Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (748-783)


ΑΓ. τοσοῦτον οἶδα καὶ παρὼν ἐτύγχανον.
ἐκ γὰρ συνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου
750Κάλχας μεταστὰς οἶος Ἀτρειδῶν δίχα,
ἐς χεῖρα Τεύκρου δεξιὰν φιλοφρόνως
θεὶς εἶπε κἀπέσκηψε παντοίᾳ τέχνῃ
εἶρξαι κατ᾽ ἦμαρ τοὐμφανὲς τὸ νῦν τόδε
Αἴανθ᾽ ὑπὸ σκηναῖσι μηδ᾽ ἀφέντ᾽ ἐᾶν,
755εἰ ζῶντ᾽ ἐκεῖνον εἰσιδεῖν θέλοι ποτέ.
ἐλᾷ γὰρ αὐτὸν τήνδ᾽ ἔθ᾽ ἡμέραν μόνην
δίας Ἀθάνας μῆνις, ὡς ἔφη λέγων.
τὰ γὰρ περισσὰ κἀνόητα σώματα
πίπτειν βαρείαις πρὸς θεῶν δυσπραξίαις
760ἔφασχ᾽ ὁ μάντις, ὅστις ἀνθρώπου φύσιν
βλαστὼν ἔπειτα μὴ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονῇ.
κεῖνος δ᾽ ἀπ᾽ οἴκων εὐθὺς ἐξορμώμενος
ἄνους καλῶς λέγοντος ηὑρέθη πατρός.
ὃ μὲν γὰρ αὐτὸν ἐννέπει, τέκνον, δορὶ
765βούλου κρατεῖν μέν, σὺν θεῷ δ᾽ ἀεὶ κρατεῖν.
ὃ δ᾽ ὑψικόμπως κἀφρόνως ἠμείψατο,
πάτερ, θεοῖς μὲν κἂν ὁ μηδὲν ὢν ὁμοῦ
κράτος κατακτήσαιτ᾽· ἐγὼ δὲ καὶ δίχα
κείνων πέποιθα τοῦτ᾽ ἐπισπάσειν κλέος.
770τοσόνδ᾽ ἐκόμπει μῦθον. εἶτα δεύτερον
δίας Ἀθάνας, ἡνίκ᾽ ὀτρύνουσά νιν
ηὐδᾶτ᾽ ἐπ᾽ ἐχθροῖς χεῖρα φοινίαν τρέπειν,
τότ᾽ ἀντιφωνεῖ δεινὸν ἄρρητόν τ᾽ ἔπος·
ἄνασσα, τοῖς ἄλλοισιν Ἀργείων πέλας
775ἵστω, καθ᾽ ἡμᾶς δ᾽ οὔποτ᾽ ἐκρήξει μάχη.
τοιοῖσδέ τοι λόγοισιν ἀστεργῆ θεᾶς
ἐκτήσατ᾽ ὀργήν, οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονῶν.
ἀλλ᾽ εἴπερ ἔστι τῇδε θἡμέρᾳ, τάχ᾽ ἂν
γενοίμεθ᾽ αὐτοῦ σὺν θεῷ σωτήριοι.
780τοσαῦθ᾽ ὁ μάντις εἶφ᾽· ὃ δ᾽ εὐθὺς ἐξ ἕδρας
πέμπει με σοὶ φέροντα τάσδ᾽ ἐπιστολὰς
Τεῦκρος φυλάσσειν. εἰ δ᾽ ἀπεστερήμεθα,
οὐκ ἔστιν ἁνὴρ κεῖνος, εἰ Κάλχας σοφός.


ΑΓΓ. Ξέρω αυτό που ξέρω, γιατί ήμουνα εκεί παρών.
Ο Κάλχας βγαίνοντας από τη σύσκεψη των ηγεμόνων,
750μόνος προχώρησε, παράμερα απ᾽ τους Ατρείδες
και πιάνοντας φιλόφρονα του Τεύκρου το δεξί του χέρι,
μιλώντας τού παράγγειλε, τον Αίαντα με κάθε τρόπο,
όλη τη μέρα αυτή, να τον κρατήσει μέσα στη σκηνή,
με τίποτε μην τον αφήσει έξω να βγει, αν θέλει
να τον δούνε ζωντανό τα μάτια του.
Γιατί, όσο κρατεί η μέρα αυτή, η θεϊκή οργή της Αθηνάς
θα τον καταδιώκει — είπε ο μάντης. Αφού τα ξιπασμένα,
φουσκωμένα σώματα —έλεγε ο μάντης—
συντρίβονται απ᾽ τους θεούς με συμφορές βαριές·
πράγμα που ισχύει όταν ένας που βλάστησε
760μ᾽ ανθρώπου φυσικό, πάψει να σκέφτεται μετά σαν άνθρωπος.
Όπως αυτός, που αφήνοντας το πατρικό του σπίτι,
πήραν αμέσως τα μυαλά του αέρα, παρά τις φρόνιμες
συστάσεις του πατέρα του.
Παρότι εκείνος έλεγε: γιε μου, μαζί σου συμφωνώ,
να θες πάντα να βγαίνεις νικητής στον πόλεμο,
αλλά μ᾽ έναν θεό στο πλάι συνεργό, τη νίκη να γυρεύεις.
Εκείνος όμως μ᾽ άφρονο κομπασμό αποκρίθηκε:
πατέρα, με θεούς στο πλάι, κι ένας μηδαμινός
μπορεί εξίσου να νικήσει· όμως εγώ, ακόμη και χωρίς
εκείνων τη βοήθεια, έχω πεποίθηση
πως θα κερδίσω τον αγώνα μόνος.
770Με τέτοια έπαρση μίλησε τότε. Αλλά και δεύτερη φορά,
όταν η ίδια η Αθηνά τον έσπρωχνε να στρέψει στον εχθρό
το φονικό του χέρι, αυτός της έδωσε μια φοβερή,
ανήκουστη απάντηση:
άνασσα, πήγαινε να παρασταθείς στους άλλους Αχαιούς·
σ᾽ ό,τι μας αφορά εμάς, ποτέ δεν πρόκειται
να συντριβεί το μέτωπο της μάχης.
Μ᾽ αυτά τα λόγια εισέπραξε ανυποχώρητη οργή
της Αθηνάς, με τρόπο ανάρμοστο
στον άνθρωπο αντιδρώντας.
Αν, παρά ταύτα, αυτή τη μέρα παραμείνει μέσα, ίσως
και να τον σώσουμε, με τη βοήθεια κάποιου θεού.
780Τόσα είπε ο μάντης, και παρευθύς ο Τεύκρος,
από της σύναξης τον τόπο, έστειλε εμένα,
τα παραγγέλματά του να τηρήσω.
Ανίσως όμως πέσαμε έξω, πες πως εκείνος πια δεν ζει,
αν μάντεψε ο Κάλχας φρόνιμα.


ΑΓΓ. Ετούτα ξέρω, γιατί εκεί βρισκόμουν.
Παράμερα πηγαίνοντας ο Κάλχας
750από τη σύναξη των βασιλιάδων
κι απ᾽ τους Ατρείδες ξέχωρα, μ᾽ αγάπη
του Τεύκρου πιάνοντας το δεξί χέρι,
του ᾽πε και τον εξόρκιζε, με κάθε
τρόπο, τη μέρα τούτη που φωτάει,
τον Αίαντα στις σκηνές του να κρατήσει
κι όξω μην τον αφήσει να ᾽βγει, αν θέλει
να τον δει πάλι ζωντανό. Μονάχα
στη μέρα τη σημερινή, όπως είπε,
της θεϊκιάς θα τόνε κυνηγήσει
Αθηνάς ο θυμός. Τι σε μεγάλες,
έλεγε ο μάντης, πέφτει δυστυχίες,
θεοσταλμένες, όποιος περηφάνια
760δείχνει ανωφέλευτη, που ενώ εγεννήθη
μ᾽ ανθρώπινα μυαλά, δεν έχει γνώμες
ταιριαστές για τον άνθρωπο. Γιατί εκείνος
όταν απ᾽ την πατρίδα του κινούσε,
ανέμυαλος εφάνηκε, παρ᾽ όλο
που γνωστικά του μίλαγε ο γονιός του.
Τα λόγια τού είπε αυτά. «Να θες, παιδί μου,
με το κοντάρι να νικάς και πάντα
με το θεό βοηθό σου». Του αποκρίθη
ανόητα, καυχησάρικα. «Πατέρα,
κι ο αδύναμος θα μπόραε να νικήσει
με τη βοήθεια των θεών· μα εγώ πιστεύω
δίχως αυτούς, μονάχος μου, τη δόξα
770πως θα κερδίσω». Έτσι καυχιόταν. Κι όταν,
για δεύτερη φορά, του ᾽δινε θάρρος
η θεϊκή Αθηνά, φωνάζοντάς του
με φονικό το χέρι καταπάνω
στους εχθρούς να χιμήξει, τότες ένα
λόγο φριχτό κι ανάκουστο της είπε.
«Βασίλισσα, στους άλλους τους Αργείους
να σταθείς παραστάτης· η δικιά μας
εδώ η μεριά ποτέ δε θα λυγίσει».
Με τέτοια λόγια και με φρένα που ᾽ναι
ψηλότερα απ᾽ τον άνθρωπο, εφορτώθη
της άγριας της θεάς οργή. Μα ωστόσο
τη μέρα τούτη αν ζει, με τη βοήθεια
του θεού θα τον σώσουμε ίσως· τόσα
780μας είπε ο μάντης· παρευθύς ο Τεύκρος
με στέλνει από τη σύναξη σε σένα
μ᾽ αυτές τις εντολές του να εκτελέσεις.
Κι αν δεν πετύχουμε, ζωή δεν έχει
ο Αίαντας, σοφός αν είναι ο Κάλχας.


ΑΠΟ. Κείνα που ξέρω είν᾽ αυτά, γιατί έτυχα εκεί να ᾽μαι.
Απ᾽ την πλατέα που σύναξη οι βασιλιάδες είχαν,
750ο Κάρχας χώρια τράβηξε τον Τεύκρο απ᾽ τους Ατρείδες,
και πιάνοντας τον φιλικά απ᾽ το δεξί το χέρι
του είπε και του πρόσταξε, όσο μπορεί τον Αία
να τον κρατήσει σήμερα μην έβγει απ᾽ το καλύβι
αν θέλει ακόμα ζωντανόν να τον ξανανταμώσει.
Γιατί η οργή της Αθηνάς θενα τον καταδιώξει
αυτή τη μέρα μοναχά· αυτά τα λόγια τού είπε.
760Γιατί οι χοντροί κι ανώφελοι, έλεγε ακόμα ο μάντης,
πέφτουν σε συφορές βαριές, απ᾽ τους θεούς, αν τύχει
να μη φρονούν σαν άνθρωποι, ενώ άνθρωποι βρεθήκαν.
Ως έφυγε απ᾽ το σπίτι του άμυαλος στάθη εκείνος,
αν και σωστά ο πατέρας του τον είχε συμβουλέψει.
Γιατί σ᾽ εκείνον έλεγε· παιδί μου, στο κοντάρι
να θέλεις να ᾽σαι ο πιο καλός, μα με του θεού το βόηθιο.
Κι εκείνος τ᾽ αποκρίθηκε περήφανα περίσσα·
κι ο τιποτένιος, γέρο μου, πρώτος μπορεί να γένει
με τη βοήθεια των θεών· μα εγώ και δίχως τούτους
το ελπίζω πως τη δόξα αυτή θενα την αποχτήσω.
770Τόσο το πήρε απάνω του· κι ύστερα δευτερώνει
στη θεϊκή την Αθηνά, που τον παρακινούσε
να ξολοθρεύει τους εχτρούς, κι άπρεπα λέει της λόγια·
τους άλλους σύρε, αφέντισσα, Αργίτες να βοηθήσεις,
δεν θα μας σπάσουν οι εχτροί εγώ σαν μένω εδώθε.
Με τέτοια λόγια απόχτησε την έχτρητα τη μαύρη
της Αθηνάς, γιατί ψηλά τού στάθηκεν η μύτη.
Μα αν ζει ακόμα σήμερα, σωτήρες του μπορούμε,
με τη βοήθεια του θεού, να του φανούμε εμείς.
780Ο μάντης τέτοια έκρινε κι ευτύς απ᾽ την πλατέα
μ᾽ έστειλε ο Τεύκρος να σας πω πως πρέπει να φυλάτε
αυτές του τις παραγγελιές. Κι αν χάσαμε την ώρα,
δεν ζει πλια τώρα ο άνθρωπος σοφός αν είναι ο Κάρχας.