Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (646-692)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΑΙ. ἅπανθ᾽ ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος
φύει τ᾽ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται·
κοὐκ ἔστ᾽ ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ᾽ ἁλίσκεται
χὡ δεινὸς ὅρκος χαἱ περισκελεῖς φρένες.
650κἀγὼ γάρ, ὃς τὰ δείν᾽ ἐκαρτέρουν τότε,
βαφῇ σίδηρος ὥς, ἐθηλύνθην στόμα
πρὸς τῆσδε τῆς γυναικός· οἰκτίρω δέ νιν
χήραν παρ᾽ ἐχθροῖς παῖδά τ᾽ ὀρφανὸν λιπεῖν.
ἀλλ᾽ εἶμι πρός τε λουτρὰ καὶ παρακτίους
655λειμῶνας, ὡς ἂν λύμαθ᾽ ἁγνίσας ἐμὰ
μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς·
μολών τε χῶρον ἔνθ᾽ ἂν ἀστιβῆ κίχω
κρύψω τόδ᾽ ἔγχος τοὐμόν, ἔχθιστον βελῶν,
γαίας ὀρύξας ἔνθα μή τις ὄψεται·
660ἀλλ᾽ αὐτὸ νὺξ Ἅιδης τε σῳζόντων κάτω.
ἐγὼ γάρ, ἐξ οὗ χειρὶ τοῦτ᾽ ἐδεξάμην
παρ᾽ Ἕκτορος δώρημα δυσμενεστάτου,
οὔπω τι κεδνὸν ἔσχον Ἀργείων πάρα.
ἀλλ᾽ ἔστ᾽ ἀληθὴς ἡ βροτῶν παροιμία,
665ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα κοὐκ ὀνήσιμα.
τοιγὰρ τὸ λοιπὸν εἰσόμεσθα μὲν θεοῖς
εἴκειν, μαθησόμεσθα δ᾽ Ἀτρείδας σέβειν.
ἄρχοντές εἰσιν, ὥσθ᾽ ὑπεικτέον. τί μήν;
καὶ γὰρ τὰ δεινὰ καὶ τὰ καρτερώτατα
670τιμαῖς ὑπείκει· τοῦτο μὲν νιφοστιβεῖς
χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει·
ἐξίσταται δὲ νυκτὸς αἰανὴς κύκλος
τῇ λευκοπώλῳ φέγγος ἡμέρᾳ φλέγειν·
δεινῶν τ᾽ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε
675στένοντα πόντον· ἐν δ᾽ ὁ παγκρατὴς ὕπνος
λύει πεδήσας, οὐδ᾽ ἀεὶ λαβὼν ἔχει.
ἡμεῖς δὲ πῶς οὐ γνωσόμεσθα σωφρονεῖν;
ἐγὼ δ᾽ ἐπίσταμαι γὰρ ἀρτίως ὅτι
ὅ τ᾽ ἐχθρὸς ἡμῖν ἐς τοσόνδ᾽ ἐχθαρτέος,
680ὡς καὶ φιλήσων αὖθις, ἔς τε τὸν φίλον
τοσαῦθ᾽ ὑπουργῶν ὠφελεῖν βουλήσομαι,
ὡς αἰὲν οὐ μενοῦντα. τοῖς πολλοῖσι γὰρ
βροτῶν ἄπιστός ἐσθ᾽ ἑταιρείας λιμήν.
ἀλλ᾽ ἀμφὶ μὲν τούτοισιν εὖ σχήσει· σὺ δὲ
685εἴσω θεοῖς ἐλθοῦσα διὰ τέλους, γύναι,
εὔχου τελεῖσθαι τοὐμὸν ὧν ἐρᾷ κέαρ.
ὑμεῖς θ᾽, ἑταῖροι, ταὐτὰ τῇδέ μοι τάδε
τιμᾶτε, Τεύκρῳ τ᾽, ἢν μόλῃ, σημήνατε
μέλειν μὲν ἡμῶν, εὐνοεῖν δ᾽ ὑμῖν ἅμα.
690ἐγὼ γὰρ εἶμ᾽ ἐκεῖσ᾽ ὅποι πορευτέον·
ὑμεῖς δ᾽ ἃ φράζω δρᾶτε, καὶ τάχ᾽ ἄν μ᾽ ἴσως
πύθοισθε, κεἰ νῦν δυστυχῶ, σεσωμένον.


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ


ΑΙ. Όλα, μακρύς ο χρόνος κι αναρίθμητος,
τ᾽ άδηλα φανερώνει, τα φανερά τα κρύβει.
Τίποτε ανέλπιστο δεν μένει ατέλεστο,
ακόμη κι όρκος φοβερός καταπατείται,
η πιο αλύγιστη απόφαση λυγίζει.
650Έτσι κι εγώ, που ατρόμητος στον κάθε τρόμο αντιστάθηκα,
τώρα σαν σίδερο βαμμένο μαλάκωσε το πείσμα μου,
ακούγοντας τα λόγια μιας γυναίκας. Με πιάνει πόνος
χήρα να την αφήσω στων εχθρών τα χέρια,
και το παιδί ορφανό.
Λοιπόν το αποφασίζω, θα πάω να λούσω το κορμί μου
πέρα στους λειμώνες, εκεί στο περιγιάλι, να το εξαγνίσω
από τον ρύπο, ανίσως και γλιτώσω απ᾽ τη βαριά
οργή της Αθηνάς.
Ψάχνοντας ύστερα θα βρω τόπον απάτητο, να κρύψω
αυτό το ξίφος, ό,τι πιο μισητό σέρνω μαζί μου,
βαθιά στο χώμα σκάβοντας,
να μην μπορεί κανένας να το βρει
660—εκεί η νύχτα ας το φυλάξει κι ο Άδης σκοτεινός.
Γιατί αφότου εγώ το κράτησα στο χέρι, δώρο
του Έκτορα, κι ας είναι ο χειρότερος εχθρός μου,
δεν είδα τίποτα καλό απ᾽ τους Αργίτες.
Και νά που βγαίνει η παροιμία σωστή: άδωρα των εχθρών
τα δώρα, ανώφελα. Γι᾽ αυτό κι εγώ στο μέλλον πια
θα ξέρω: πρέπει να υποχωρούμε στους θεούς,
να μάθουμε σέβας να δείχνουμε και στους Ατρείδες.
Είναι αρχηγοί αυτοί, κι είναι σωστό να τους ακούμε.
Τί άλλο εξάλλου μένει; Αφού κι οι πιο σκληρές,
οι πιο ανυποχώρητες δυνάμεις υποχωρούν μπροστά
στις τιμημένες εξουσίες.
670Όπως υποχωρούν της βαρυχειμωνιάς τα χιόνια,
στο καρποφόρο καλοκαίρι, κι ο σκοτεινός κύκλος
της νύχτας παραμερίζει να περάσει η μέρα
με τα λευκά της άτια, για να φεγγοβολήσει·
αλλά και των δεινών ανέμων οι ριπές
αφήνουν να αποκοιμηθεί στενάζοντας το πέλαγος,
αλλά κι ο ύπνος πολυδύναμος λύνει όσα έδεσε πρωτύτερα,
δεν τα κρατά στην κατοχή του συνεχώς. Πώς γίνεται λοιπόν
εμείς να μην ξανακερδίσουμε τη φρόνησή μας;
Όσο για μένα, το ᾽χω πια καλά χωνέψει, πως τον εχθρό
680θα τον εχθρεύομαι, εν γνώσει πως θα γίνει πάλι φίλος·
παρόμοια και στον φίλο, τόσο θα είμαι μόνο πρόθυμος
να του παρασταθώ, γνωρίζοντας πως δεν θα μείνει
φίλος μου για πάντα.
Γιατί στους πιο πολλούς ανθρώπους δεν είναι
το λιμάνι της φιλίας σίγουρο.
Όλα ωστόσο τώρα θα βρούνε τον σωστό τους δρόμο·
εσύ, γυναίκα, μέσα προχώρησε, κι ευχήσου
στους θεούς να συντελέσουν ό,τι βαθιά ποθεί η καρδιά μου.
Αλλά κι εσείς, πιστοί μου σύντροφοι, φερθείτε ανάλογα,
και μόλις φτάσει ο Τεύκρος, του λέτε να νοιαστεί
για μένα, να ᾽χει τον νου του όμως και σε σας.
690Εγώ θα πορευτώ εκεί που πρέπει. Εσείς στο μεταξύ
όσα σας παραγγέλλω πράξετε, κι ίσως θα μάθετε
σε λίγο πως βρήκα εγώ τη σωτηρία μου, όσο κι αν είμαι
ακόμη δύστυχος.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


(Ο Αίαντας βγαίνει από τη σκηνή)
ΑΙΑ. Ο χρόνος ο αναρίθμητος και μέγας
φέρνει στο φως όλα τα κρύφια κι όταν
τα φανερώσει, πάλι τα σκεπάζει·
αιφνίδιο κι αναπάντεχο δεν είναι
τίποτα, μα κι ο πιο μεγάλος όρκος
κι η θέληση η τρανή λυγίζουν. Έτσι
650κι εγώ που πρώτα αλύγιστή ᾽χα γνώμη,
καθώς βαμμένο σίδερο έχω μαλακώσει
στα παρακάλια της γυναίκας τούτης·
λυπάμαι στους εχθρούς να την αφήσω
χήρα και μ᾽ ορφανό παιδί. Θα πάω
και θα λουστώ εκεί πέρα στα λιβάδια
στ᾽ ακρόγιαλο κοντά, για να ξεπλύνω
το μολυσμένο απ᾽ τη σφαγή κορμί μου
κι απ᾽ το βαρύ θυμό για να ξεφύγω
της θεάς. Ύστερα θα βρω ένα μέρος
που δεν πατάει ποτέ ποδάρι ανθρώπου
κι αυτό το πάρα μισητό σπαθί μου
βαθιά στη γη θα χώσω, όπου κανένας
δε θα το ξαναδεί, μονάχα ο Άδης
660κι η νύχτα ας το φυλάγουν εκεί κάτω.
Γιατί από τότε που μου το ᾽χει δώρο
χαρίσ᾽ ο Έκτορας, ο πιο μεγάλος
εχθρός μου, απ᾽ τους Αργείους καλό δεν είδα.
Κι η παροιμία είναι σωστή που λέει·
τα δώρα των εχθρών δεν είναι δώρα
μήτε ωφελούν. Γι᾽ αυτό από δω και πέρα
μπρος στους θεούς να υποχωρώ θα μάθω
και σεβασμό να δείχνω τους Ατρείδες.
Είναι αρχηγοί μας, πρέπει να υπακούμε.
Και πώς αλλιώς; Μπροστά στην εξουσία
τα πιο τρανά και φοβερά λυγάνε.
Οι χιονοσκέπαστοι χειμώνες δίνουν
670θέση στο καρποφόρο καλοκαίρι·
αλλάζει ο σκοτεινός κύκλος της νύχτας
μπρος στην ημέρα που λαμπροφωτάει·
κι οι ακράτητες πνοές του ανέμου αφήνουν
τον πόντο το βουερό να γαληνέψει·
κι ακόμη ο παντοκράτορας ο ύπνος,
όσα βαστάει δεμένα, τα ξελύνει
κι ούτε που τα κρατά πάντοτες έτσι.
Πώς να μη μάθω εγώ φρόνηση να ᾽χω;
Τώρα, μια και διδάχτηκα πριν λίγο,
για τον εχθρό θα νιώθω τόσο μίσος,
680όσο σα να ᾽ταν φίλος μου να γίνει
ξανά, μα και τον φίλο τόσο μόνο
θα υπηρετώ με προθυμία, σα να ᾽ταν
φίλο παντοτινό να μην τον έχω.
Γιατί στους πιο πολλούς ανθρώπους πίστη
δεν έχει το λιμάνι της φιλίας.
Όμως αυτά καλά θα πάνε· εσύ γυναίκα,
μπαίνοντας μέσα ευχήσου να τα φέρουν
όλα δεξιά οι θεοί ως το τέλος, όπως
κι η καρδιά μου ποθεί. Κι εσείς συντρόφοι,
τα ίδια μ᾽ αυτήν να κάνετε κι ακόμη,
σα θα γυρίσει ο Τεύκρος, να του πείτε
να φροντίσει για μένα και να δείξει
καλοσύνη σ᾽ εσάς. Τι εγώ θα πάω
690εκεί που πρέπει· εσείς ό,τι σας λέω
να πράξετε και γρήγορα για μένα
θα μάθετε πως έχω πια σωθεί, όσο
κι αν με κυκλώνει τώρα η δυστυχία.
(Ο Αίαντας φεύγει. Η Τέκμησσα μπαίνει στη σκηνή)


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΑΙΑ. Όλα τα πάντα ο καιρός που ασάλευτος διαβαίνει
τα φανερώνει τα κρυφά, τα φανερά σκεπάζει·
δεν είναι πράμα ανόλπιστο, μόν᾽ κι ο φριχτός ο όρκος
πατιέται κι η σκληρή καρδιά κι εκείνη μαλακώνει.
650Κι εγώ που την απόφαση τη μαύρη επήρα τότε,
σαν σίδερο μαλάχτηκα μες στη φωτιά απ᾽ τα λόγια
της άμοιρης γυναίκας μου· και το λυπούμαι χήρα
να την αφήσω στους οχτρούς, τον γιο μου στην αρφάνια.
Τώρα πάω για λούσιμο στ᾽ ακρόγιαλα λιβάδια,
να παστρευτώ απ᾽ τα αίματα κι απ᾽ τον θυμό τον μαύρο
να ξεγλιτώσω της θεάς· και σ᾽ όποιον εύρω τόπο
ερημικό, θα κρύψω αυτό το φοβερό σπαθί μου,
της γης το χώμα σκάφτοντας, να μη το ιδεί κανένας·
660κι η νύχτα ας το κρατήσει εκεί κι ο μαύρος Άδης κάτου.
Γιατί εγώ από τον καιρό που το ᾽πιασα στα χέρια,
δώρο του οχτρού μου Έχτορα, καλό δεν είδα ακόμα
απ᾽ τους Αργίτες και σωστή η παροιμία βγαίνει,
πάντα το δώρο του οχτρού ανώφελο είναι δώρο.
Κι άλλη φορά θα μάθουμε στον θεό να υπακούμε,
και στους Ατρείδες να ᾽χουμε το σέβας που τους πρέπει.
Άρχοντες είναι, πάντα ναι πρέπει σ᾽ αυτούς να λέμε.
Τα δυνατά και τα φριχτά ξοπίσω στέκουν πάντα
670σ᾽ εκείνα πὄχουν τις τιμές· ο χιονερός χειμώνας
μεριάζει ομπρός στο καρπερό τ᾽ όμορφο καλοκαίρι·
και το σκοτάδι το βαθύ παραμερά της νύχτας
στην άσπρη μέρα, η λάμψη της για να φεγγοβολήσει·
τη μανιασμένη θάλασσα οι ανεμοφορτούνες
την αποκοίμισαν γλυκά· κι ο ύπνος, απ᾽ τα μάτια
πετά ο παντοδύναμος και λευτερώνονται όλοι.
Κι εμείς πώς δεν θα μάθομε ν᾽ αφήσομε τις τρέλες;
Γιατί πολληώρα το ᾽μαθα πως τον οχτρό σου πρέπει
680τόσο να τον οχτρεύεσαι, σαν ν᾽ αγαπήστε πάλι,
και τόσο θέλω ν᾽ αγαπώ τον φίλο, ως να τον χάσω
μια μέρα. Γιατί άπιστο λιμάνι τη φιλία
το παίρνουν άνθρωποι πολλοί. Όλα καλά θενά ᾽ρθουν·
μέσα, γυναίκα, πήγαινε και στους θεούς ευχήσου
όλα να γένουν ως ποθώ και ως τα ζητά η καρδιά μου.
Και σεις, αδέρφια, κάμετε για χάρη μου τα ίδια
μ᾽ αυτήν εδώ, κι όντας ερθεί ο Τεύκρος να του πείτε
να τα φροντίσει όλα για με, για σας τον νου του να ᾽χει.
690Εγώ θα πάω τώρα εκεί που πρέπο είναι να πάω·
κι όσα σας λέω κάμ᾽ τε τα και γλήγορα θ᾽ ακούστε,
κι αν είμαι τώρα δύστυχος, πως γλίτωσα για πάντα.