Αν όμως μάτια και μυαλό δεν είχανε σαλέψει,
δεν θα ᾽παιρναν αυτοί ψηφίζοντας παρόμοια απόφαση.
450Τώρα ωστόσο αδάμαστη του Δία η κόρη, με μάτι
που σ᾽ απολιθώνει, την ώρα που άπλωνα το χέρι πάνω τους,
στη λύσσα της μανίας μ᾽ έριξε, ώστε στο αίμα βοσκημάτων
τα χέρια μου να βάψω.
Κι αυτοί που ξέφυγαν τον θάνατο, τώρα περιγελούν
το άθλιο έργο μου, κι ας έγινε παρά τη θέλησή μου.
Αν όμως θέλει ένας θεός μια βλάβη, ακόμη κι ο δειλός
βγαίνει πιο πάνω απ᾽ τον γενναίο.
Μα τώρα τί απόμεινε να κάνω; αφότου ολοφάνερα
μ᾽ εχθρεύονται οι θεοί, και των Ελλήνων
ο στρατός με μίσησε, η Τροία ολόκληρη κι αυτός
ο κάμπος, όλοι και όλα μ᾽ απεχθάνονται.
Να γύριζα μήπως στο σπίτι, πίσω μου αφήνοντας
460αυτό το αραξοβόλι, τους δυο Ατρείδες παρατώντας,
το Αιγαίο πέλαγος περνώντας;
Μα τότε με τί μάτια τον πατέρα μου θα δω,
όταν σταθώ μπροστά στον Τελαμώνα;
Πώς θ᾽ ανεχτεί να με κοιτάξει μ᾽ άδεια χέρια,
δίχως ανδρείας έπαθλο, όταν ο ίδιος κέρδισε
λαμπρό στεφάνι μιας μεγάλης δόξας;
Όχι, αυτό δεν υποφέρεται.
Μήπως καλύτερα μπροστά να προχωρήσω στης Τροίας
τα τείχη, να συγκρουστώ σώμα με σώμα με τους Τρώες,
κι αφού αναδειχθώ γενναίος, στο τέλος να πεθάνω;
Έτσι όμως θα ᾽δινα χαρά μεγάλη στους Ατρείδες.
Όχι, δεν είναι λύση αυτή.
470Πρέπει οπωσδήποτε να βρω τον τρόπο,
στον γέροντα πατέρα μου να δείξω πως δεν γεννήθηκε
δειλός ο γιος του.
Αλλιώς είναι ντροπή να θέλει κάποιος να τραβήξει
σε μάκρος τη ζωή του, αν δεν ελπίζει πως θ᾽ αλλάξει
η τύχη στο καλύτερο.
Γιατί ποιάν ευχαρίστηση δίνει το χθες, για νά ᾽ρθει
το αύριο, μόνο αναβάλλοντας τον βέβαιο θάνατο;
Δεν έχω σε καμιά εκτίμηση όποιον θνητό
γυρεύει να θερμάνει την ψυχή του μ᾽ ελπίδες κούφιες.
Γιατί ο τίμιος ή πρέπει τίμια να ζει
480ή να πεθάνει έντιμος. Αυτό τα λέει όλα.
ΧΟ. Κανείς δεν θα ᾽λεγε τον λόγο σου, Αίαντα,
αλλοπαρμένο, αλλά πως βγαίνει μέσα απ᾽ την καρδιά σου.
Παρ᾽ όλα αυτά ηρέμησε, στους φίλους δείξε εμπιστοσύνη,
αφήνοντας στην άκρη σκέψεις πένθιμες.


430ΑΙΑ. Αι, αι· ποιός θα το πίστευε πως έτσι
βαλμένο στ᾽ όνομά μου θα ταιριάζει
στα πάθη μου· τι δυο φορές μου πρέπει
και τρεις να κράζω αιαι, μια και με βρήκαν
χαλασμοί τέτοιοι, εμένα που ο γονιός μου
πήρε απ᾽ αυτήν εδώ τη γη της Ίδης,
πρώτος μες σ᾽ όλο το στρατό, τα πρώτα
βραβεία και φορτωμένος λαμπρή δόξα
γύρισε στην πατρίδα του· κι ο γιος του
εγώ, στον ίδιο τόπο της Τρωάδας
φτασμένος ύστερα κι όχι πιο λίγη
δείχνοντας απ᾽ αυτόν αντρεία κι έργα
μικρότερα καθόλου, ντροπιασμένος
440χάνομαι απ᾽ τους Αργείους. Όμως έχω
τη γνώμη πως καλά το ξέρω ετούτο.
Αν ζούσ᾽ ο Αχιλλέας κι ήταν να κρίνει
ποιός θ᾽ άξιζε για την παλικαριά του
τα όπλα του να λάβει, κανείς άλλος
εξόν εμένα δε θα τα ᾽παιρνε · μα τώρα
σ᾽ έναν πανούργο τα ᾽δωσαν οι Ατρείδες,
καταφρονώντας τη δικιά μου αξία.
Κι αν δεν ξεστράτιζαν απ᾽ το σκοπό τους
τα μάτια μου κι ο σαλεμένος νους μου,
δε θ᾽ αποφάσιζαν αυτοί γι᾽ άλλον κανένα.
450Τώρα η ανίκητη θεά, του Δία
η γοργομάτα θυγατέρα, καθώς είχα
πάνω σ᾽ αυτούς το χέρι μου απλωμένο,
με παραλόισε βυθίζοντάς με
σε λυσσασμένη αρρώστια, ώστε τα χέρια
να αιματοβάψω σε κοπάδια τέτοια·
κι εκείνοι αναγελούν που αθέλητά μου
γλίτωσαν· ο θεός αν σε τυφλώνει,
τότε απ᾽ τον δυνατό ο δειλός ξεφεύγει.
Και τώρα τί να κάμω πια, όταν όλοι
στα φανερά οι θεοί μ᾽ εχθρεύονται, όταν
των Ελλήνων με μισεί ο στρατός κι η Τροία
ολάκερη κι οι κάμποι ετούτοι; Πίσω
460να φύγω στην πατρίδα μου το Αιγαίο
πέλαγο να περάσω, τους Ατρείδες
μόνους και το καραβοστάσι παρατώντας;
Και με τί μάτια το γονιό μου Τελαμώνα
θα δω; Πώς η καρδιά του θα βαστάξει
να μ᾽ αντικρίσει μπρος του μ᾽ άδεια χέρια
δίχως βραβεία παλικαριάς, που εκείνος
πήρε γι᾽ αυτά λαμπρό στεφάνι δόξας;
Όχι δεν το μπορώ. Αλλά να χιμήξω
στους Τρωαδίτες κάτω από το κάστρο,
μονάχος μου να χτυπηθώ μαζί τους
κι αφού κάποιο κατόρθωμα πετύχω,
το θάνατο να βρω στο τέλος; Μα έτσι
τρανή χαρά θα δώσω στους Ατρείδες.
470Δε γίνεται, όχι. Πρέπει να βρω τρόπο
και στο γέρο γονιό μου ν᾽ αποδείξω
πως όντας γιος του εγώ, δειλός δεν είμαι.
Είναι ντροπή στον άντρα να γυρεύει
πολύν καιρό να ζήσει, όταν δε βλέπει
καμιά αλλαγή στις πίκρες του. Ποιά τάχα
μπορεί χαρά να δώσει η κάθε μέρα,
αφού κοντά στο θάνατο μας φέρνει,
κι ας δείχνει πως τον αναβάλλει; Διόλου
δε λογαριάζω εκείνον που ζεσταίνουν
κούφιες ελπίδες. Πρέπει ή τιμημένος
ο ακέριος άνθρωπος να ζει ή και πάλι
480με τιμή πεθαίνει. Ό,τι ᾽χα το ᾽πα.
ΧΟΡ. Τα λόγια που είπες, Αίαντα, κανένας
δε θα τα λογαριάσει ξένα, μα δικά σου.
Γαλήνεψε όμως κι άφησε τους φίλους,
όλες τις μαύρες σου έγνοιες παρατώντας,
να διαφεντέψουν όσα έχεις στο νου σου.


430ΑΙΑ. Αιαί· και ποιός να το ᾽λπιζε ποτέ πως τ᾽ όνομά μου
παρόμοια με τη μοίρα μου κι αυτό θα συμφωνούσε;
Γιατί μου πρέπει δυο και τρεις αιαί να κράξω τώρα.
Σε τέτοια βρίσκομαι δεινά που ο γέρος ο γονιός μου
εδώ στην Τροία του στρατού κέρδισε τα πρωτάτα,
και στην πατρίδα γύρισε με δόξες φορτωμένος·
κι ο γιος του εγώ, στην Τροία εδώ, στον ίδιο τόπο που ήρθα
όχι με πιο λιγότερη καρδιά και με τα χέρια
440δεν έκαμα μικρότερα έργατα, άτιμος έτσι
απ᾽ τους Αργίτες χάνομαι. Αν και καλά το ξέρω
πως, στη ζωή αν ήτανε ο Αχιλλέας, και κρίση
γι᾽ αυτά τα όπλα έκανε να δώσει στον πιο κάλλιο,
κανένας δεν θα τα ᾽ρπαζεν όξω από εμένανε άλλος.
Μα οι Ατρείδες σε άνθρωπο παμπόνηρο τα δώσαν
και τη δική μου πρόσβαλαν την παλικαροσύνη.
Κι ο νους μου αν και τα μάτια μου δεν με παραπλανούσαν
δεν θα ᾽καναν την κρίση αυτή ποτέ γι᾽ άλλον κανένα.
450Μα τώρα η αδάμαστη θεά, του Δία η κόρη
η γοργομάτα, απάνω τους σαν σήκωσα το χέρι,
το σκούντησε, εμέ ρίχνοντας σε λυσσασμένη αρρώστια
που μες στο αίμα των σφαχτών τα χέρια μου να βάψω·
και τώρα που τη γλίτωσαν αθέλητά μου, εκείνοι
θενα γελούν γιατί, ο θεός σαν είναι εμπόδιο, τότες
και τον καλύτερο ο κακός μπορεί να τον ξεφύγει.
Και τώρα τί χρειάζεται να κάμω; που εμένα
μ᾽ οχτρεύονται ολοφάνερα οι θεοί και των Ελλήνων,
με μάχεται το στράτεμα, η Τροία κι οι κάμποι τούτοι.
460Να πάρω την Άσπρη θάλασσα να πάω για την πατρίδα,
καραβοστάσια αφήνοντας και τους Ατρείδες μόνους;
Και με τί μάτια θα τον δω τον γερο-Τελαμώνα;
πώς θα βαστάξει να με ιδεί άδειον απ᾽ τα πρωτάτα,
που αυτός στεφάνι δοξαστό είχε γι᾽ αυτά παρμένο;
Αυτό ᾽ναι πράμα αβάσταχτο. Ή να χυθώ στων Τρώων
τα κάστρα απάνου, να πιαστώ μόνος μ᾽ αυτούς μονάχους
και κάνοντας το χρέος μου ύστερα να πεθάνω;
Μ᾽ αυτό θενα το χαίρονταν περίσσα οι δυο Ατρείδες.
470Δεν είν᾽ κι αυτό. Πρέπει να βρω άλλον κανένα τρόπο
που να το δείξω φανερά στον γέρο μου πατέρα
πως άναντρο εγώ κορμί δεν βγήκα από εκείνον.
Είναι ντροπής ο άνθρωπος να θέλει να γεράσει
που τα πολλά του τα δεινά δεν δύνεται ν᾽ αλλάξει.
Τι η κάθε μέρα που περνά ποιά χάρη τάχα να ᾽χει,
που μια στον χάρο τον σκουντά, μια τον γλιτώνει πάλε;
τον άνθρωπο δεν τον ψηφώ κι αράδα δεν τον βάζω
που γλυκοναναρίζεται με ψεύτικες ελπίδες.
Μόν᾽ πρέπει για όμορφα να ζει ο αρχοντογεννημένος,
480για να πεθαίνει όμορφα. Σου τα είπα όσα κι αν είχα.
ΧΟΡ. Κανένας, Αία, δεν θα πει αταίριαστα πως είπες,
μόν᾽ όλα αυτά τα λόγια σου πρέπουνε της καρδιάς σου.
Μόν᾽ πάψε πλια και διώξε τες αυτές τις έννοιες πὄχεις
και των αγαπημένω σου τις γνώμες άκουσέ τες.