Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Νεφέλαι (1345-1390)


ΧΟ. σὸν ἔργον, ὦ πρεσβῦτα, φροντίζειν ὅπῃ [στρ.] 1345
τὸν ἄνδρα κρατήσεις·
ὡς οὗτος, εἰ μή τῳ ᾽πεποίθειν, οὐκ ἂν ἦν
οὕτως ἀκόλαστος.
ἀλλ᾽ ἔσθ᾽ ὅτῳ θρασύνεται· δῆλόν ‹γε› τἀν-
1350θρώπου ᾽στὶ τὸ λῆμα.

ἀλλ᾽ ἐξ ὅτου τὸ πρῶτον ἤρξαθ᾽ ἡ μάχη γενέσθαι,
ἤδη λέγειν χρὴ πρὸς χορόν· πάντως δὲ τοῦτο δράσεις.

ΣΤ. καὶ μὴν ὅθεν γε πρῶτον ἠρξάμεσθα λοιδορεῖσθαι
ἐγὼ φράσω· ᾽πειδὴ γὰρ εἱστιώμεθ᾽, ὥσπερ ἴστε,
1355πρῶτον μὲν αὐτὸν τὴν λύραν λαβόντ᾽ ἐγὼ ᾽κέλευσα
ᾆσαι Σιμωνίδου μέλος, τὸν Κριὸν ὡς ἐπέχθη·
ὁ δ᾽ εὐθέως ἀρχαῖον εἶν᾽ ἔφασκε τὸ κιθαρίζειν
ᾄδειν τε πίνονθ᾽ ὡσπερεὶ κάχρυς γυναῖκ᾽ ἀλοῦσαν.
ΦΕ. οὐ γὰρ τότ᾽ εὐθὺς χρῆν σ᾽ ἄρα τύπτεσθαί τε καὶ πατεῖσθαι,
1360ᾄδειν κελεύονθ᾽ ὡσπερεὶ τέττιγας ἑστιῶντα;
ΣΤ. τοιαῦτα μέντοι καὶ τότ᾽ ἔλεγεν ἔνδον οἷάπερ νῦν,
καὶ τὸν Σιμωνίδην ἔφασκ᾽ εἶναι κακὸν ποητήν.
κἀγὼ μόλις μέν, ἀλλ᾽ ὅμως ἠνεσχόμην τὸ πρῶτον·
ἔπειτα δ᾽ ἐκέλευσ᾽ αὐτὸν ἀλλὰ μυρρίνην λαβόντα
1365τῶν Αἰσχύλου λέξαι τί μοι· κᾆθ᾽ οὗτος εὐθὺς εἶπεν·
«ἐγὼ γὰρ Αἰσχύλον νομίζω πρῶτον ἐν ποηταῖς,
ψόφου πλέων, ἀξύστατον, στόμφακα, κρημνοποιόν;»
κἀνταῦθα πῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν;
ὅμως δὲ τὸν θυμὸν δακὼν ἔφην· «σὺ δ᾽ ἀλλὰ τούτων
1370λέξον τι τῶν νεωτέρων, ἅττ᾽ ἐστὶ τὰ σοφὰ ταῦτα.»
ὁ δ᾽ εὐθὺς ἦσ᾽ Εὐριπίδου ῥῆσίν τιν᾽, ὡς ἐκίνει
ἁδελφός, ὦλεξίκακε, τὴν ὁμομητρίαν ἀδελφήν.
κἀγὼ οὐκέτ᾽ ἐξηνεσχόμην, ἀλλ᾽ εὐθέως ἀράττω
πολλοῖς κακοῖς καἰσχροῖσι· κᾆτ᾽ ἐντεῦθεν, οἷον εἰκός,
1375ἔπος πρὸς ἔπος ἠρειδόμεσθ᾽· εἶθ᾽ οὗτος ἐπαναπηδᾷ,
κἄπειτ᾽ ἔφλα με κἀσπόδει κἄπνιγε κἀπέθλιβεν.
ΦΕ. οὔκουν δικαίως, ὅστις οὐκ Εὐριπίδην ἐπαινεῖς
σοφώτατον; ΣΤ. σοφώτατον γ᾽ ἐκεῖνον; ὦ— τί σ᾽ εἴπω;
ἀλλ᾽ αὖθις αὖ τυπτήσομαι. ΦΕ. νὴ τὸν Δί᾽, ἐν δίκῃ γ᾽ ἄν.
1380ΣΤ. καὶ πῶς δικαίως; ὅστις, ὦναίσχυντέ, σ᾽ ἐξέθρεψα,
αἰσθανόμενός σου πάντα τραυλίζοντος, ὅ τι νοοίης.
εἰ μέν γε βρῦν εἴποις, ἐγὼ γνοὺς ἂν πιεῖν ἐπέσχον·
μαμμᾶν δ᾽ ἂν αἰτήσαντος ἧκόν σοι φέρων ἂν ἄρτον·
κακκᾶν δ᾽ ἂν οὐκ ἔφθης φράσας, κἀγὼ λαβὼν θύραζε
1385ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε· σὺ δέ με νῦν ἀπάγχων
βοῶντα ‹καὶ› κεκραγόθ᾽ ὅτι
χεζητιῴην, οὐκ ἔτλης
ἔξω ᾽ξενεγκεῖν, ὦ μιαρέ,
θύραζέ μ᾽, ἀλλὰ πνιγόμενος
1390αὐτοῦ ᾽πόησα κακκᾶν.


ΧΟΡ. Οφείλεις, γέρο, τώρα να κοιτάξεις πώς
το γιο θα νικήσεις·
κάπου αν δεν είχε να σταθεί, δε θα ᾽τανε
αδιάντροπος τόσο·
η αυτοπεποίθησή του φανερή· από κάπου αντλεί
1350την τόση αφοβιά του.

ΚΟΡ. Η αμάχη αυτή πούθε άρχισε και ποιά ηταν η αφορμή της;
Γέρο, έλα πες τα στο Χορό· χρέος έχεις να μιλήσεις.

ΣΤΡ. Ναι, θα σας φανερώσω εγώ πούθε οι βρισιές αρχίσαν·
πάνω στο φαγοπότι μας, που ξέρετε, εγώ πρώτα
του λέω «πάρε τη λύρα σου και πες μας το τραγούδι
του Σιμωνίδη για τον Κριό, πώς κόψαν τα μαλλιά του».
«Παλιά συνήθεια» μου απαντά «οι κιθάρες, και στο γλέντι
να τραγουδάς, σαν τη γυναίκα που κριθάρι αλέθει.»
ΦΕΙ. Τί; Δε σου χρειάζονταν κλοτσιές και ξύλο, να με βάζεις
1360να τραγουδώ, σα να ᾽κανες τραπέζι σε τζιτζίκια;
ΣΤΡ. Τέτοια και μέσα μου ᾽λεγε, νά, σαν αυτά που ακούτε·
κακός ποιητής μου φώναζε πως είναι ο Σιμωνίδης.
Πειράχτηκα, μα στην αρχή κρατήθηκα. Σε λίγο
«πάρε» του λέω «κλωνί μυρτιάς κι απάγγειλέ μου κάτι
απ᾽ τον Αισχύλο». Κι απαντάει ευθύς: «Και τί νομίζεις
πως είν᾽ ο Αισχύλος; Ο άριστος ποιητής; Γεμάτος στόμφο
και θόρυβο, ανακόλουθος και γκρεμοφράσεων πλάστης.»
Μέσα η καρδιά μου ανάβρασε, μα πάλι το θυμό μου
κατάπια και του λέω: «Καλά· μα τότε πες μας κάτι
1370απ᾽ τα μοντέρνα, τα σοφά.» Κι εκείνος του Ευριπίδη
ένα κομμάτι βάλθηκε να τραγουδά, για κάποιον
που βίασε —φύλαγέ μας, θεέ,— την αδερφή του· απ᾽ άλλον
πατέρα, μα η μητέρα μια. Δε βάσταξα εγώ τότε
και τον ταράζω στις βρισιές· σαϊτιές τα λόγια πέφταν,
κι από τους δυο μας φυσικά· πάνω μου αυτός χιμάει
και με χτυπά, με κοπανά, με πνίγει, με στουμπίζει.
ΦΕΙ. Άδικα; Αφού δε δέχεσαι πως είναι ο Ευριπίδης
ο πιο σοφός. ΣΤΡ. Ο πιο σοφός; Αυτός; Μα ας μη μιλήσω,
γιατί και πάλι θα τις φάω. ΦΕΙ. Και με το δίκιο, αλήθεια.
1380ΣΤΡ. Πώς με το δίκιο, αδιάντροπε, που εγώ σ᾽ ανάστησα; Ό,τι
είχες στο νου σου, το ᾽νιωθα, κι ας τσεύδιζες ακόμα.
Έκανες «μπου» και σου ᾽δινα να πιεις σαν τ᾽ αγρικούσα·
«μαμ» όταν ζήταες, έτρεχα και σου ᾽φερνα ψωμάκι·
«κακά» σα φώναζες, ευθύς σ᾽ έπαιρνα, σ᾽ έβγαζα έξω
και μπρος μου σε κρατούσα. Εσύ, βρε, πήγες να με πνίξεις·
φώναζα κι έσκουζα «η κοιλιά
με σφίγγει, δεν κρατιέμαι πια»
και δε με βοήθησες να βγω
παραέξω, θεοκατάρατε·
πήγα να σκάσω τότε εγώ
1390και τα᾽ καμα επιτόπου.