Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Νεφέλαι (222-262)


ΣΤ. ὦ Σώκρατες,
ὦ Σωκρατίδιον. ΣΩΚΡΑΤΗΣ. τί με καλεῖς, ὦφήμερε;
ΣΤ. πρῶτον μὲν ὅ τι δρᾷς, ἀντιβολῶ, κάτειπέ μοι.
225ΣΩ. ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον.
ΣΤ. ἔπειτ᾽ ἀπὸ ταρροῦ τοὺς θεοὺς ὑπερφρονεῖς,
ἀλλ᾽ οὐκ ἀπὸ τῆς γῆς, εἴπερ; ΣΩ. οὐ γὰρ ἄν ποτε
ἐξηῦρον ὀρθῶς τὰ μετέωρα πράγματα,
εἰ μὴ κρεμάσας τὸ νόημα καὶ τὴν φροντίδα
230λεπτὴν καταμείξας εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα.
εἰ δ᾽ ὢν χαμαὶ τἄνω κάτωθεν ἐσκόπουν,
οὐκ ἄν ποθ᾽ ηὗρον· οὐ γὰρ ἀλλ᾽ ἡ γῆ βίᾳ
ἕλκει πρὸς αὑτὴν τὴν ἰκμάδα τῆς φροντίδος.
πάσχει δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ τὰ κάρδαμα.
235ΣΤ. τί φῄς;
ἡ φροντὶς ἕλκει τὴν ἰκμάδ᾽ εἰς τὰ κάρδαμα;
ἴθι νυν, κατάβηθ᾽, ὦ Σωκρατίδιον, ὡς ἐμέ,
ἵνα με διδάξῃς ὧνπερ οὕνεκ᾽ ἐλήλυθα.
ΣΩ. ἦλθες δὲ κατὰ τί; ΣΤ. βουλόμενος μαθεῖν λέγειν.
240ὑπὸ γὰρ τόκων χρήστων τε δυσκολωτάτων
ἄγομαι, φέρομαι, τὰ χρήματ᾽ ἐνεχυράζομαι.
ΣΩ. πόθεν δ᾽ ὑπόχρεως σαυτὸν ἔλαθες γενόμενος;
ΣΤ. νόσος μ᾽ ἐπέτριψεν ἱππική, δεινὴ φαγεῖν.
ἀλλά με δίδαξον τὸν ἕτερον τοῖν σοῖν λόγοιν,
245τὸν μηδὲν ἀποδιδόντα· μισθὸν δ᾽ ὅντιν᾽ ἂν
πράττῃ μ᾽ ὀμοῦμαί σοι καταθήσειν τοὺς θεούς.
ΣΩ. ποίους θεοὺς ὀμεῖ σύ; πρῶτον γὰρ θεοὶ
ἡμῖν νόμισμ᾽ οὐκ ἔστι. ΣΤ. τῷ γὰρ ὄμνυτ᾽; ἢ
σιδαρέοισιν ὥσπερ ἐν Βυζαντίῳ;
250ΣΩ. βούλει τὰ θεῖα πράγματ᾽ εἰδέναι σαφῶς
ἅττ᾽ ἐστὶν ὀρθῶς; ΣΤ. νὴ Δί᾽, εἴπερ ἔστι γε.
ΣΩ. καὶ ξυγγενέσθαι ταῖς Νεφέλαισιν εἰς λόγους,
ταῖς ἡμετέραισι δαίμοσιν; ΣΤ. μάλιστά γε.
ΣΩ. κάθιζε τοίνυν ἐπὶ τὸν ἱερὸν σκίμποδα.
255ΣΤ. ἰδοὺ κάθημαι. ΣΩ. τουτονὶ τοίνυν λαβὲ
τὸν στέφανον. ΣΤ. ἐπὶ τί στέφανον; οἴμοι, Σώκρατες,
ὥσπερ με τὸν Ἀθάμανθ᾽ ὅπως μὴ θύσετε.
ΣΩ. οὔκ, ἀλλὰ ταῦτα πάντα τοὺς τελουμένους
ἡμεῖς ποοῦμεν. ΣΤ. εἶτα δὴ τί κερδανῶ;
260ΣΩ. λέγειν γενήσει τρῖμμα, κρόταλον, παιπάλη.
ἀλλ᾽ ἔχ᾽ ἀτρεμεί. ΣΤ. μὰ τὸν Δί᾽, οὐ ψεύσει γέ με·
καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι.


ΣΤΡ. Σωκράτη, Σωκρατάκη!
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Τί με καλείς, εφήμερο εσύ πλάσμα;
ΣΤΡ. Πες πρώτα, να χαρείς· εκεί τί κάνεις;
ΣΩΚ. Ανάερα πάω ξετάζοντας τον ήλιο.
ΣΤΡ. Κι από κοφίνι ανάγκη είναι να κάνεις
τον έλεγχο των θεών; Γιατί όχι, τέλος,
από τη γη; ΣΩΚ. Ποτέ δε θα μπορούσα
σωστά τα υπέργεια νά ᾽βρω, αν δεν κρεμνούσα
το πνεύμα μου, αν δεν έσμιγα τη φίνα
230σκέψη μου με τον όμοιο της αέρα.
Αν από χαμηλά ερευνήσω τα ύψη,
πώς να τα βρω; Του στοχασμού τη δρόσο
η γη με ορμή τραβά προς τον εαυτό της.
Συμβαίνει το ίδιο και στα κάρδαμα. ΣΤΡ. Έτσι;
Ο στοχασμός
στα κάρδαμα λοιπόν τραβά τη δρόσο;
Μα τώρα Σωκρατάκη μου, κατέβα
κι έλα σ᾽ εμέ να με διδάξεις όσα
ήρθα να μάθω. ΣΩΚ. Ποιός ο λόγος που ήρθες;
Κατεβαίνει.
ΣΤΡ. Ρητορική θέλω να μάθω. Οι τόκοι
240κι οι δανειστές μου οι ζόρικοι με σέρνουν
και παίρνουνε το βιος μου για αμανάτι.
ΣΩΚ. Πώς σαν τυφλός βουτήχτηκες στα χρέη;
ΣΤΡ. Μ᾽ έφαγε η ιππική, φαγάνα αρρώστια.
Μα απ᾽ τους δυο λόγους που έχεις δίδαξέ με
τον ένα, αυτόν που δεν τα δίνει πίσω·
κι όποια αμοιβή γυρεύεις, θα ορκιστώ
στους θεούς πως θα σ᾽ τη δώσω. ΣΩΚ. Ποιούς θεούς;
Σ᾽ εμάς τέτοια μονέδα δεν περνάει.
ΣΤΡ. Κι ορκίζεστε σε ποιά; Στου Βυζαντίου
τις σιδερένιες; ΣΩΚ. Θέλεις για τα θεία
250να ᾽χεις μια καθαρή σωστήν ιδέα;
ΣΤΡ. Ναι, αν είναι τρόπος, θέλω, μά τον Δία.
ΣΩΚ. Και να συντύχεις τις Νεφέλες που είναι
οι θεότητές μας; ΣΤΡ. Ναι, πολύ το θέλω.
ΣΩΚ. Κάθισε τότε στο ιερό ντιβάνι.
Του δείχνει ένα ντιβάνι που κουνιέται.
ΣΤΡ. Κάθισα. ΣΩΚ. Πάρε τούτο το στεφάνι.
ΣΤΡ. Στεφάνι; Αχ μη με κάμετε θυσία
κι εμέ σαν τον Αθάμαντα, Σωκράτη.
ΣΩΚ. Όχι θυσία· σ᾽ αυτούς που κατηχούμε
τα κάνουμε όλ᾽ αυτά. ΣΤΡ. Και ποιό το κέρδος;
260ΣΩΚ. Θα γίνεις μάνα ρήτορας, ροδάνι,
φίνος σαν άχνη. Μη σαλεύεις.
Το ξερό στεφάνι που φόρεσε ο Στρεψιάδης τρίβεται πάνω στο κεφάλι του και τον γεμίζει σκόνη.
ΣΤΡ. Όσο
γι᾽ αυτό, δε με γελάς· με πασπαλίζει
τόση σκόνη, που αλήθεια γίνομαι άχνη.