Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Νεφέλαι (840-888)


840ΦΕ. τί δ᾽ ἂν παρ᾽ ἐκείνων καὶ μάθοι χρηστόν τις ἄν;
ΣΤ. ἄληθες; ὅσαπέρ ἐστιν ἀνθρώποις σοφά·
γνώσει δὲ σαυτὸν ὡς ἀμαθὴς εἶ καὶ παχύς.
ἀλλ᾽ ἐπανάμεινόν μ᾽ ὀλίγον ἐνταυθοῖ χρόνον.
ΦΕ. οἴμοι, τί δράσω παραφρονοῦντος τοῦ πατρός;
845πότερον παρανοίας αὐτὸν εἰσαγαγὼν ἕλω,
ἢ τοῖς σοροπηγοῖς τὴν μανίαν αὐτοῦ φράσω;
ΣΤ. φέρ᾽ ἴδω, σὺ τοῦτον τί ὀνομάζεις; εἰπέ μοι.
ΦΕ. ἀλεκτρυόνα. ΣΤ. καλῶς γε· ταυτηνὶ δὲ τί;
ΦΕ. ἀλεκτρυόν᾽. ΣΤ. ἄμφω ταὐτό; καταγέλαστος εἶ.
850μή νυν τὸ λοιπόν, ἀλλὰ τήνδε μὲν καλεῖν
ἀλεκτρύαιναν, τουτονὶ δ᾽ ἀλέκτορα.
ΦΕ. ἀλεκτρύαιναν; ταῦτ᾽ ἔμαθες τὰ δεξιὰ
εἴσω παρελθὼν ἄρτι παρὰ τοὺς γηγενεῖς;
ΣΤ. χἄτερά γε πόλλ᾽· ἀλλ᾽ ὅ τι μάθοιμ᾽ ἑκάστοτε,
855ἐπελανθανόμην ἂν εὐθὺς ὑπὸ πλήθους ἐτῶν.
ΦΕ. διὰ ταῦτα δὴ καὶ θοἰμάτιον ἀπώλεσας;
ΣΤ. ἀλλ᾽ οὐκ ἀπολώλεκ᾽, ἀλλὰ καταπεφρόντικα.
ΦΕ. τὰς δ᾽ ἐμβάδας ποῖ τέτροφας, ὦνόητε σύ;
ΣΤ. ὥσπερ Περικλέης εἰς τὸ δέον ἀπώλεσα.
860ἀλλ᾽ ἴθι, βάδιζ᾽, ἴωμεν· εἶτα τῷ πατρὶ
πιθόμενος ἐξάμαρτε· κἀγώ τοί ποτέ,
οἶδ᾽, ἑξέτει σοι τραυλίσαντι πιθόμενος,
ὃν πρῶτον ὀβολὸν ἔλαβον ἡλιαστικόν,
τούτου ᾽πριάμην σοι Διασίοις ἁμαξίδα.
865ΦΕ. ἦ μὴν σὺ τούτοις τῷ χρόνῳ ποτ᾽ ἀχθέσει.
ΣΤ. εὖ γ᾽ ὅτι ἐπείσθης. δεῦρο, δεῦρ᾽, ὦ Σώκρατες,
ἔξελθ᾽· ἄγω γάρ σοι τὸν υἱὸν τουτονὶ
ἄκοντ᾽ ἀναπείσας. ΣΩ. νηπύτιος γάρ ἐστ᾽ ἔτι,
καὶ τῶν κρεμαθρῶν οὐ τρίβων τῶν ἐνθάδε.
870ΦΕ. αὐτὸς τρίβων εἴης ἄν, εἰ κρέμαιό γε.
ΣΤ. οὐκ ἐς κόρακας; καταρᾷ σὺ τῷ διδασκάλῳ;
ΣΩ. ἰδοὺ κρέμαι᾽, ὡς ἠλίθιον ἐφθέγξατο
καὶ τοῖσι χείλεσιν διερρυηκόσιν.
πῶς ἂν μάθοι ποθ᾽ οὗτος ἀπόφευξιν δίκης
875ἢ κλῆσιν ἢ χαύνωσιν ἀναπειστηρίαν;
καίτοι γε ταλάντου τοῦτ᾽ ἔμαθεν Ὑπέρβολος.
ΣΤ. ἀμέλει, δίδασκε· θυμόσοφός ἐστιν φύσει·
εὐθύς γέ τοι παιδάριον ὂν τυννουτονὶ
ἔπλαττεν ἔνδον οἰκίας ναῦς τ᾽ ἔγλυφεν.
880ἁμαξίδας τε σκυτίνας ἠργάζετο,
κἀκ τῶν σιδίων βατράχους ἐποίει πῶς δοκεῖς.
ὅπως δ᾽ ἐκείνω τὼ λόγω μαθήσεται,
τὸν κρείττον᾽, ὅστις ἐστί, καὶ τὸν ἥττονα.
ὃς τἄδικα λέγων ἀνατρέπει τὸν κρείττονα·
885ἐὰν δὲ μή, τὸν γοῦν ἄδικον πάσῃ τέχνῃ.
ΣΩ. αὐτὸς μαθήσεται παρ᾽ αὐτοῖν τοῖν λόγοιν.
ἐγὼ δ᾽ ἀπέσομαι. ΣΤ. τοῦτό νυν μέμνησ᾽, ὅπως
πρὸς πάντα τὰ δίκαι᾽ ἀντιλέγειν δυνήσεται.


840ΦΕΙ. Και τί καλό απ᾽ αυτούς μπορείς να μάθεις;
ΣΤΡ. Αλήθεια; Όσες σοφίες είναι στον κόσμο·
πόσο είσαι βλάκας κι άμαθος θα νιώσεις.
Μα στάσου λίγο εδώ, περίμενέ με.
Μπαίνει στο σπίτι του.
ΦΕΙ. Του ᾽στριψε. Τί να κάμω; Να φροντίσω
τρελό το δικαστήριο να τον βγάλει
ή να το πω στους νεκροσεντουκάδες;
ΣΤΡ., ξαναγυρίζοντας με έναν πίνακα που εικονίζει ένα ζευγάρι γλάρους.
Ας δούμε· αυτός εδώ τί λες πώς είναι;
ΦΕΙ. Γλάρος. ΣΤΡ. Πολύ καλά· και τούτη; ΦΕΙ. Γλάρος.
ΣΤΡ. Τί; Το ίδιο και τα δύο; Είσαι για γέλια.
850Μάθε να λες σωστά τα ονόματά τους·
αυτό είναι γλάρος, τούτο δω γλαρίνα.
ΦΕΙ. Γλαρίνα; Γιά άκου! Αυτές είν᾽ οι σοφίες
που αυτοί οι χαμογειανοί σ᾽ έχουν διδάξει;
ΣΤΡ. Κι άλλες πολλές· μα, βλέπεις, είμαι γέρος
κι ό,τι μάθαινα μου ᾽φευγε και πάλι.
ΦΕΙ. Γι᾽ αυτό και το ιμάτιο σου ᾽χει φύγει;
ΣΤΡ. Δε μου ᾽φυγε· ξεσκόλισε από μένα.
ΦΕΙ. Και πού είναι τα παπούτσια σου, χαμένε;
ΣΤΡ. Τα… ξόδεψα εκεί που ᾽πρεπε, σαν άλλος
860Περικλής. Μα περπάτα, πάμε· κάμε
τη γνώμη του πατέρα σου, κι ας σφάλεις·
κι εγώ τη γνώμη σου έκαμα, σαν ήσουν
έξι χρονών και τραύλιζες· στα Διάσια
σου αγόρασα αμαξάκι με τα πρώτα
λεφτά που ως δικαστής είχα κερδίσει.
ΦΕΙ., υποχωρώντας με κακή καρδιά.
Μα κάποτε γι᾽ αυτό θα μετανιώσεις.
ΣΤΡ. Πείστηκες, μπράβο. — Πρόβαλε, Σωκράτη.
Σου φέρνω εδώ το γιο μου· αρνιόταν, όμως
τον έπεισα.
ΣΩΚ., βγαίνοντας από το σπουδαστήριο.
Μωρό ειναι και δεν έχει
τριβή των κρεμαστρών που ᾽ναι δω μέσα.
870ΦΕΙ. Θα δεις τί είν᾽ η τριβή, σα σε κρεμάσουν.
ΣΤΡ. Σκασμός! Το δάσκαλό μας καταριέσαι;
ΣΩΚ. «Σα σε κρεμάσουν»· τί χαζά που το είπε,
με στόμα σαν πηγάδι! Πώς θα μάθει
την «κλήση», το «ξεγλίστρημα» και του άλλου
το «αναπειστήριο μούδιασμα»; Ο Υπέρβολος,
για να τα μάθει αυτά, ξόδεψε χρήμα.
ΣΤΡ. Δέξου τον μαθητή και μη σε νοιάζει·
του κόβει το μυαλό· παιδάκι ακόμα,
πελέκαε πλοία και σκάρωνε σπιτάκια,
880και πέτσινα αμαξάκια, κι από φλούδες
ροδιών βατράχια· να ᾽βλεπες τί ωραία!
Τους Λόγους σας τους δυο να μάθει, εκείνον
το δυνατό, και τον αδύνατο όμως,
που υποστηρίζει το άδικο, κι ωστόσο
νικά· αν αυτό δε γίνεται, να μάθει
τον άδικο οπωσδήποτε. ΣΩΚ. Απ᾽ τους ίδιους
τους Λόγους θα τα μάθει. Εγώ θα λείψω.
ΣΤΡ. Ένα μονάχα μην ξεχνάς, να γίνει
άξιος σε κάθε δίκιο ν᾽ αντιλέγει.