Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (925-973)


ΧΟ. ἔμελλες, τάλας, ἔμελλες χρόνῳ [ἀντ.] 925
στερεόφρων ἄρ᾽ ἐξανύσσειν κακὰν
μοῖραν ἀπειρεσίων
πόνων. τοῖά μοι
πάννυχα καὶ φαέθοντ᾽
930ἀνεστέναζες ὠμόφρων
ἐχθοδόπ᾽ Ἀτρείδαις
οὐλίῳ σὺν πάθει.
μέγας ἄρ᾽ ἦν ἐκεῖνος ἄρχων χρόνος
935πημάτων, ἦμος ἀριστόχειρ
‹. . .› ὅπλων ἔκειτ᾽ ἀγὼν πέρι.

ΤΕΚ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. χωρεῖ πρὸς ἧπαρ, οἶδα, γενναία δύη.
ΤΕΚ. ἰώ μοί μοι.
940ΧΟ. οὐδέν σ᾽ ἀπιστῶ καὶ δὶς οἰμῶξαι, γύναι,
τοιοῦδ᾽ ἀποβλαφθεῖσαν ἀρτίως φίλου.
ΤΕΚ. σοὶ μὲν δοκεῖν ταῦτ᾽ ἔστ᾽, ἐμοὶ δ᾽ ἄγαν φρονεῖν.
ΧΟ. ξυναυδῶ.
ΤΕΚ. οἴμοι, τέκνον, πρὸς οἷα δουλείας ζυγὰ
945χωροῦμεν, οἷοι νῷν ἐφεστᾶσι σκοποί.
ΧΟ. ὤμοι, ἀναλγήτων
δισσῶν ἐθρόησας ἄναυδον
ἔργον Ἀτρειδᾶν τῷδ᾽ ἄχει.
ἀλλ᾽ ἀπείργοι θεός.
950ΤΕΚ. οὐκ ἂν τάδ᾽ ἔστη τῇδε, μὴ θεῶν μέτα.
ΧΟ. ἄγαν δ᾽ ὑπερβριθές γε τἄχθος ἤνυσαν.
ΤΕΚ. τοιόνδε μέντοι Ζηνὸς ἡ δεινὴ θεὸς
Παλλὰς φυτεύει πῆμ᾽ Ὀδυσσέως χάριν.
955ΧΟ. ἦ ῥα κελαινώπαν θυμὸν ἐφυβρίζει
πολύτλας ἀνήρ,
γελᾷ δὲ τοῖσδε μαινομένοις ἄχεσιν
πολὺν γέλωτα, φεῦ φεῦ,
960ξύν τε διπλοῖ βασιλῆς κλύοντες Ἀτρεῖδαι.

ΤΕΚ. οἳ δ᾽ οὖν γελώντων κἀπιχαιρόντων κακοῖς
τοῖς τοῦδ᾽. ἴσως τοι, κεἰ βλέποντα μὴ ᾽πόθουν,
θανόντ᾽ ἂν οἰμώξειαν ἐν χρείᾳ δορός.
οἱ γὰρ κακοὶ γνώμαισι τἀγαθὸν χεροῖν
965ἔχοντες οὐκ ἴσασι, πρίν τις ἐκβάλῃ.
ἐμοὶ πικρὸς τέθνηκεν ᾗ κείνοις γλυκύς,
αὑτῷ δὲ τερπνός. ὧν γὰρ ἠράσθη τυχεῖν
ἐκτήσαθ᾽ αὑτῷ, θάνατον ὅνπερ ἤθελεν.
τί δῆτα τοῦδ᾽ ἐπεγγελῷεν ἂν κάτα;
970θεοῖς τέθνηκεν οὗτος, οὐ κείνοισιν, οὔ.
πρὸς ταῦτ᾽ Ὀδυσσεὺς ἐν κενοῖς ὑβριζέτω.
Αἴας γὰρ αὐτοῖς οὐκέτ᾽ ἔστιν, ἀλλ᾽ ἐμοὶ
λιπὼν ἀνίας καὶ γόους διοίχεται.


ΧΟ. Έμελλες, δύστυχε, έμελλες,
αγύριστο μυαλό, τη μαύρη μοίρα σου
με τ᾽ αναρίθμητα δεινά της ν᾽ αποσώσεις.
930Γι᾽ αυτό αλύγιστος βογκούσες νύχτα μέρα,
γεμάτος μίσος για τους δυο Ατρείδες,
πνιγμένος στο θανάσιμό σου πάθος.
Μοιραία εκείνη η αρχή της συμφοράς,
όταν αγώνας αριστείας στήθηκε
για τα καταραμένα όπλα.
ΤΕ. Οά, Οά.
ΧΟ. Το βλέπω, ο πόνος σου βαθιά μες
στην καρδιά σου φτάνει.
ΤΕ. Οά, Οά.
940ΧΟ. Δεν απορώ, γυναίκα, για τον διπλό σου σπαραγμό,
που χάνεις πρόσωπο αγαπημένο.
ΤΕ. Εσύ μόνο να τον φαντάζεσαι μπορείς, όμως εγώ
μέσα μου νιώθω να με σφάζει ο πόνος.
ΧΟ. Το συναισθάνομαι και συνομολογώ.
ΤΕ. Γιε μου, σε τί ζυγό δουλείας βαδίζουμε,
με τί λογής αφεντικά πάνω από το κεφάλι μας.
ΧΟ. Οά, για έργο ανείπωτο μιλάς,
των δύο ανάλγητων γιων του Ατρέα,
μπροστά σ᾽ αυτό το πάθος.
Αλλά μακάρι ένας θεός να το εμποδίσει.
ΤΕ. Δεν θα ᾽φτανε ως εδώ το πράγμα, αν οι θεοί
950δεν έβαζαν το χέρι τους.
ΧΟ. Πολύ βαρύ φορτίο μας φόρτωσαν.
ΤΕ. Είναι δουλειά αυτή της φοβερής κόρης του Δία,
της Παλλάδας· εκείνη έσπειρε το πάθος του κακού,
για χάρη του Οδυσσέα.
ΧΟ. Που τώρα σίγουρα, μαύρη ψυχή, εκείνος ο πολύτλας
θριαμβεύει —φρίκη— τα πάθη της παραφοράς
περιγελώντας με γέλιο ακράτητο, όταν
960θα τον ακούν κι οι δυο βασιλικοί γιοι του Ατρέα.
ΤΕ. Άσε, ας γελούν, ας επιχαίρουν με τις συμφορές μας.
Μπορεί, όσο ζούσε, να μην τον αγαπούσαν,
μα θα τον κλάψουν όψιμα νεκρό, όταν τους λείψει
στο πεδίο της μάχης.
Γιατί οι μικρόνοοι, όσο κρατούν στο χέρι το καλό,
δεν ξέρουν πώς να το τιμήσουν, παρά μονάχα
αφού το χάσουν.
Πικρός για μένα ο χαμός, λιγότερο γλυκός για κείνους,
όμως γι αυτόν τον ίδιο ευφρόσυνος· ό,τι λαχτάρησε
το απόχτησε, τον θάνατο που θέλησε.
Με τί και πώς μπορούν, λοιπόν, αυτοί να τον περιγελούν;
970Ο θάνατός του ανήκει στους θεούς, όχι σ᾽ εκείνους.
Ας καμαρώνει ο Οδυσσέας στο κενό·
γι᾽ αυτούς ο Αίας δεν υπάρχει πια, σ᾽ εμένα όμως
άφησε πεθαίνοντας πόνο πικρό, σπαραχτικό.


ΧΟΡ. Ήτανε, δύστυχε, μοιρόγραφτο,
μοιρόγραφτο, σκληρόγνωμε, για σένα
τη μαύρη μοίρα και τ᾽ αρίφνητα
πάθη να ξετελέψεις κάποτε.
Γιατί νύχτα και μέρα τέτοιες
φοβέρες στους Ατρείδες έριχνες
930και βόγκαες, σιδερόκαρδε,
απ᾽ το φριχτό σου μίσος.
Η αρχή στα τόσα σου δεινά
ήταν εκείνος ο καιρός
που γίνηκεν αγώνας
παλικαριάς και βγήκε η κρίση
για τα κατάρατα όπλα.

ΤΕΚ. Αχ! Δυστυχία μου, δυστυχία.
ΧΟΡ. Ο πόνος σου, το ξέρω, σε ξεσκίζει.
ΤΕΚ. Αχ! δυστυχία μου, δυστυχία.
940ΧΟΡ. Δε θα με παραξένευε, αν ξεσπούσες
και σε διπλά, γυναίκα, μοιρολόγια,
που ᾽χασες έναν τόσο αγαπημένο.
ΤΕΚ. Τη συμφορά σου εσύ μπορείς μονάχα
να τη φαντάζεσαι, μα εγώ βαθιά τη νιώθω.
ΧΟΡ. Ναι, συμφωνώ.
ΤΕΚ. Ααχ! σε τί ζυγό σκλαβιάς, παιδί μου,
μπαίνουμε κι αφεντάδες μας ποιοί θα ᾽ναι;
ΧΟΡ. Αλίμονο, μου θύμισες μ᾽ αυτήν
τη θλίψη σου τ᾽ ανείπωτο έργο
των δυο Ατρειδών των άκαρδων·
μα ο θεός ας μας βοηθήσει.
950ΤΕΚ. Αν οι θεοί το χέρι τους δε βάζαν,
σε τέτοια δε θα φτάναμε κατάντια.
ΧΟΡ. Παραπανίσιες πίκρες μας φορτώσαν.
ΤΕΚ. Του Δία η κόρη, η φοβερή Παλλάδα,
μας φύτεψε μια τέτοια δυστυχία,
για το χατίρι μόνο του Οδυσσέα.
ΧΟΡ. Στη σκοτεινή κατάβαθα ψυχή του
χαίρεται ο πολυμήχανος,
αλαζονεία γιομάτος
βροντογελάει για τις συμφορές
που ᾽φερε η τρέλα, αλίμονο, αχ!
κι αναγελούν ακούγοντάς τον
960οι δυο ρηγάδες γιοι του Ατρέα.
ΤΕΚ. Ας χαίρονται λοιπόν για τα δεινά του
εκείνοι κι ας γελούν. Κι αν δεν τον θέλαν
κάποτε ζωντανό, μπορεί με θρήνους
να τον αποζητήσουν πεθαμένο,
στον πόλεμο η ανάγκη όταν τους σφίξει.
Γιατί σαν έχουν το καλό δικό τους
οι ανόητοι, δεν το ξέρουν, παρά μόνο
σα γίνει και το χάσουν. Ο χαμός του
για μένα είναι πικρός, μα και για κείνους
δεν ήτανε γλυκός, σ᾽ αυτόν μονάχα
του χάρισε τη λύτρωση. Γιατί όσα
πόθησε να γεννούν, τον βρήκαν
και πέθανε όπως θέλησε. Τί τάχα
τον περγελούν; Στο θάνατο τον φέραν
970οι θεοί, όχι εκείνοι, όχι. Ο Οδυσσέας
ας μην αλαζονεύεται του κάκου·
Αίαντας δεν υπάρχει πια, μα εχάθη
θλίψη και μοιρολόγια αφήνοντάς μου.


ΧΟΡ. Το ᾽μελλες, σύ κακόμοιρε, το ᾽μελλες να τελέψεις
σκληρόκαρδα της μοίρας σου της μαύρης τους περίσσους
930τους πόνους και νυχτόημερα έβραζεν η καρδιά σου
για τους Ατρείδες οχτρικά με κάποιο μαύρο πάθος.
Της συφοράς η αφορμή ήταν η μέρα εκείνη,
που η κρίση εκείνη γίνηκε για τ᾽ Αχιλλέα τα όπλα,
ποιός θα ᾽ταν ο καλύτερος αυτά να τα κερδίσει.

ΤΕΚ. Αχ, αχ!
ΧΟΡ. Το ξέρω, μέσα στην καρδιά σε τρώει μαύρος πόνος.
ΤΕΚ. Αχ, αχ!
940ΧΟΡ. Ναι, δίκιο το ᾽χεις και διπλά και τρίδιπλα να κλάψεις
που τέτοιον άντρα έχασες σήμερα συ, καημένη.
ΤΕΚ. Συ μόνο το φαντάζεσαι, μα εγώ βαθιά το νιώθω.
ΧΟΡ. Σωστά, το παραδέχομαι.
ΤΕΚ. Οϊμέ, παιδί μου, ποιός ζυγός σκλαβιάς μάς απαντέχει
και τάχα ποιοί απάνου μας να στέκονται αφεντάδες.
ΧΟΡ. Μ᾽ αυτή τη λύπη θύμισες το άδικο το έργος
που οι δυο Ατρείδες το ᾽καμαν, όπου καρδιά δεν έχουν·
νάθε μας σώσει ο θεός.
950ΤΕΚ. Μα οι θεοί ως τα όρισαν έτσι, κι αυτά γενήκαν.
ΧΟΡ. Κάμαν αβάσταχτο κακό.
ΤΕΚ. Η φοβερή η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα,
τέτοιο κακό μάς το ᾽καμε για χάρη του Δυσσέα.
ΧΟΡ. Μέσα στη μαύρη του ψυχή
ο τετραπερασμένος
ο άνθρωπος θα χαίρεται
κι απ᾽ την καρδιά του θα γελά,
οϊμέ, γι᾽ αυτές τις συφορές
και σαν τις μάθουν θα γελούν μαζί κι οι δυο οι Ατρείδες,
960οι βασιλιάδες.

ΤΕΚΜΗΣΣΑ
Μπορούν γι᾽ αυτές τις συφορές να ᾽χουν χαρές και γέλια.
Μα όντας ζούσε εκείνονε αν δεν τον λογαριάζαν,
θα κλάψουν σαν απόθανε στης μάχης τη λαχτάρα.
Οι άμυαλοι, σαν το καλό μέσα στα χέρια το ᾽χουν,
δεν το καταλαβαίνουν πριν κανείς να τους τ᾽ αρπάξει.
Ο θάνατός του ήτανε πικρός για με, για κείνους
ήταν γλυκός, και πρόσχαρος και για τον ίδιο ήταν,
γιατί κείνα που θέλησε στον θάνατό του βρήκε.
Πώς θα μπορέσουν τώρ᾽ αυτόν να τον περιγελάσουν;
970Απ᾽ τους θεούς απόθανε, όχι από δαύτους, όχι.
Και τώρα για το τίποτις ας βρίζει ο Δυσσέας.
Αίας γι᾽ αυτούς δεν είναι πλια, μόν᾽ πάει και πάει, σε μένα
λύπες πικρές αφήνοντας και κλάματα και θρήνους.