Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Περικλῆς (34.1-35.5)


[34.1] Πλὴν ὑπ᾽ οὐδενὸς ἐκινήθη τῶν τοιούτων ὁ Περικλῆς, ἀλλὰ πρᾴως καὶ σιωπῇ τὴν ἀδοξίαν καὶ τὴν ἀπέχθειαν ὑφιστάμενος, καὶ νεῶν ἑκατὸν ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον στόλον ἐκπέμπων, αὐτὸς οὐ συνεξέπλευσεν, ἀλλ᾽ ἔμεινεν οἰκουρῶν καὶ διὰ χειρὸς ἔχων τὴν πόλιν, ἕως ἀπηλλάγησαν οἱ Πελοποννήσιοι. [34.2] θεραπεύων δὲ τοὺς πολλοὺς [ὅμως] ἀσχάλλοντας ἐπὶ τῷ πολέμῳ, διανομαῖς τε χρημάτων ἀνελάμβανε καὶ κληρουχίας ἔγραφεν· Αἰγινήτας γὰρ ἐξελάσας ἅπαντας, διένειμε τὴν νῆσον Ἀθηναίων τοῖς λαχοῦσιν. [34.3] ἦν δέ τις παρηγορία καὶ ἀφ᾽ ὧν ἔπασχον οἱ πολέμιοι. καὶ γὰρ οἱ περιπλέοντες τὴν Πελοπόννησον χώραν τε πολλὴν κώμας τε καὶ πόλεις μικρὰς διεπόρθησαν, καὶ κατὰ γῆν αὐτὸς ἐμβαλὼν εἰς τὴν Μεγαρικὴν ἔφθειρε πᾶσαν. [34.4] ᾗ καὶ δῆλον ἦν, ὅτι πολλὰ μὲν δρῶντες κατὰ γῆν κακὰ τοὺς Ἀθηναίους, πολλὰ δὲ πάσχοντες ὑπ᾽ ἐκείνων ἐκ θαλάττης, οὐκ ἂν εἰς μῆκος πολέμου τοσοῦτο προὔβησαν, ἀλλὰ ταχέως ἀπεῖπον, ὥσπερ ἐξ ἀρχῆς ὁ Περικλῆς προηγόρευσεν, εἰ μή τι δαιμόνιον ὑπηναντιώθη τοῖς ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς. [34.5] νῦν δὲ πρῶτον μὲν ἡ λοιμώδης ἐνέπεσε φθορὰ καὶ κατενεμήθη τὴν ἀκμάζουσαν ἡλικίαν καὶ δύναμιν, ὑφ᾽ ἧς καὶ τὰ σώματα κακούμενοι καὶ τὰς ψυχάς, παντάπασιν ἠγριώθησαν πρὸς τὸν Περικλέα, καὶ καθάπερ [πρὸς] ἰατρὸν ἢ πατέρα τῇ νόσῳ παραφρονήσαντες ἀδικεῖν ἐπεχείρησαν, ἀναπεισθέντες ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ὡς τὴν μὲν νόσον ἡ τοῦ χωρικοῦ πλήθους εἰς τὸ ἄστυ συμφόρησις ἀπεργάζεται, θέρους ὥρᾳ πολλῶν ὁμοῦ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῖς καὶ σκηνώμασι πνιγηροῖς ἀναγκαζομένων διαιτᾶσθαι δίαιταν οἰκουρὸν καὶ ἀργὴν ἀντὶ καθαρᾶς καὶ ἀναπεπταμένης τῆς πρότερον, τούτου δ᾽ αἴτιος ὁ τῷ πολέμῳ τὸν ἀπὸ τῆς χώρας ὄχλον εἰς τὰ τείχη καταχεάμενος καὶ πρὸς οὐδὲν ἀνθρώποις τοσούτοις χρώμενος, ἀλλ᾽ ἐῶν ὥσπερ βοσκήματα καθειργμένους ἀναπίμπλασθαι φθορᾶς ἀπ᾽ ἀλλήλων καὶ μηδεμίαν μεταβολὴν μηδ᾽ ἀναψυχὴν ἐκπορίζων.
[35.1] Ταῦτα βουλόμενος ἰᾶσθαι καί τι παραλυπεῖν τοὺς πολεμίους, ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα ναῦς ἐπλήρου, καὶ πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς ὁπλίτας καὶ ἱππεῖς ἀναβιβασάμενος, ἔμελλεν ἀνάγεσθαι, μεγάλην ἐλπίδα τοῖς πολίταις καὶ φόβον οὐκ ἐλάττω τοῖς πολεμίοις ἀπὸ τοσαύτης ἰσχύος παρασχών. [35.2] ἤδη δὲ πεπληρωμένων τῶν νεῶν καὶ τοῦ Περικλέους ἀναβεβηκότος ἐπὶ τὴν ἑαυτοῦ τριήρη, τὸν μὲν ἥλιον ἐκλιπεῖν συνέβη καὶ γενέσθαι σκότος, ἐκπλαγῆναι δὲ πάντας ὡς πρὸς μέγα σημεῖον. ὁρῶν οὖν ὁ Περικλῆς περίφοβον τὸν κυβερνήτην καὶ διηπορημένον, ἀνέσχε τὴν χλαμύδα πρὸ τῆς ὄψεως αὐτοῦ, καὶ παρακαλύψας ἠρώτησε, μή τι δεινὸν ἢ δεινοῦ τινος οἴεται σημεῖον· ὡς δ᾽ οὐκ ἔφη, «τί οὖν» εἶπεν «ἐκεῖνο τούτου διαφέρει, πλὴν ὅτι μεῖζόν τι τῆς χλαμύδος ἐστὶ τὸ πεποιηκὸς τὴν ἐπισκότησιν;» ταῦτα μὲν οὖν ἐν ταῖς σχολαῖς λέγεται τῶν φιλοσόφων.
[35.3] Ἐκπλεύσας δ᾽ οὖν ὁ Περικλῆς οὔτ᾽ ἄλλο τι δοκεῖ τῆς παρασκευῆς ἄξιον δρᾶσαι, πολιορκήσας τε τὴν ἱερὰν Ἐπίδαυρον ἐλπίδα παρασχοῦσαν ὡς ἁλωσομένην, ἀπέτυχε διὰ τὴν νόσον. ἐπιγενομένη γὰρ οὐκ αὐτοὺς μόνον, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὁπωσοῦν τῇ στρατιᾷ συμμείξαντας προσδιέφθειρεν. ἐκ τούτου χαλεπῶς διακειμένους τοὺς Ἀθηναίους πρὸς αὐτὸν ἐπειρᾶτο παρηγορεῖν καὶ ἀναθαρρύνειν. [35.4] οὐ μὴν παρέλυσε τῆς ὀργῆς οὐδὲ μετέπεισε πρότερον, ἢ τὰς ψήφους λαβόντας ἐπ᾽ αὐτὸν εἰς τὰς χεῖρας καὶ γενομένους κυρίους ἀφελέσθαι τὴν στρατηγίαν καὶ ζημιῶσαι χρήμασιν, ὧν ἀριθμὸν οἱ τὸν ἐλάχιστον πεντεκαίδεκα τάλαντα, πεντήκοντα δ᾽ οἱ τὸν πλεῖστον γράφουσιν. [35.5] ἐπεγράφη δὲ τῇ δίκῃ κατήγορος, ὡς μὲν Ἰδομενεὺς λέγει, Κλέων, ὡς δὲ Θεόφραστος, Σιμμίας· ὁ δὲ Ποντικὸς Ἡρακλείδης Λακρατείδην εἴρηκε.


Ο αθηναϊκός στόλος στην Πελοπόννησο. Η επιδημία στην Αθήνα
[34.1] Αλλά ο Περικλής έμεινε ατάραχος σε όλες αυτές τις επιθέσεις και υπόμενε με πραότητα και σιωπή την ανυποληψία και την εχθρότητα. Έστειλε στην Πελοπόννησο στόλο από εκατό πλοία. Ο ίδιος όμως δεν πήγε μαζί τους, παρά έμεινε στην πόλη, για να την κρατάει ολόκληρη στα χέρια του, ώσπου τέλος οι Πελοποννήσιοι έφυγαν από την Αττική. [34.2] Για να περιποιηθεί όμως το λαό που δεν έπαψε να αγαναχτεί για τα δεινά του πολέμου, προσπαθούσε να τον προσελκύσει με χρηματικά βοηθήματα και πρότεινε να του δοθούν κληρουχίες. Έδιωξε όλους τους Αιγινήτες και μοίρασε με κλήρο το νησί σε Αθηναίους. [34.3] Είχαν ακόμη κάποια παρηγοριά και από τις συμφορές που προξενούσαν στους εχθρούς. Γιατί οι Αθηναίοι που έπλεαν γύρω από την Πελοπόννησο λεηλατούσαν μεγάλες περιοχές και κωμοπόλειςω και πόλεις όχι μικρές· και από την ξηρά μπήκε ο ίδιος ο Περικλής στη Μεγαρική και την κατάστρεψε ολόκληρη.
[34.4] Και, αφού οι εχθροί προξενούσαν βέβαια πολλά κακά στους Αθηναίους στην ξηρά, αλλά και αυτοί πάθαιναν από τους Αθηναίους πολλά στη θάλασσα, ήταν φανερό πως δε θα άντεχαν να κρατήσουν τον πόλεμο τόσο πολύ και γρήγορα θα κουράζονταν, όπως, εξαρχής το είχε προβλέψει ο Περικλής, αν κάποια θεία δύναμη δεν είχε έρθει αντίθετη στους ανθρώπινους υπολογισμούς. [34.5] Τώρα για πρώτη φορά έπεσε στην Αθήνα η θανατηφόρα επιδημία και άρχισε να θερίζει τη νεότητα και το στρατό. Χτυπημένοι από την αρρώστια και στο σώμα και στην ψυχή τους εξαγριώθηκαν εντελώς και θεωρούσαν υπεύθυνο τον Περικλή. Όπως εκείνοι που παραφρονούν από την αρρώστια και τα βάζουν με το γιατρό ή με τον πατέρα τους, έτσι και αυτοί φέρθηκαν άδικα στον Περικλή. Τους έπεισαν οι εχθροί του πως την αρρώστια την προκάλεσε η συσσώρευση μέσα στην πόλη του πλήθους των χωρικών, γιατί σ᾽ εποχή καλοκαιριού ήταν αναγκασμένοι να μένουν πολλοί μαζί σωρηδόν σε μικρά οικήματα και σε πνιγηρές σκηνές και να μένουν κλεισμένοι μέσα, χωρίς να κινούνται, αυτοί που πριν ήταν συνηθισμένοι στον καθαρό αέρα του υπαίθρου. Και υπεύθυνος γι᾽ αυτά, έλεγαν, είναι εκείνος που εξαιτίας του πολέμου έριξε τη μάζα των αγροτών μέσα στα τείχη, που δε χρησιμοποιούσε σε τίποτε τόσους ανθρώπους, παρά τους άφηνε μαντρωμένους σαν κτήνη να μολύνουν ο ένας τον άλλον, χωρίς να αλλάζει την κατάστασή τους ούτε να τους δίνει τα μέσα να ανακουφιστούν.

Έκλειψη του ηλίου. Εξάπλωση της επιδημίας
[35.1] Επειδή λοιπόν ήθελε να δώσει μια λύση σ᾽ αυτή τη δραματική κατάσταση και συγχρόνως να βλάψει τους εχθρούς, εξόπλισε εκατόν πενήντα πλοία καί αφού επιβίβασε σ᾽ αυτά πολλούς γενναίους οπλίτες και ιππείς, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Με την τόση δύναμη που είχε ετοιμάσει, έδωσε μεγάλη ελπίδα στους Αθηναίους και όχι μικρό φόβο στους εχθρούς. [35.2] Αλλά, ενώ ηδη είχαν επιβιβαστεί τα πληρώματα και ο Περικλής είχε ανεβεί στο πλοίο του, έγινε έκλειψη ηλίου και έπεσε σκοτάδι. Όλοι τρόμαξαν και το θεώρησαν σαν ένα μεγάλο θεϊκό σημάδι. Βλέποντας τότε ο Περικλής τον κυβερνήτη του πλοίου του περίτρομο και εμβρόντητο, σήκωσε τη χλαμύδα μπροστά στα μάτια του, του τα σκέπασε και τον ρώτησε αν αυτό το νομίζει κάτι φοβερό ή σημάδι που προοιωνίζει κάτι φοβερό. «Όχι βέβαια», αποκρίθηκε ο κυβερνήτης. «Λοιπόν», είπε ο Περικλής, «τί διαφορά έχει απ᾽ αυτό, εκτός από το ότι εκείνο που έφερε το σκοτάδι είναι μεγαλύτερο από τη χλαμύδα μου;» Αυτά βέβαια τα διηγούνται στις σχολές των φιλοσόφων.
[35.3] Ο Περικλής λοιπόν ξεκίνησε τότε, αλλά, φαίνεται πως δεν κατόρθωσε κάτι αντάξιο στην τόση προετοιμασία. Πολιόρκησε την Επίδαυρο και είχε την ελπίδα πως θα την κυριέψει. Δεν μπόρεσε όμως, γιατί εμφανίστηκε η επιδημία, που ξέσπασε στο στρατό και εξαφάνισε όχι μόνο τους στρατιώτες, αλλά και όλους όσοι είχαν έρθει με οποιοδήποτε τρόπο σ᾽ επαφή με αυτούς. Οι Αθηναίοι τότε είχαν εξοργιστεί εναντίον του γι᾽ αυτή την αποτυχία και ο Περικλής προσπαθούσε να τους παρηγορήσει και να τους δώσει θάρρος. [35.4] Αλλά δεν μπόρεσε να κατευνάσει την οργή τους ούτε να τους μεταπείσει, ώς τη στιγμή που πήραν στα χέρια τους την ψήφο και τη χρησιμοποίησαν εναντίον του. Με την ψήφο τους αυτήν έγιναν κύριοι της τύχης του, του αφαίρεσαν τη στρατηγία και τον καταδίκασαν σε χρηματικό πρόστιμο, που μερικοί το κατεβάζουν σε δεκαπέντε τάλαντα, ενώ άλλοι το ανεβάζουν σε πενήντα. [35.5] Στη δίκη κατήγορός του ήταν ο Κλέων, όπως γράφει ο Ιδομενέας· ο Θεόφραστος όμως λέει πως ήταν ο Σιμμίας, ενώ ο Ηρακλείδης από τον Πόντο αναφέρει σαν κατήγορο τον Λακρατίδα.