Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (545-595)


545ΑΙ. αἶρ᾽ αὐτόν, αἶρε δεῦρο· ταρβήσει γὰρ οὔ,
νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον,
εἴπερ δικαίως ἔστ᾽ ἐμὸς τὰ πατρόθεν.
ἀλλ᾽ αὐτίκ᾽ ὠμοῖς αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς
δεῖ πωλοδαμνεῖν κἀξομοιοῦσθαι φύσιν.
550ὦ παῖ, γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος,
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ὅμοιος· καὶ γένοι᾽ ἂν οὐ κακός.
καίτοι σε καὶ νῦν τοῦτό γε ζηλοῦν ἔχω,
ὁθούνεκ᾽ οὐδὲν τῶνδ᾽ ἐπαισθάνῃ κακῶν.
ἐν τῷ φρονεῖν γὰρ μηδὲν ἥδιστος βίος,
[τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ κάρτ᾽ ἀνώδυνον κακόν,]
555ἕως τὸ χαίρειν καὶ τὸ λυπεῖσθαι μάθῃς.
ὅταν δ᾽ ἵκῃ πρὸς τοῦτο, δεῖ σ᾽ ὅπως πατρὸς
δείξεις ἐν ἐχθροῖς οἷος ἐξ οἵου ᾽τράφης.
τέως δὲ κούφοις πνεύμασιν βόσκου, νέαν
ψυχὴν ἀτάλλων, μητρὶ τῇδε χαρμονήν.
560οὔτοι σ᾽ Ἀχαιῶν, οἶδα, μή τις ὑβρίσῃ
στυγναῖσι λώβαις, οὐδὲ χωρὶς ὄντ᾽ ἐμοῦ.
τοῖον πυλωρὸν φύλακα Τεῦκρον ἀμφί σοι
λείψω τροφῆς ἄοκνον ἔμπα κεἰ τανῦν
τηλωπὸς οἰχνεῖ, δυσμενῶν θήραν ἔχων.
565ἀλλ᾽, ἄνδρες ἀσπιστῆρες, ἐνάλιος λεώς,
ὑμῖν τε κοινὴν τήνδ᾽ ἐπισκήπτω χάριν,
κείνῳ τ᾽ ἐμὴν ἀγγείλατ᾽ ἐντολήν, ὅπως
τὸν παῖδα τόνδε πρὸς δόμους ἐμοὺς ἄγων
Τελαμῶνι δείξει μητρί τ᾽, Ἐριβοίᾳ λέγω,
570ὥς σφιν γένηται γηροβοσκὸς εἰσαεί,
ἔστ᾽ ἂν μυχοὺς κίχωσι τοῦ κάτω θεοῦ,
καὶ τἀμὰ τεύχη μήτ᾽ ἀγωνάρχαι τινὲς
θήσουσ᾽ Ἀχαιοῖς μήτε λυμεὼν ἐμός.
ἀλλ᾽ αὐτό μοι σύ, παῖ, λαβὼν ἐπώνυμον,
575Εὐρύσακες, ἴσχε διὰ πολυρράφου στρέφων
πόρπακος ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος·
τὰ δ᾽ ἄλλα τεύχη κοίν᾽ ἐμοὶ τεθάψεται.
ἀλλ᾽ ὡς τάχος τὸν παῖδα τόνδ᾽ ἤδη δέχου,
καὶ δῶμα πάκτου, μηδ᾽ ἐπισκήνους γόους
580δάκρυε. κάρτα τοι φιλοίκτιστον γυνή.
πύκαζε θᾶσσον. οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ
θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι.
ΧΟ. δέδοικ᾽ ἀκούων τήνδε τὴν προθυμίαν.
οὐ γάρ μ᾽ ἀρέσκει γλῶσσά σου τεθηγμένη.
585ΤΕΚ. ὦ δέσποτ᾽ Αἴας, τί ποτε δρασείεις φρενί;
ΑΙ. μὴ κρῖνε, μὴ ᾽ξέταζε· σωφρονεῖν καλόν.
ΤΕΚ. οἴμ᾽ ὡς ἀθυμῶ· καί σε πρὸς τοῦ σοῦ τέκνου
καὶ θεῶν ἱκνοῦμαι, μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ.
ΑΙ. ἄγαν γε λυπεῖς. οὐ κάτοισθ᾽ ἐγὼ θεοῖς
590ὡς οὐδὲν ἀρκεῖν εἴμ᾽ ὀφειλέτης ἔτι;
ΤΕΚ. εὔφημα φώνει. ΑΙ. τοῖς ἀκούουσιν λέγε.
ΤΕΚ. σὺ δ᾽ οὐχὶ πείσῃ; ΑΙ. πόλλ᾽ ἄγαν ἤδη θροεῖς.
ΤΕΚ. ταρβῶ γάρ, ὦναξ. ΑΙ. οὐ ξυνέρξεθ᾽ ὡς τάχος;
ΤΕΚ. πρὸς θεῶν, μαλάσσου. ΑΙ. μῶρά μοι δοκεῖς φρονεῖν,
595εἰ τοὐμὸν ἦθος ἄρτι παιδεύειν νοεῖς.


ΑΙ. Φέρ᾽ τον εδώ, να τον κρατήσω εγώ. Δεν θα τρομάξει
βλέποντας αυτό το μακελειό, με τα νωπά σφαγμένα ζώα,
αν πράγματι είναι ο δικός μου γιος.
Πρέπει να μάθει από νωρίς, σαν το πουλάρι ν᾽ ασκηθεί
στους άγριους τρόπους του πατέρα του, για να του μοιάσει
και στο φυσικό.
Γιε μου, τύχη καλύτερη σου εύχομαι εσένα
550απ᾽ του πατέρα σου, στα άλλα ωστόσο αν του μοιάσεις,
δειλός δεν πρόκειται να βγεις.
Όμως και τώρα κάτι πάνω σου ζηλεύω,
που ακόμη δεν αισθάνεσαι καμιά απ᾽ αυτές τις συμφορές.
Όσο ακόμη το μυαλό δεν συναισθάνεται το βάσανο,
αυτά είναι τα καλύτερα χρόνια του βίου, ωσότου
μάθεις τί θα πει χαρά και λύπη.
Όταν ωστόσο φτάσεις στο σημείο αυτό, τότε
πρέπει να δείξεις στους εχθρούς ποιός είσαι,
αλλά και ποιός σε γέννησε.
Ως τότε όμως ζήσε ανέμελα, μ᾽ ό,τι τραβά
η ψυχούλα σου, καμάρι και χαρά της μάνας σου.
Από τους Αχαιούς, το ξέρω, δεν πρόκειται
560κανένας να σε βρίσει κι άσχημα να σε βλάψει,
ακόμη κι αν δεν είμαι εγώ στο πλάι σου.
Άγρυπνο φύλακα, προστάτη ακάματο τον Τεύκρο
εγώ θ᾽ αφήσω, να σε φροντίζει που θα μεγαλώνεις,
έστω κι αν τώρα βρίσκεται αυτός μακριά, δοσμένος
στο κυνήγι των εχθρών του.
Αλλά και σεις, άντρες μου ναυτικοί κι ασπιδοφόροι,
ζητώ μια χάρη κι από σας, τη θέλησή μου
αυτή να μεταδώσετε σ᾽ εκείνον· τον γιο μου αυτός μαζί του
να τον πάρει, στο αρχοντικό μας να τον φέρει, κι εκεί
στον Τελαμώνα να τον παραδώσει και στην Ερίβοια,
570τη μάνα μου, όπου τους δυο να τους γηροκομήσει,
ώσπου να φτάσει η μέρα να κατέβουν στα άδυτα του Άδη.
Όσο για τα δικά μου όπλα, ούτε οι άλλοι Αχαιοί
να γίνουν αθλοθέτες, ούτε να μπει στη μέση
ο εξολοθρευτής μου.
Το σάκος όμως, γιε μου, σου το παραδίνω εσένα,
να γίνει επώνυμό σου, Ευρυσάκη· άτρωτο σάκος
μ᾽ εφτά βοδίσιες στρώσεις, να το κρατάς γερά
απ᾽ το καλοδεμένο του λουρί και να το περιστρέφεις
—τ᾽ άλλα μου όπλα, θέλω μαζί μου να τα θάψετε.
Τώρα ωστόσο πάρε μέσα το παιδί, κι ασφάλισε
το δώμα, αντί να κλαις και να βογκάς εδώ μπροστά.
580—το ᾽χει η γυναίκα φυσικό της να στενάζει.
Στα γρήγορα λοιπόν κλείσε την τέντα· γιατί ο σοφός γιατρός
δεν καταφεύγει κλαψουρίζοντας σε ξόρκια,
μπροστά σε μια πληγή που της χρειάζεται μαχαίρι.
ΧΟ. Με πιάνει φόβος που σ᾽ ακούω να μιλάς
με τέτοιο πάθος, καθόλου δεν μου αρέσουν
τα κοφτά σου λόγια.
ΤΕ. Αίαντα, κύρη μου, τί κρύβεις μέσα στο μυαλό σου;
τί πας να κάνεις;
ΑΙ. Σταμάτα να ρωτάς, μη θέλεις εξηγήσεις·
είναι πιο φρόνιμο κάποιος να συγκρατείται.
ΤΕ. Όμως με πιάνει απελπισία για σένα και για το παιδί·
και σ᾽ εξορκίζω στους θεούς, μη μας προδώσεις.
ΑΙ. Με παρασκότισες. Δεν πήρες είδηση πως πια
590δεν είμαι οφειλέτης στους θεούς για τίποτα;
ΤΕ. Μη βλαστημάς.
ΑΙ. Μίλα καλύτερα σ᾽ αυτούς που ακούν.
ΤΕ. Εσύ δεν είσαι πρόθυμος ν᾽ ακούσεις;
ΑΙ. Είπες στο μεταξύ πάρα πολλά.
ΤΕ. Γιατί με πιάνει τρόμος, κύριέ μου.
ΑΙ. Τραβάτε τώρα μέσα, γρήγορα κλειστείτε.
ΤΕ. Για τον θεό, μαλάκωσε.
ΑΙ. Μου φαίνεται πως ξεμωράθηκες,
αν σου περνά από τον νου πως σήμερα μπορείς ν᾽ αλλάξεις
ακόμη και το φυσικό μου.


ΑΙΑ. Σήκωσέ τον και φέρε τον κοντά μου·
καθόλου δε θα φοβηθεί κοιτώντας
το φρέσκο τούτο φόνο, άμα λογιέται
στ᾽ αλήθεια γιος δικός μου. Τι από τώρα
στις σκληρές του πατέρα του συνήθειες
πρέπει ν᾽ αναθραφεί και να του μοιάσει.
550Πιότερο ευτυχισμένος από μένα,
παιδί μου, να ᾽σαι, μα όμοιος σ᾽ όλα τ᾽ άλλα
και κακός δε θα γίνεις. Σε ζηλεύω
τώρα για τούτο, που καμιά δε νιώθεις
από τις συμφορές αυτές. Γιατί όταν
τίποτα δεν καταλαβαίνεις, είναι
χαρούμενη η ζωή σου, ώσπου να μάθεις
τη χαρά και τη θλίψη. Κι άμα φτάσεις
σ᾽ αυτό, θα πρέπει στους εχθρούς να δείξεις
του γονιού σου, ποιός είσαι και ποιός σ᾽ έχει
γεννήσει. Ως τότε ας έχεις για βοσκή σου
της ξεγνοισιάς τ᾽ ανάλαφρο αεράκι,
τη νέα ψυχή σου θρέφοντας κι ας είσαι
της μάνας σου χαρά κι ελπίδα. Ξέρω
560πως απ᾽ τους Αχαιούς δε θα τολμήσει
με προσβολές πικρές να σε πειράξει
κανένας, κι ας μην είμαι πια κοντά σου.
Τέτοιο για σένα φύλακα προστάτη
θ᾽ αφήσω ακούραστο για να σε θρέψει,
τον Τεύκρο, που όμως τώρα κυνηγώντας
εχθρούς, μακριά πλανιέται. Μα κι απ᾽ όλους
εσάς, πολεμιστές μου ασπιδοφόροι,
θαλασσινή γενιά, την ίδια χάρη
ζητάω, την εντολή μου να του πείτε.
Γυρνώντας στην πατρίδα, το παιδί μου
στο γέροντα να δώσει Τελαμώνα
και στη μάνα μου Ερίβοια, κι εκείνο
570να τους γεροκομήσει ως τη στερνή τους
ώρα που θα κατέβουνε στον Άδη.
Και τα όπλα μου κανείς αγωνοθέτης
στους Αχαιούς μη βάλει για βραβείο
μήδε κι αυτός που γίνηκε ο χαμός μου.
Μα εσύ, Ευρυσάκη γιε μου, που έχεις πάρει
τ᾽ όνομα απ᾽ την εφτάδιπλην ετούτη
και δυνατήν ασπίδα, κράτησέ την
να την στριφογυρνάς απ᾽ τη λαβή της·
τ᾽ άλλα μου όπλα να ταφούν μαζί μου.
Γρήγορα πάρε το παιδί και κλείσε
τη θύρα και μην κλαις εδώ μπροστά μου.
580Τι αρέσουν πάντα στη γυναίκα οι κλάψες.
Κλείσε γοργά. Ο σοφός γιατρός δεν πρέπει
τη συμφορά με θρήνους να ξορκίζει,
όταν μαχαίρι μόνο τη γιατρεύει.
ΧΟΡ. Φοβάμαι ακούγοντας τέτοια βιασύνη.
Κι ούτε μ᾽ αρέσει γλώσσα ακονισμένη.
ΤΕΚ. Αφέντη μου Αίαντα, τί σκέφτεσαι να κάμεις;
ΑΙΑ. Μη με ρωτάς, μην εξετάζεις· είναι
μεγάλο πράγμα φρόνηση να δείχνεις.
ΤΕΚ. Αχ! τρέμω, στο παιδί σου σ᾽ εξορκίζω
και στους θεούς, να μη μας παρατήσεις.
ΑΙΑ. Ενόχληση μου φέρνεις. Δεν το ξέρεις
590πως δε χρωστάω στους θεούς τίποτα τώρα;
ΤΕΚ. Σώπασε, σώπα.
ΑΙΑ. Μίλα σε κάποιον που σ᾽ ακούει.
ΤΕΚ. Εσύ δε θα μ᾽ ακούσεις;
ΑΙΑ. Πολλά, πάρα πολλά τα λόγια σου είναι.
ΤΕΚ. Γιατί φοβάμαι, αφέντη.
ΑΙΑ. Ε! δε θα κλείσετε γοργά τη θύρα;
ΤΕΚ. Μαλάκωσε, για τους θεούς.
ΑΙΑ. Ανόητα σκέφτεσαι, θαρρώ, αν λογιάζεις
τώρα το χαρακτήρα μου ν᾽ αλλάξεις.
(Τα παραπετάσματα της σκηνής κλείνουν)


ΑΙΑ. Φέρ᾽ τονε απάνω, φέρ᾽ τονε, δεν θα τον πάρει ο φόβος
αυτό σαν δει το μακελειό, αν είν᾽ σωστά δικός μου.
Μόν᾽ από τώρα στους σκληρούς τούς τρόπους του γονιού του
πρέπει και ν᾽ αναθρέφεται και να του μοιάσει πρέπει.
550Παιδί μου, πιο καλότυχος νά ᾽θε από εμέ να γένεις,
και στ᾽ άλλα μου απαράλλαχτος κι έτσι θενά ᾽χεις δόξες.
Αν και ζηλεύω τώρα εγώ που τίποτα δεν νιώθεις
από τις συφορές αυτές. Γιατί η ζωή γλυκιά ᾽ναι,
όταν δεν νιώθεις τίποτα, ώσπου να καταλάβεις
χαρά και λύπη τί θα πει. Κι όντας αυτό το μάθεις,
να δείξεις στους οχτρούς μου συ βλαστάρι τίνος είσαι.
Κι ως τότε, με τον άνεμο τον μαλακό να θρέφεις
την αθώα την ψυχούλα σου και να μου μεγαλώνεις
κρυφή χαρά της μάνας σου. Το ξέρω πως κανένας
560δεν θα σου πει απ᾽ τους Έλληνες ποτέ πικρόνε λόγο
να σε προσβάλει, ορφανός κι αν είσαι απ᾽ τον γονιό σου.
Και φύλακά σου άγρυπνο, για να σε μεγαλώσει,
τον Τεύκρο ορίζω, που μακριά σ᾽ οχτρών κυνήγι βγήκε.
Μόν᾽ ασπιστάδες άντρες μου, θαλασσογεννημένοι,
σ᾽ όλους εσάς τη χάρη αυτή ορίζω κάμετέ μου,
αυτή την παρακάλεση σ᾽ εκείνον να την πείτε,
να πάει το παιδάκι μου στο πατρογονικό μου,
ο Τελαμώνας να το ιδεί κι η μάνα μου η Ερίβοια,
570να το ᾽χουν για παρηγοριά στα γηρατειά τους πάντα.
Και τα όπλα μου στους Έλληνες μη βάλουν οι κριτάδες,
γιά αυτός που με κατάστρεψε, βραβείο· μόν᾽ αυτή μου
ασπίδα την εφτάβοϊδη, που δεν περνά η σαΐτα,
πάρ᾽ την, Βρυσάκη, κι έχε την, παιδί μου, να τη στρέφεις
μέσα από το πολύστρεφτο το στέριο βασταχτήρι·
και τ᾽ άλλα όπλα βάλτε τα αντάμα μου στον τάφο.
Μα πάρε τώρα το παιδί και σύρε στο καλύβι
και πάψε πλια τους θρήνους σου, τα πικροκλάματά σου,
580γιατί οι γυναίκες τα ᾽χουνε πλήθια τα δάκρυα πάντα.
Τραβήξου γλήγορα. Γιατρός σοφός δεν είναι κείνος
που τις γητεύει τις πληγές όντας νυστέρι θέλουν.
ΧΟΡ. Φοβούμαι αυτή την προθυμιά κι η οργή σου δεν μ᾽ αρέσει.
ΤΕΚ. Αφέντη Αία, μες στον νου τί μελετάς να κάμεις;
ΑΙΑ. Σώπα και μην ψιλορωτάς. Κοίταζε τη δουλειά σου.
ΤΕΚ. Με πιάνει λύπη στην καρδιά· στον θεό και στο παιδί σου
σ᾽ ορκίζω μη μας αρνηστείς. ΑΙΑ. Μη με παρασκοτίζεις.
590Στους θεούς δεν ξέρεις τίποτα πως δεν χρωστώ πλια τώρα;
ΤΕΚ. Μη βλαστημάς. ΑΙΑ. Τα λόγια σου αλλού να πας να κρένεις.
ΤΕΚ. Δεν θα μ᾽ ακούσεις το λοιπόν; ΑΙΑ. Ώφου, σκοτούρα που ᾽σαι.
ΤΕΚ. Γιατί φοβούμαι, αφέντη μου. ΑΙΑ. Γρήγορα ας πάει να φύγει.
ΤΕΚ. Για τον θεό, μη αρπάχνεσαι. ΑΙΑ. Κακά θαρρώ πως είσαι,
τώρα στα γεροντάματα να θέλεις για ν᾽ αλλάξω.