Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (784-814)


ΧΟ. ὦ δαΐα Τέκμησσα, δύσμορον γένος,
785ὅρα μολοῦσα τόνδ᾽ ὁποῖ᾽ ἔπη θροεῖ.
ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο μὴ χαίρειν τινά.
ΤΕΚ. τί μ᾽ αὖ τάλαιναν, ἀρτίως πεπαυμένην
κακῶν ἀτρύτων, ἐξ ἕδρας ἀνίστατε;
ΧΟ. τοῦδ᾽ εἰσάκουε τἀνδρός, ὡς ἥκει φέρων
790Αἴαντος ἡμῖν πρᾶξιν ἣν ἤλγησ᾽ ἐγώ.
ΤΕΚ. οἴμοι, τί φῄς, ὤνθρωπε; μῶν ὀλώλαμεν;
ΑΓ. οὐκ οἶδα τὴν σὴν πρᾶξιν, Αἴαντος δ᾽ ὅτι,
θυραῖος εἴπερ ἐστίν, οὐ θαρσῶ πέρι.
ΤΕΚ. καὶ μὴν θυραῖος, ὥστε μ᾽ ὠδίνειν τί φής.
795ΑΓ. ἐκεῖνον εἴργειν Τεῦκρος ἐξεφίεται
σκηνῆς ὕπαυλον μηδ᾽ ἀφιέναι μόνον.
ΤΕΚ. ποῦ δ᾽ ἐστὶ Τεῦκρος, κἀπὶ τῷ λέγει τάδε;
ΑΓ. πάρεστ᾽ ἐκεῖνος ἄρτι· τήνδε δ᾽ ἔξοδον
ὀλεθρίαν Αἴαντος ἐλπίζει φέρειν.
800ΤΕΚ. οἴμοι τάλαινα, τοῦ ποτ᾽ ἀνθρώπων μαθών;
ΑΓ. τοῦ Θεστορείου μάντεως, καθ᾽ ἡμέραν
τὴν νῦν ὃ τούτῳ θάνατον ἢ βίον φέρει.
ΤΕΚ. οἲ ᾽γώ, φίλοι, πρόστητ᾽ ἀναγκαίας τύχης,
καὶ σπεύσαθ᾽ οἳ μὲν Τεῦκρον ἐν τάχει μολεῖν,
805οἳ δ᾽ ἑσπέρους ἀγκῶνας, οἳ δ᾽ ἀντηλίους
ζητεῖτ᾽ ἰόντες τἀνδρὸς ἔξοδον κακήν.
ἔγνωκα γὰρ δὴ φωτὸς ἠπατημένη
καὶ τῆς παλαιᾶς χάριτος ἐκβεβλημένη.
οἴμοι, τί δράσω, τέκνον; οὐχ ἱδρυτέον.
810ἀλλ᾽ εἶμι κἀγὼ κεῖσ᾽ ὅποιπερ ἂν σθένω.
χωρῶμεν, ἐγκονῶμεν, οὐχ ἕδρας ἀκμή,
σῴζειν θέλοντες ἄνδρα γ᾽ ὃς σπεύδει θανεῖν.
ΧΟ. χωρεῖν ἑτοῖμος, κοὐ λόγῳ δείξω μόνον.
τάχος γὰρ ἔργου καὶ ποδῶν ἅμ᾽ ἕψεται.


ΧΟ. Δύστυχη Τέκμησσα, δύσμοιρο πλάσμα, έλα να δεις
τί λόγια λέει αυτός, και κρίνε· γδέρνουν το δέρμα
σαν ξυράφι, πράγμα που δεν αφήνει κανένα
περιθώριο χαράς.
ΤΕ. Άμοιρη εγώ, μόλις που είχα συνεφέρει
απ᾽ τη μεγάλη συμφορά, κι εσείς μ᾽ αναστατώνετε;
ΧΟ. Άκου τί λέει αυτός· έφερε φτάνοντας άσχημα νέα
790για τον Αίαντα, μια πράξη που με σφάζει .
ΤΕ. Αλίμονο, άνθρωπε, τί λες;
τραβάμε αλήθεια στον χαμό;
ΑΓΓ. Δεν ξέρω τί σε περιμένει εσένα· ο Αίας όμως,
αν πράγματι έχει φύγει, χάνω το θάρρος μου.
ΤΕ. Έφυγε δυστυχώς, κι έχω αγωνία μεγάλη
ν᾽ ακούσω τί θα πεις.
ΑΓΓ. Ο Τεύκρος έδωσε εντολή να μείνει εκείνος
στη σκηνή κλεισμένος, μην τον αφήσουμε
έξω να βγει.
ΤΕ. Και πού ᾽ναι τώρα ο Τεύκρος; μα τί τον έπιασε
κι έτσι μιλά;
ΑΓΓ. Πριν από λίγο έφτασε. Αλλά την έξοδο του Αίαντα
φοβάται, μην αποφέρει τον χαμό του.
800ΤΕ. Όι, η δύστυχη· πώς όμως κι από ποιόν το ξέρει;
ΑΓΓ. Ο μάντης Κάλχας, γιος του Θέστορα, φανέρωσε
πως παίζεται μέσα στη μέρα αυτή η τύχη του Αίαντα,
αν θα πεθάνει ή θα ζήσει.
ΤΕ. Ω δυστυχία, έλεος, φίλοι μου, τρέξτε, το γύρισμα
της τύχης να προλάβουμε·
κάποιοι το γρηγορότερο τον Τεύκρο εδώ να φέρουν,
άλλοι, σ᾽ ανατολή και δύση, κάθε απόμερη ψάξτε
γωνιά, ίχνη να βρείτε της φριχτής φυγής του Αίαντα.
Γιατί το νιώθω, μ᾽ εξαπάτησε ο κύρης μου, με ξέγραψε
απ᾽ την παλιά του αγάπη.
Και τώρα τί να κάνω, αγόρι μου; δεν πρέπει εδώ να μείνω
με χέρια σταυρωμένα· τρέχω κι εγώ μαζί τους προς τα κει,
810κι όσο αντέξει η δύναμή μου.
Εμπρός, αμέσως, πάμε, να μην περνάει η ώρα,
αν είναι να τον σώσουμε, κάποιον που σπεύδει να πεθάνει.
ΧΟ. Έτοιμος είμαι, φύγαμε· τα λόγια είναι τώρα
φτώχεια· η πράξη επείγει, κι απαιτεί γρήγορα πόδια.


ΧΟΡ. Ω! δόλια Τέκμησσα, δυστυχισμένη,
έλα και δες τί λόγια λέει ετούτος·
στο κόκαλο έχει φτάσει το μαχαίρι
και δεν μπορεί να χαίρεται κανένας.
ΤΕΚ. Γιατί πάλι τη δύσμοιρη που μόλις
γαλήνεψα απ᾽ τα μαύρα βάσανά μου,
με ξεσηκώνετε με τόση βιάση;
ΧΟΡ. Άκουσε τούτον, για τον Αίαντα φέρνει
790μαντάτο που με κάνει να τρομάζω.
ΤΕΚ. Αλίμονο, τί λες; Πάμε χαμένοι;
ΑΓΓ. Για σε δεν ξέρω, για τον Αίαντα όμως,
απ᾽ τη σκηνή του αν έφυγε, φοβάμαι.
ΤΕΚ. Είναι έξω βέβαια κι όσα λες με σκιάζουν.
ΑΓΓ. Προστάζει ο Τεύκρος· μέσα στη σκηνή του
κλεισμένο εκείνον να ᾽χουμε και μήτε
να τον αφήσουμε ποτέ μονάχο.
ΤΕΚ. Πού είναι ο Τεύκρος και γιατί τα λέει;
ΑΓΓ. Ήρθε πριν λίγο και θαρρεί πως θα ᾽ναι
θάνατος για τον Αίαντα το φευγιό του.
800ΤΕΚ. Αχ! η δυστυχισμένη, ποιός του τα είπε;
ΑΓΓ. Ο μάντης Κάλχας πως ετούτη η μέρα
στον Αίαντα θάνατο ή ζωή θα φέρει.
ΤΕΚ. Ω! συμφορά μου, φίλοι μου, βοηθάτε
στη σκληρή τύχη που με περιζώνει·
τρεχάτε σεις γοργά να φτάσει ο Τεύκρος,
τραβάτε σεις στ᾽ ακρόγιαλα της δύσης,
και στης ανατολής εσείς, ζητώντας
να βρείτε αυτόν που βγήκε για κακό του.
Το ᾽νιωσα τώρα, μ᾽ έχει ξεγελάσει
κι απ᾽ την παλιά του αγάπη ᾽μαι διωγμένη.
Παιδί μου, τί να κάνω; Έτσι δεν πρέπει
810να μείνω αργή· θα τρέξω όπου μπορέσω.
Δεν έχουμε καιρό· μπρος, να βιαστούμε.
Να μην αργούμε, αν θέλουμε τον άντρα
να σώσουμε που τρέχει να πεθάνει.
ΧΟΡ. Νά, τρέχω κιόλας κι όχι μόνο λόγια·
γρήγορα πόδια, γρήγορο έργο φέρνουν.


ΧΟΡ. Δυστυχισμένη Τέκμησσα και κακομοιριασμένη,
έλα ν᾽ ακούσεις τί φριχτά μας φέρνει αυτός μαντάτα,
που ανατριχιάζουν το κορμί και μου ᾽ρχεται να κλαίω.
ΤΕΚ. Τί πάλι με σηκώνετε την κακομοίρα όξω,
που μόλις ξεκουράστηκα απ᾽ τ᾽ άμετρα δεινά μου;
ΧΟΡ. Άκουσ᾽ αυτόν τον άνθρωπο, που φέρνει για τον Αία
790μια τύχη που τη μάτωσε κι εμένα την καρδιά μου.
ΤΕΚ. Οϊμέ τί λες, κακόμουτρε; Ποιά συφορά μάς βρήκε;
ΑΠΟ. Δεν ξέρω ποιά ᾽ναι η τύχη σου, φοβούμαι για τον Αία,
αυτός ανίσως έτυχε να ξεπορτίσει διόλου.
ΤΕΚ. Μα βγήκε· με τα λόγια σου μου σκίζεις την καρδιά μου.
ΑΠΟ. Ο Τεύκρος το παράγγειλε πάντα μες στο καλύβι
να μένει και μονάχο του μην τον αφήστε διόλου.
ΤΕΚ. Και πού ᾽ν᾽ ο Τεύκρος, και γιατί αυτά μας παραγγέλνει;
ΑΠΟ. Πολληώρα εκείνος έφτασε· κι αν έβγει απ᾽ το καλύβι
ο Αίας, φοβάται πως αυτό καταστροφή του θα ᾽ναι.
800ΤΕΚ. Ωχ η καημένη! κι από ποιόν άνθρωπο το ᾽χει μάθει;
ΑΠΟ. Από του Θέστορα τον γιο τον μάντη, πώς θα φέρει
σ᾽ αυτόν ζωή γιά θάνατο η σημερνή του μέρα.
ΤΕΚ. Οϊμέ, βοηθάτε, αδέρφια μου, στη συφορά, τρεχάτε
στον Τεύκρο νά ᾽ρθει γρήγορα δω πέρα να του πείτε,
κι ας πάρουν άλλοι ανατολή και δύση να τον βρούνε
τον Αία, γιατί το ᾽νιωσα, μας έχει ξεγελάσει
και την παλιάν αγάπη του την έχασα πλια τώρα.
Ωχ, τί να κάμω η άμοιρη, παιδί μου; Ας σηκωθούμε,
810κι εγώ θα πάω αντάμα τους όπου μπορώ να τρέξω·
εμπρός, ας πάμε, ας τρέξομε, δεν κάθονται πλια τώρα,
να σώσομε τον άνθρωπο·που πάει για τον χαμό του.
ΧΟΡ. Νά ᾽ρθω μαζί σου είμαι έτοιμος, όχι με λόγια μόνο·
γιατί η δουλειά δεν καρτερεί, γληγοροσύνη θέλει.