Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Περικλῆς (13.1-13.16)


[13.1] Ἀναβαινόντων δὲ τῶν ἔργων ὑπερηφάνων μὲν μεγέθει, μορφῇ δ᾽ ἀμιμήτων καὶ χάριτι, τῶν δημιουργῶν ἁμιλλωμένων ὑπερβάλλεσθαι τὴν δημιουργίαν τῇ καλλιτεχνίᾳ, μάλιστα θαυμάσιον ἦν τὸ τάχος. [13.2] ὧν γὰρ ἕκαστον ᾤοντο πολλαῖς διαδοχαῖς καὶ ἡλικίαις μόλις ἐπὶ τέλος ἀφίξεσθαι, ταῦτα πάντα μιᾶς ἀκμῇ πολιτείας ἐλάμβανε τὴν συντέλειαν. [13.3] καίτοι ποτέ φασιν Ἀγαθάρχου τοῦ ζωγράφου μέγα φρονοῦντος ἐπὶ τῷ ταχὺ καὶ ῥᾳδίως τὰ ζῷα ποιεῖν ἀκούσαντα τὸν Ζεῦξιν εἰπεῖν· «ἐγὼ δ᾽ ἐν πολλῷ χρόνῳ». [13.4] ἡ γὰρ ἐν τῷ ποιεῖν εὐχέρεια καὶ ταχύτης οὐκ ἐντίθησι βάρος ἔργῳ μόνιμον οὐδὲ κάλλους ἀκρίβειαν, ὁ δ᾽ εἰς τὴν γένεσιν τῷ πόνῳ προδανεισθεὶς χρόνος ἐν τῇ σωτηρίᾳ τοῦ γενομένου τὴν ἰσχὺν ἀποδίδωσιν. ὅθεν καὶ μᾶλλον θαυμάζεται τὰ Περικλέους ἔργα, πρὸς πολὺν χρόνον ἐν ὀλίγῳ γενόμενα. [13.5] κάλλει μὲν γὰρ ἕκαστον εὐθὺς ἦν τότ᾽ ἀρχαῖον, ἀκμῇ δὲ μέχρι νῦν πρόσφατόν ἐστι καὶ νεουργόν· οὕτως ἐπανθεῖ καινότης ἀεί τις, ἄθικτον ὑπὸ τοῦ χρόνου διατηροῦσα τὴν ὄψιν, ὥσπερ ἀειθαλὲς πνεῦμα καὶ ψυχὴν ἀγήρω καταμεμειγμένην τῶν ἔργων ἐχόντων.
[13.6] Πάντα δὲ διεῖπε καὶ πάντων ἐπίσκοπος ἦν αὐτῷ Φειδίας, καίτοι μεγάλους ἀρχιτέκτονας ἐχόντων καὶ τεχνίτας τῶν ἔργων. [13.7] τὸν μὲν γὰρ ἑκατόμπεδον Παρθενῶνα Καλλικράτης εἰργάζετο καὶ Ἰκτῖνος, τὸ δ᾽ ἐν Ἐλευσῖνι τελεστήριον ἤρξατο μὲν Κόροιβος οἰκοδομεῖν, καὶ τοὺς ἐπ᾽ ἐδάφους κίονας ἔθηκεν οὗτος καὶ τοῖς ἐπιστυλίοις ἐπέζευξεν· ἀποθανόντος δὲ τούτου Μεταγένης ὁ Ξυπεταιὼν τὸ διάζωσμα καὶ τοὺς ἄνω κίονας ἐπέστησε, τὸ δ᾽ ὀπαῖον ἐπὶ τοῦ ἀνακτόρου Ξενοκλῆς ὁ Χολαργεὺς ἐκορύφωσε· τὸ δὲ μακρὸν τεῖχος, περὶ οὗ Σωκράτης ἀκοῦσαί φησιν αὐτὸς εἰσηγουμένου γνώμην Περικλέους, ἠργολάβησε Καλλικράτης. [13.8] κωμῳδεῖ δὲ τὸ ἔργον Κρατῖνος ὡς βραδέως περαινόμενον·
πάλαι γὰρ αὐτό (φησί)
λόγοισι προάγει Περικλέης, ἔργοισι δ᾽ οὐδὲ κινεῖ.
[13.9] τὸ δ᾽ Ὠιδεῖον, τῇ μὲν ἐντὸς διαθέσει πολύεδρον καὶ πολύστυλον, τῇ δ᾽ ἐρέψει περικλινὲς καὶ κάταντες ἐκ μιᾶς κορυφῆς πεποιημένον, εἰκόνα λέγουσι γενέσθαι καὶ μίμημα τῆς βασιλέως σκηνῆς, ἐπιστατοῦντος καὶ τούτῳ Περικλέους. [13.10] διὸ καὶ πάλιν Κρατῖνος ἐν Θρᾴτταις παίζει πρὸς αὐτόν·
ὁ σχινοκέφαλος Ζεὺς ὅδε
προσέρχεται [Περικλέης] τᾠδεῖον ἐπὶ τοῦ κρανίου
ἔχων, ἐπειδὴ τοὔστρακον παροίχεται.
[13.11] φιλοτιμούμενος δ᾽ ὁ Περικλῆς τότε πρῶτον ἐψηφίσατο μουσικῆς ἀγῶνα τοῖς Παναθηναίοις ἄγεσθαι, καὶ διέταξεν αὐτὸς ἀθλοθέτης αἱρεθείς, καθότι χρὴ τοὺς ἀγωνιζομένους αὐλεῖν ἢ ᾄδειν ἢ κιθαρίζειν. ἐθεῶντο δὲ καὶ τότε καὶ τὸν ἄλλον χρόνον ἐν Ὠιδείῳ τοὺς μουσικοὺς ἀγῶνας.
[13.12] Τὰ δὲ Προπύλαια τῆς ἀκροπόλεως ἐξειργάσθη μὲν ἐν πενταετίᾳ Μνησικλέους ἀρχιτεκτονοῦντος, τύχη δὲ θαυμαστὴ συμβᾶσα περὶ τὴν οἰκοδομίαν ἐμήνυσε τὴν θεὸν οὐκ ἀποστατοῦσαν, ἀλλὰ συνεφαπτομένην τοῦ ἔργου καὶ συνεπιτελοῦσαν. [13.13] ὁ γὰρ ἐνεργότατος καὶ προθυμότατος τῶν τεχνιτῶν ἀποσφαλεὶς ἐξ ὕψους ἔπεσε καὶ διέκειτο μοχθηρῶς, ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος. ἀθυμοῦντος δὲ τοῦ Περικλέους, ἡ θεὸς ὄναρ φανεῖσα συνέταξε θεραπείαν, ᾗ χρώμενος ὁ Περικλῆς ταχὺ καὶ ῥᾳδίως ἰάσατο τὸν ἄνθρωπον. ἐπὶ τούτῳ δὲ καὶ τὸ χαλκοῦν ἄγαλμα τῆς Ὑγιείας Ἀθηνᾶς ἀνέστησεν ἐν ἀκροπόλει παρὰ τὸν βωμόν, ὃς καὶ πρότερον ἦν ὡς λέγουσιν.
[13.14] Ὁ δὲ Φειδίας εἰργάζετο μὲν τῆς θεοῦ τὸ χρυσοῦν ἕδος, καὶ τούτου δημιουργὸς ἐν τῇ στήλῃ [εἶναι] γέγραπται· πάντα δ᾽ ἦν σχεδὸν ἐπ᾽ αὐτῷ, καὶ πᾶσιν ὡς εἰρήκαμεν ἐπεστάτει τοῖς τεχνίταις διὰ φιλίαν Περικλέους. [13.15] καὶ τοῦτο τῷ μὲν φθόνον, τῷ δὲ βλασφημίαν ἤνεγκεν, ὡς ἐλευθέρας τῷ Περικλεῖ γυναῖκας εἰς ταὐτὸ φοιτώσας ὑποδεχομένου τοῦ Φειδίου. δεξάμενοι δὲ τὸν λόγον οἱ κωμικοὶ πολλὴν ἀσέλγειαν αὐτοῦ κατεσκέδασαν, εἴς τε τὴν Μενίππου γυναῖκα διαβάλλοντες, ἀνδρὸς φίλου καὶ ὑποστρατηγοῦντος, εἴς τε τὰς Πυριλάμπους ὀρνιθοτροφίας, ὃς ἑταῖρος ὢν Περικλέους αἰτίαν εἶχε ταῶνας ὑφιέναι ταῖς γυναιξὶν αἷς ὁ Περικλῆς ἐπλησίαζε. [13.16] καὶ τί ἄν τις ἀνθρώπους σατυρικοὺς τοῖς βίοις καὶ τὰς κατὰ τῶν κρειττόνων βλασφημίας ὥσπερ δαίμονι κακῷ τῷ φθόνῳ τῶν πολλῶν ἀποθύοντας ἑκάστοτε θαυμάσειεν, ὅπου καὶ Στησίμβροτος ὁ Θάσιος δεινὸν ἀσέβημα καὶ μυσῶδες ἐξενεγκεῖν ἐτόλμησεν εἰς τὴν γυναῖκα τοῦ υἱοῦ κατὰ τοῦ Περικλέους; οὕτως ἔοικε πάντῃ χαλεπὸν εἶναι καὶ δυσθήρατον ἱστορίᾳ τἀληθές, ὅταν οἱ μὲν ὕστερον γεγονότες τὸν χρόνον ἔχωσιν ἐπιπροσθοῦντα τῇ γνώσει τῶν πραγμάτων, ἡ δὲ τῶν πράξεων καὶ τῶν βίων ἡλικιῶτις ἱστορία τὰ μὲν φθόνοις καὶ δυσμενείαις, τὰ δὲ χαριζομένη καὶ κολακεύουσα λυμαίνηται καὶ διαστρέφῃ τὴν ἀλήθειαν.


Τα έργα και οι καλλιτέχνες
[13.1] Τα έργα υψώνονταν περήφανα σε μέγεθος και ανυπέρβλητα σε ομορφιά και σε χάρη και οι τεχνίτες συναγωνίζονταν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον στην καλλιτεχνική εργασία. Αλλά το πιο αξιοθάμαυστο ήταν η ταχύτητα της δημιουργίας. [13.2] Όλα αυτά τα έργα, που το καθένα νόμιζε κανείς πως μετά πολλές διαδοχικές γενιές ανθρώπων μπορούσε με δυσκολία να φτάσει στο τέλος, συντελέστηκαν όλα μαζί στην ακμή της πολιτικής σταδιοδρομίας ενός μόνου ανθρώπου. [13.3] Λένε ωστόσο ότι κάποτε ο Ζεύξης, όταν άκουσε τον Αγάθαρχο το ζωγράφο να παινεύεται γιατί ζωγράφιζε γρήγορα και εύκολα, είπε: «Εγώ όμως ζωγραφίζω πολύ αργά». [13.4] Πράγματι η ευκολία και η ταχύτητα της κατασκευής δεν προσθέτει στο έργο αξία μόνιμη ούτε τελειότητα ομορφιάς, ενώ ο χρόνος που δαπανήθηκε για να γίνει κάτι με κόπο, δίνει σαν κέρδος τη διάρκεια του έργου που έγινε. Για τούτο ακριβώς θαυμάζονται τα έργα του Περικλή, γιατί έγιναν σε λίγο χρόνο, αλλά για μεγάλη διάρκεια. [13.5] Γιατί το καθένα είχε από τότε που έγινε την ομορφιά του αρχαίου, αλλά κρατάει ως τώρα τη δροσερότητα ενός πρόσφατου και νέου έργου. Τόσο πολύ πάνω σ᾽ αυτά τα έργα ανθίζει μια νεότητα που διατηρεί παντοτινά ανέγγιχτη από το χρόνο τη μορφή τους, σα να είχαν μέσα τους μια πνοή αμάραντη και μιαν αγέραστη ψυχή!
[13.6] Τη διεύθυνση και την επίβλεψη όλων των έργων ο Περικλής την είχε αναθέσει στο Φειδία, αλλά και κάθε έργο είχε μεγάλους αρχιτέκτονες και τεχνίτες. [13.7] Τον εκατόμπεδο Παρθενώνα τον κατασκεύασαν ο Καλλικράτης και ο Ικτίνος. Το τελεστήριο στην Ελευσίνα άρχισε να το οικοδομεί ο Κόροιβος και αυτός έστησε τους στύλους που υψώνονται από το έδαφος και τους ένωσε επάνω με τα επιστύλια· όταν εκείνος πέθανε, ο Μεταγένης από το δήμο της Ξυπέτης έστησε πάνω στους πρώτους στύλους το διάζωμα και τους επάνω στύλους· το φεγγίτη στη στέγη του ανακτόρου τον πρόσθεσε ο Ξενοκλής από το Χολαργό. Το μακρό τείχος, που ο Σωκράτης λέει πως ο ίδιος άκουσε τον Περικλή να προτείνει την κατασκευή του, το είχε αναλάβει να το εκτελέσει ο Καλλικράτης. [13.8] Το έργο τούτο το σατιρίζει ο Κρατίνος, γιατί αργούσε να τελειώσει και λέει:
«Χρόνια τώρα ο Περικλής
με τα λόγια όλο το χτίζει, μα ούτε βήμα προχωρεί».
[13.9] Το Ωδείο κατά την εσωτερική του διάταξη ήταν με πολλές σειρές από καθίσματα και στύλος, και είχε την οροφή γερμένη και κατωφερική, μα σ᾽ ένα σημείο σχημάτιζε μια κορυφή. Λένε πως έγινε έτσι κατά το πρότυπο και κατ᾽ απομίμηση της σκηνής του βασιλιά των Περσών και κατασκευάστηκε και αυτό με την επιστασία του Περικλή.
[13.10] Και από τούτο πάλι ο Κρατίνος παίρνει αφορμή να σατιρίση τον Περικλή και σε μια κωμωδία του που επιγράφεται «Θράτται», δηλ. «Γυναίκες της Θράκης», λέει:
«Νά τος έρχεται κι ο σκινοκέφαλος ο Δίας·
στο κεφάλι του φορεί καμαρωτά το Ωδείο,
τώρα πια που γλίτωσε τον εξοστρακισμό».
[13.11] Ο Περικλής φιλοδοξώντας να συνδέσει το όνομά του με σπουδαία έργα, τότε για πρώτη φορά ψήφισε να τελείται μουσικός αγώνα στη γιορτή των Παναθηναίων. Και, όταν εκλέχτηκε αθλοθέτης, κανόνισε ο ίδιος πώς πρέπει να παίζουν τον αυλό αυτοί που αγωνίζονται ή πώς να τραγουδούν ή πώς να χειρίζονται την κιθάρα. Αυτός ο αγώνας έγινε τότε στο Ωδείο, όπως και έπειτα εκεί πια γίνονταν οι μουσικοί αγώνες.
[13.12] Τα Προπύλαια στην Ακρόπολη οικοδομήθηκαν μέσα σε μια πενταετία από τον αρχιτέκτονα Μνησικλή. Ένα τυχαίο, μα αξιοθαύμαστο περιστατικό κατά τη διάρκεια της οικοδομής ήρθε να δείξει ότι η θεά δεν απουσίαζε από το έργο, παρά συνεργαζόταν και βοηθούσε την εκτελεσή του. [13.13] Ένας από τους τεχνίτες που εργάζονταν εκεί, ο πιο εργατικός και ο πιο πρόθυμος απ᾽ όλους, γλίστρησε και έπεσε από αρκετό ύψος. Ήταν σε κακή κατάσταση και οι γιατροί είχαν απελπιστεί. Αυτό στενοχώρησε πολύ τον Περικλή, αλλά η θεά φάνηκε στο όνειρό του και παράγγειλε μια θεραπεία, που τη χρησιμοποίησε ο Περικλής και γιάτρεψε γρήγορα και εύκολα τον άνθρωπο. Έπειτ᾽ απ᾽ αυτό ο Περικλής έστησε στην Ακρόπολη το χάλκινο άγαλμα της Υγείας Αθηνάς κοντά στο βωμό, που, όπως λένε, υπήρχε και πρωτύτερα εκεί.
[13.14] Ο Φειδίας κατασκεύασε το χρυσό άγαλμα της θεάς και στη στήλη είναι γραμμένο ότι αυτός είναι ο τεχνίτης τούτου του έργου. Όλα σχεδόν είχαν ανατεθεί σ᾽ αυτόν και, όπως είπαμε, αυτός παρακολουθούσε όλους τους τεχνίτες εξαιτίας της φιλίας που είχε με τον Περικλή. [13.15] {Το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε φθόνο εναντίον του πρώτου και προσβολές εναντίον του δεύτερου, ότι τάχα ο Φειδίας κανόνιζε συναντήσεις για χάρη του Περικλή με ελεύθερες γυναίκες που έρχονταν να δουν τα έργα τέχνης. Την φήμη αυτή την πήραν οι κωμικοί ποιητές και διακωμώδησαν τον Περικλή σαν τελείως ακόλαστο άνθρωπο, συνδέοντας τις συκοφαντίες τους με τη γυναίκα του Μένιππου, που ήταν φίλος του και συνάδελφός του στην στρατηγία, και με την πτηνοτροφεία του Πυριλάμπη, ο οποίος ήταν φίλος του Περικλή και κατηγορήθηκε ότι έστελνε παγώνια στις γυναίκες με τις οποίες σχετιζόταν ο Περικλής. [13.16] Αλλά γιατί να εκπλήσσεται κανείς με άνθρωπους που δουλειά τους έχουν να διακωμωδούν τις ζωές των άλλων και που δεν χάνουν ευκαιρία να προσφέρουν θυσία στον φθόνο των πολλών, σαν σε έναν κακό δαίμονα, τις συκοφαντίες εναντίον των ανωτέρων τους, αφού ακόμη και ο Στησίμβροτος ο Θάσιος τόλμησε να κατηγορήσει τον Περικλή για ένα φοβερό και αποτρόπαιο ανοσιούργημα σχετικό με τη γυναίκα του γιου του; Φαίνεται πως, σε κάθε περίπτωση, η αλήθεια είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί με την ιστορική έρευνα· οι μεταγενέστεροι ιστορικοί έχουν τον χρόνο που μεσολάβησε να τους εμποδίζει να γνωρίσουν τα γεγονότα, ενώ οι σύγχρονοι με τα γεγονότα και τα ιστορικά προσωπα ιστορικοί, άλλοτε από φθόνο και μίσος, άλλοτε από εύνοια και κολακεία, αλλοιώνουν και διαστρέφουν την αλήθεια.}