Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (815-865)


815ΑΙ. ὁ μὲν σφαγεὺς ἕστηκεν ᾗ τομώτατος
γένοιτ᾽ ἄν, εἴ τῳ καὶ λογίζεσθαι σχολή,
δῶρον μὲν ἀνδρὸς Ἕκτορος ξένων ἐμοὶ
μάλιστα μισηθέντος, ἐχθίστου θ᾽ ὁρᾶν.
πέπηγε δ᾽ ἐν γῇ πολεμίᾳ τῇ Τρῳάδι,
820σιδηροβρῶτι θηγάνῃ νεηκονής·
ἔπηξα δ᾽ αὐτὸν εὖ περιστείλας ἐγώ,
εὐνούστατον τῷδ᾽ ἀνδρὶ διὰ τάχους θανεῖν.
οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν· ἐκ δὲ τῶνδέ μοι
σὺ πρῶτος, ὦ Ζεῦ, καὶ γὰρ εἰκός, ἄρκεσον.
825αἰτήσομαι δέ σ᾽ οὐ μακρὸν γέρας λαχεῖν.
πέμψον τιν᾽ ἡμῖν ἄγγελον, κακὴν φάτιν
Τεύκρῳ φέροντα, πρῶτος ὥς με βαστάσῃ
πεπτῶτα τῷδε περὶ νεορράντῳ ξίφει,
καὶ μὴ πρὸς ἐχθρῶν του κατοπτευθεὶς πάρος
830ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ᾽ ἕλωρ.
τοσαῦτά σ᾽, ὦ Ζεῦ, προστρέπω, καλῶ δ᾽ ἅμα
πομπαῖον Ἑρμῆν χθόνιον εὖ με κοιμίσαι,
ξὺν ἀσφαδᾴστῳ καὶ ταχεῖ πηδήματι
πλευρὰν διαρρήξαντα τῷδε φασγάνῳ.
835καλῶ δ᾽ ἀρωγοὺς τὰς ἀεί τε παρθένους
ἀεί θ᾽ ὁρώσας πάντα τἀν βροτοῖς πάθη,
σεμνὰς Ἐρινῦς τανύποδας, μαθεῖν ἐμὲ
πρὸς τῶν Ἀτρειδῶν ὡς διόλλυμαι τάλας.
καί σφας κακοὺς κάκιστα καὶ πανωλέθρους
840ξυναρπάσειαν, ὥσπερ εἰσορῶσ᾽ ἐμὲ
αὐτοσφαγῆ πίπτοντα· τὼς αὐτοσφαγεῖς
πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο.
ἴτ᾽, ὦ ταχεῖαι ποίνιμοί τ᾽ Ἐρινύες,
γεύεσθε, μὴ φείδεσθε πανδήμου στρατοῦ.
845σὺ δ᾽, ὦ τὸν αἰπὺν οὐρανὸν διφρηλατῶν
Ἥλιε, πατρῴαν τὴν ἐμὴν ὅταν χθόνα
ἴδῃς, ἐπισχὼν χρυσόνωτον ἡνίαν
ἄγγειλον ἄτας τὰς ἐμὰς μόρον τ᾽ ἐμὸν
γέροντι πατρὶ τῇ τε δυστήνῳ τροφῷ.
850ἦ που τάλαινα, τήνδ᾽ ὅταν κλύῃ φάτιν,
ἥσει μέγαν κωκυτὸν ἐν πάσῃ πόλει.
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔργον ταῦτα θρηνεῖσθαι μάτην·
ἀλλ᾽ ἀρκτέον τὸ πρᾶγμα σὺν τάχει τινί.
ὦ θάνατε θάνατε, νῦν μ᾽ ἐπίσκεψαι μολών·
855καίτοι σὲ μὲν κἀκεῖ προσαυδήσω ξυνών.
σὲ δ᾽, ὦ φαεννῆς ἡμέρας τὸ νῦν σέλας,
καὶ τὸν διφρευτὴν Ἥλιον προσεννέπω,
πανύστατον δὴ κοὔποτ᾽ αὖθις ὕστερον.
ὦ φέγγος, ὦ γῆς ἱερὸν οἰκείας πέδον
860Σαλαμῖνος, ὦ πατρῷον ἑστίας βάθρον,
κλειναί τ᾽ Ἀθῆναι, καὶ τὸ σύντροφον γένος.
κρῆναί τε ποταμοί θ᾽ οἵδε, καὶ τὰ Τρωικὰ
πεδία προσαυδῶ, χαίρετ᾽, ὦ τροφῆς ἐμοί·
τοῦθ᾽ ὑμὶν Αἴας τοὔπος ὕστατον θροεῖ,
865τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἐν Ἅιδου τοῖς κάτω μυθήσομαι.


ΑΙ. Είναι στημένος ο σφαγέας, τόσο που να μπορεί
πέρα για πέρα να με κόψει — μιλώ σαν κάποιον που έχει
ακόμη τον καιρό να λογαριάζει.
Δώρο του Έκτορα αυτό το ξίφος, του ξένου
που τον μίσησα όσο κανέναν άλλο — χειρότερο εχθρό
δεν είδανε τα μάτια μου.
Είναι ο σφαγέας στημένος στο χώμα της αντίπαλης
Τρωάδας, στο αμόνι ακονισμένος
820που τρώει τον σίδηρο.
Καλά, και με την πρέπουσα φροντίδα τον έμπηξα ο ίδιος,
τόσο που πρόθυμος το σώμα αυτό θα θανατώσει γρήγορα.
Είμαστε έτοιμοι, λοιπόν, πανέτοιμοι.
Και τώρα, ω Δία, απ᾽ όλους πρώτον, καταπώς αρμόζει,
εσένα επικαλούμαι, ζητώντας τη βοήθειά σου.
Δεν σου ζητώ μεγάλη χάρη· μαντατοφόρο στείλε μόνο,
να πει στον Τεύκρο το πικρό μαντάτο· πρώτος αυτός
στα χέρια του να με σηκώσει
απ᾽ το ματοβαμμένο μου σπαθί·
να μην προλάβουν οι εχθροί και μείνω απορριγμένος,
830λεία στα λαίμαργα σκυλιά και στα κοράκια.
Τόσο μονάχα, ω Δία, σ᾽ ικετεύω.
Συνάμα ανακαλώ τον χθόνιο, ψυχοπομπό Ερμή,
να με κοιμίσει ήρεμα, όταν πηδώντας γρήγορα πάνω
σ᾽ αυτό το ξίφος, θα σχίσω την πλευρά μου,
δίχως να σφαδάξω.
Καλώ ακόμη να παρασταθούν εκείνες οι αθάνατες
Παρθένες, που επιβλέπουν συνεχώς
όλα τα πάθη των βροτών·
τις Ερινύες, εννοώ, σεμνές κι ωκύποδες, να μάθουνε
πως άδικα απ᾽ τους Ατρείδες χάνομαι — ο δύσμοιρος.
Αυτούς κακήν κακώς να τους αρπάξουν,
840να τους εξολοθρέψουν· εμένα βλέποντας,
που με το ίδιο μου το χέρι σφάζομαι και σβήνω.
Έτσι κι αυτοί ν᾽ αφανιστούν, σφαγιασμένοι
να βρεθούν από το χέρι των παιδιών τους.
Φανείτε, εκδικηθείτε, Ερινύες, τώρα, το αίμα τους
γευθείτε, κανέναν μέσα στον στρατό μη λυπηθείτε.
Ήλιε, κι εσύ που κυβερνάς εκεί ψηλά στον ουρανό
το ένιππο άρμα σου, όταν πάρει το μάτι σου
την πατρική μου γη, συγκράτησε για λίγο
το χρυσό σου χαλινάρι, κι ανάγγειλε
ολόκληρη τη συμφορά, με το μοιραίο τέλος της,
στον γέροντα πατέρα μου και στη φτωχή μου μάνα.
850Που όταν η δύστυχη ακούσει αυτή την είδηση,
μεγάλον κοπετό σίγουρα θα σηκώσει σ᾽ όλη την πόλη.
Αλλά σε τίποτα δεν ωφελεί αυτός ο μάταιος θρήνος·
πρέπει το πράγμα να τελειώσει όσο μπορεί πιο γρήγορα.
Θάνατε, ω Θάνατε, έφτασε η ώρα τώρα, έλα και ρίξε
πάνω μου το βλέμμα σου, παρότι εκεί θα έχω
όλον τον καιρό δικό μου μαζί σου να συνομιλώ.
Εσένα λάμψη μέρας πάμφωτης, εσένα Ήλιε
αρματηλάτη, για ύστατη φορά σας χαιρετώ — ποτέ ξανά.
Ω φέγγος, χώμα ιερό της πατρικής μου γης,
860της Σαλαμίνας, ω βάθρο της προγονικής εστίας,
ω δοξασμένη Αθήνα, κι εσείς σύντροφοι ναυτικοί, κρήνες,
ποτάμια, κάμποι γύρω της Τρωάδας, σας αποχαιρετώ
—εσείς με αναθρέψατε.
Αυτή ᾽ναι η τελευταία λέξη που προφέρει ο Αίας·
τ᾽ άλλα, στους ένοικους κάτω του Άδη θα τα διηγηθώ.


(Φεύγουν όλοι. Αλλάζει το σκηνικό. Εμφανίζεται ο Αίαντας.
Προχωρεί στη μέση της σκηνή και στήνει όρθιο ένα ξίφος)
ΑΙΑ. Νά, ολόρθος καρτερεί ο φονιάς μου κι όσο
παίρνει πιο κοφτερός, αν κανείς έχει
καιρό τέτοια να σκέφτεται· είναι δώρο
του Έκτορα, του πάρα μισητού μου
απ᾽ όλους τους εχθρούς που ᾽χω αντικρίσει.
Στην εχθρική τη γη της Τροίας μπηγμένος
στέκεται τώρα, αφού σιδεροφάγο
820τον τρόχισεν ακόνι και τον έχω
γερά στεριώσει μες το χώμα, που έτσι
φίλος να μου γενεί και να μου δώσει
το θάνατο γοργά. Λοιπόν στα πάντα
είμαι έτοιμος. Κατόπι, ω! Δία, πρώτος
εσύ, καθώς ταιριάζει, βοήθησέ με,
χάρη μεγάλη δε θα σου ζητήσω.
Στείλε μαντατοφόρο για να πάει
στον Τεύκρο το κακό μαντάτο, πρώτος
να με σηκώσει αυτός, ως θα ᾽χω πέσει
στο αιματοραντισμένο ετούτο ξίφος
και μη με δει πρωτύτερα κανένας
απ᾽ τους εχθρούς μου κι έτσι με πετάξουν
830στα σκυλιά να με φάνε και τα όρνια.
Τόσα μονάχα, Δία, σου γυρεύω·
κι εσένα, τον Ερμή του Κάτω Κόσμου
που συνοδεύεις τις ψυχές, παρακαλάω
δίχως σπασμούς γλυκά να με κοιμήσεις,
όταν με πήδημα γοργό θα σκίσω
στο σπαθί τούτο απάνω το πλευρό μου.
Κράζω και τις παρθένες βοηθούς μου
τις αιώνιες που πάντοτε επιβλέπουν
τα πάθη των θνητών, τις γοργοπόδες
σεβάσμιες Ερινύες για να μάθουν
τον έρμο πώς μ᾽ αφάνισαν οι Ατρείδες.
Κι αυτούς τους άτιμους αρπάζοντάς τους
840φριχτά να εξολοθρέψουν, κι όπως βλέπουν
με τα ίδια μου τα χέρια να πεθαίνω,
έτσι να πάν᾽ σφαγμένοι απ᾽ τα παιδιά τους.
Γοργές και τιμωρήτρες Ερινύες,
εμπρός, όλο το στράτευμα σπαράξτε.
Κι εσύ που τον ψηλό ουρανό διαβαίνεις
με το άρμα σου Ήλιε, μόλις αντικρίσεις
την πατρική μου γη, κράτα για λίγο
τα χρυσά χαλινάρια σου και δώσε
στο γέροντα γονιό μου και στη δόλια
μάνα μου το μαντάτο για τις μαύρες
συμφορές και το θάνατο που βρήκα.
850Αχ! η δυστυχισμένη όταν ακούσει
την είδηση, μεγάλο μες στην πόλη
θα ξεσηκώσει θρήνο. Όμως δεν πρέπει
να κλαίω γι᾽ αυτά ανωφέλευτα· ήρθ᾽ η ώρα
γρήγορα πια το έργο να τελειώσει.
Θάνατε, Θάνατε, έλα, αντάμωσέ με,
παρόλο που εκεί κάτω εγώ μαζί σου
θα ᾽χω πολύν καιρό να κουβεντιάζω.
Κι εσένα, ω! φέγγος της λαμπρής ημέρας
τούτης, κι εσένα αρματοδρόμε Ήλιε, τώρα
στερνή, στερνή φορά σας χαιρετάω.
Ω! φως, κι ω! ιερό της Σαλαμίνας
της πατρίδας μου χώμα, κι εσύ θρόνε
860του πατρικού σπιτιού μου, ω! δοξασμένη
Αθήνα, και γενιά συγγενική μου.
Σε σας ποτάμια και πηγές και κάμποι
της Τροίας που με θρέψατε, μιλάω·
έχετε γεια· στερνά τα λόγια ετούτα
του Αίαντα σ᾽ εσάς· τ᾽ άλλα όταν πάω
στον Άδη, θα τα πω στους πεθαμένους.
(Πέφτει πάνω στο σπαθί και πεθαίνει. Έρχεται ο χορός)


ΑΙΑ. Ακονισμένο το σπαθί σαν το ξουράφι στέκει,
αν είναι ώρες τώρα αυτές που να το συλλογιούμαι·
ανθρώπου δώρο, του Έχτορα, που απ᾽ τους εχθρούς μου όλους
πλιότερο τον εχτρεύτηκα, τον έβλεπα σαν χάρο·
κι εδώ στην Τροία εμπήχτηκε την οχτρική τη χώρα,
820τώρα απ᾽ ακόνη περαστό σιδεροκαταλύτρα·
και το ᾽μπηξα εγώ καλά και στερεωμένο το ᾽χω,
ως θα ᾽πρεπεν εμένανε γρήγορα να με φάει.
Έτσι όλα τα βολέψαμε· και τώρα συ, ω Δία,
γιατί είν᾽ και πρέπο, βόηθα με πρώτος· δεν θα γυρέψω
κάνα μεγάλο χάρισμα από σένα ν᾽ απολαψω.
Στείλε κανένα κράχτη σου το μαύρο αυτό μαντάτο
να πάει στον Τεύκρο, να του πει να με σηκώσει πρώτος
στο νεοβρεγμένο μου σπαθί σαν πέσω εδώ τριγύρω,
και μη με στοχαστεί κανείς οχτρός πρωτύτερά του
830και με πετάξει για θροφή στα όρνια και στους σκύλους.
Ω Δία, τόσα σού ζητώ, και τον Ερμή αντάμα
κράζω απ᾽ τα τρίσβαθα της γης, τον ψυχοπαραδότη,
να με κοιμίσει για καλά, σαν μ᾽ ένα πήδημά μου
γοργό και στέρεο το πλευρό με το σπαθί αυτό σκίσω.
Κράζω και τις παρθενικές, τις άγιες Καταδιώχτρες
τις γοργοπόδες, που θωρούν τ᾽ ανθρώπινα τα πάθια,
838να μάθουν πως ο δύστυχος χάνομαι απ᾽ τους Ατρείδες.
843Ω Καταδιώχτρες, γλήγορες ελάτε κι εκδικήτρες
και φάτε όλο το στράτεμα δίχως σπλαχνιά να δείξτε.
Και συ που με τ᾽ αμάξι σου στα ουράνια πλάτια τρέχεις
Ήλιε, την πατρική μου γης σαν δεις, να τα κρατήσεις
τα χαλινάρια τα χρυσά και πες τον θάνατό μου,
τα πάθια μου στον γέρο μου πατέρα και στη μάνα
850τη δύστυχη. Ε, η άμοιρη, αυτό σαν θα το μάθει
θα βάλει άγριες φωνές σ᾽ όλη την πόλη μέσα
Μα και δεν βγαίνει τίποτε του κάκου αυτά να κλαίω,
κι ας πιάσω κάπως γλήγορα να κάμω τον σκοπό μου.
Ω Χάρε, έλα, κόπιασε για να με πάρεις τώρα,
αν και στον Άδην θα σε δω και θα σε χαιρετίσω.
Και σένα, της ολόλαμπρης μέρας αυτή τη φλόγα,
και σένα, Ήλιε, που οδηγάς αμάξι, σας κοιτάζω
τώρα για υστερνή φορά και πλια δεν θα με ιδείτε.
Ω λάμψη, ω της πατρίδας μου χώμα της Σαλαμίνας
860ιερό, και σκέπη του σπιτιού του πατρογονικού μας
κι Αθήνες δοξασμένες μου και συναναθροφοί μου,
πηγές και τα ποτάμια αυτά και κάμποι της Τρωάδας,
σας χαιρετώ, έχετε γεια, καλοί μου τροφοδότες.
Αυτά τα λόγια τα στερνά σε σας τα λέει ο Αίας,
και τ᾽ άλλα κάτω θα τα πω σ᾽ αυτούς που ᾽ναι στον Άδη.