Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Περικλῆς (31.1-32.6)


[31.1] Τὴν μὲν οὖν ἀρχὴν ὅπως ἔσχεν οὐ ῥᾴδιον γνῶναι, τοῦ δὲ μὴ λυθῆναι τὸ ψήφισμα πάντες ὡσαύτως τὴν αἰτίαν ἐπιφέρουσι τῷ Περικλεῖ. πλὴν οἱ μὲν ἐκ φρονήματος μεγάλου μετὰ γνώμης κατὰ τὸ βέλτιστον ἀπισχυρίσασθαί φασιν αὐτόν, πεῖραν ἐνδόσεως τὸ πρόσταγμα καὶ τὴν συγχώρησιν ἐξομολόγησιν ἀσθενείας ἡγούμενον, οἱ δὲ μᾶλλον αὐθαδείᾳ τινὶ καὶ φιλονικίᾳ πρὸς ἔνδειξιν ἰσχύος περιφρονῆσαι Λακεδαιμονίων.
[31.2] Ἡ δὲ χειρίστη μὲν αἰτία πασῶν, ἔχουσα δὲ πλείστους μάρτυρας, οὕτω πως λέγεται. Φειδίας ὁ πλάστης ἐργολάβος μὲν ἦν τοῦ ἀγάλματος ὥσπερ εἴρηται, φίλος δὲ τῷ Περικλεῖ γενόμενος καὶ μέγιστον παρ᾽ αὐτῷ δυνηθείς, τοὺς μὲν δι᾽ αὑτὸν ἔσχεν ἐχθροὺς φθονούμενος, οἱ δὲ τοῦ δήμου ποιούμενοι πεῖραν ἐν ἐκείνῳ ποῖός τις ἔσοιτο τῷ Περικλεῖ κριτής, Μένωνά τινα τῶν Φειδίου συνεργῶν πείσαντες ἱκέτην ἐν ἀγορᾷ καθίζουσιν, αἰτούμενον ἄδειαν ἐπὶ μηνύσει καὶ κατηγορίᾳ τοῦ Φειδίου. [31.3] προσδεξαμένου δὲ τοῦ δήμου τὸν ἄνθρωπον καὶ γενομένης ἐν ἐκκλησίᾳ διώξεως, κλοπαὶ μὲν οὐκ ἠλέγχοντο· τὸ γὰρ χρυσίον οὕτως εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τῷ ἀγάλματι προσειργάσατο καὶ περιέθηκεν ὁ Φειδίας γνώμῃ τοῦ Περικλέους, ὥστε πᾶν δυνατὸν εἶναι περιελοῦσιν ἀποδεῖξαι τὸν σταθμόν, ὃ καὶ τότε τοὺς κατηγόρους ἐκέλευσε ποιεῖν ὁ Περικλῆς· ἡ δὲ δόξα τῶν ἔργων ἐπίεζε φθόνῳ τὸν Φειδίαν, καὶ μάλισθ᾽ ὅτι τὴν πρὸς Ἀμαζόνας μάχην ἐν τῇ ἀσπίδι ποιῶν αὑτοῦ τινα μορφὴν ἐνετύπωσε, πρεσβύτου φαλακροῦ πέτρον ἐπηρμένου δι᾽ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, καὶ τοῦ Περικλέους εἰκόνα παγκάλην ἐνέθηκε μαχομένου πρὸς Ἀμαζόνα. [31.4] τὸ δὲ σχῆμα τῆς χειρός, ἀνατεινούσης δόρυ πρὸ τῆς ὄψεως τοῦ Περικλέους, πεποιημένον εὐμηχάνως οἷον ἐπικρύπτειν βούλεται τὴν ὁμοιότητα, παραφαινομένην ἑκατέρωθεν. [31.5] ὁ μὲν οὖν Φειδίας εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀπαχθεὶς ἐτελεύτησε νοσήσας, ὡς δέ φασιν ἔνιοι φαρμάκοις, ἐπὶ διαβολῇ τοῦ Περικλέους τῶν ἐχθρῶν παρασκευασάντων. τῷ δὲ μηνυτῇ Μένωνι γράψαντος Γλαύκωνος ἀτέλειαν ὁ δῆμος ἔδωκε, καὶ προσέταξε τοῖς στρατηγοῖς ἐπιμελεῖσθαι τῆς ἀσφαλείας τοῦ ἀνθρώπου.
[32.1] Περὶ δὲ τοῦτον τὸν χρόνον Ἀσπασία δίκην ἔφευγεν ἀσεβείας, Ἑρμίππου τοῦ κωμῳδιοποιοῦ διώκοντος καὶ προσκατηγοροῦντος, ὡς Περικλεῖ γυναῖκας ἐλευθέρας εἰς τὸ αὐτὸ φοιτώσας ὑποδέχοιτο, [32.2] καὶ ψήφισμα Διοπείθης ἔγραψεν εἰσαγγέλλεσθαι τοὺς τὰ θεῖα μὴ νομίζοντας ἢ λόγους περὶ τῶν μεταρσίων διδάσκοντας, ἀπερειδόμενος εἰς Περικλέα δι᾽ Ἀναξαγόρου τὴν ὑπόνοιαν. [32.3] δεχομένου δὲ τοῦ δήμου καὶ προσιεμένου τὰς διαβολάς, οὕτως ἤδη ψήφισμα κυροῦται Δρακοντίδου γράψαντος, ὅπως οἱ λόγοι τῶν χρημάτων ὑπὸ Περικλέους εἰς τοὺς πρυτάνεις ἀποτεθεῖεν, οἱ δὲ δικασταὶ τὴν ψῆφον ἀπὸ τοῦ βωμοῦ φέροντες ἐν τῇ πόλει κρίνοιεν. [32.4] Ἅγνων δὲ τοῦτο μὲν ἀφεῖλε τοῦ ψηφίσματος, κρίνεσθαι δὲ τὴν δίκην ἔγραψεν ἐν δικασταῖς χιλίοις καὶ πεντακοσίοις, εἴτε κλοπῆς καὶ δώρων εἴτ᾽ ἀδικίου βούλοιτό τις ὀνομάζειν τὴν δίωξιν. [32.5] Ἀσπασίαν μὲν οὖν ἐξῃτήσατο, πολλὰ πάνυ παρὰ τὴν δίκην, ὡς Αἰσχίνης φησίν, ἀφεὶς ὑπὲρ αὐτῆς δάκρυα καὶ δεηθεὶς τῶν δικαστῶν, Ἀναξαγόραν δὲ φοβηθεὶς ἐξέπεμψεν ἐκ τῆς πόλεως. [32.6] ὡς δὲ διὰ Φειδίου προσέπταισε τῷ δήμῳ, φοβηθεὶς τὸ δικαστήριον μέλλοντα τὸν πόλεμον καὶ ὑποτυφόμενον ἐξέκαυσεν, ἐλπίζων διασκεδάσειν τὰ ἐγκλήματα καὶ ταπεινώσειν τὸν φθόνον, ἐν πράγμασι μεγάλοις καὶ κινδύνοις τῆς πόλεως ἐκείνῳ μόνῳ διὰ τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν δύναμιν ἀναθείσης ἑαυτήν. αἱ μὲν οὖν αἰτίαι, δι᾽ ἃς οὐκ εἴασεν ἐνδοῦναι Λακεδαιμονίοις τὸν δῆμον, αὗται λέγονται· τὸ δ᾽ ἀληθὲς ἄδηλον.


Η ευθύνη του πολέμου. Ο Φειδίας στόχος επιθέσεων
[31.1] Ποιά ήταν η αφορμή του πολέμου δεν είναι εύκολο να ξέρει κανείς. Αλλά για τη μη ακύρωση του ψηφίσματος όλοι ομόφωνα ρίχνουν την ευθύνη στον Περικλή. Μερικοί όμως παραδέχονται ότι έδειξε αυτή την ισχυρογνωμοσύνη από ευγενικό φρόνημα και από τη σκέψη ότι έτσι εξυπηρετεί καλύτερα το συμφέρον των Αθηναίων, γιατί νόμιζε ότι οι Λακεδαιμόνιοι με την απαίτησή τους ήθελαν να δοκιμάσουν ώς πού θα υποχωρούσαν οι Αθηναίοι και ότι η υποχώρηση θα ήταν ομολογία αδυναμίας. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται πως περιφρόνησε τους Λακεδαιμονίους μάλλον από υπεροψία και φιλοπόλεμη διάθεση, για να δείξει δύναμη.
[31.2] Αλλά η χειρότερη απ᾽ όλες τις κατηγορίες, που έχει πάρα πολλούς μάρτυρες, λένε πως είναι η ακόλουθη. Ο Φειδίας ο γλύπτης, όπως είπαμε, είχε αναλάβει την κατασκευή του αγάλματος της θεάς Αθηνάς. Επειδή έγινε φίλος του Περικλή και είχε πάρα πολύ μεγάλη δύναμη σ᾽ αυτόν, μερικοί τον φθόνησαν, γιατί ήταν προσωπικοί εχθροί του. Άλλοι όμως ήθελαν να δοκιμάσουν στο πρόσωπο εκείνου πώς θα έκρινε ο λαός τον Περικλή. Αυτοί λοιπόν έπεισαν κάποιον Μένωνα, έναν από τους εργάτες του Φειδία, και τον έβαλαν να καθίσει στην αγορά ως ικέτης και να ζητήσει την άδεια να καταγγείλει και να κατηγορήσει το Φειδία. [31.3] Ο λαός δέχτηκε την αίτηση του ανθρώπου αυτού και η καταγγελία του συζητήθηκε στην εκκλησία του δήμου. Για κλοπές δεν μπορούσε να σταθεί κατηγορία, γιατί ο Φειδίας από την αρχή είχε δουλέψει το χρυσάφι και το είχε βάλει γύρω στο άγαλμα, κατά συμβουλή του Περικλή, με τέτοιον τρόπον, ώστε να είναι πολύ εύκολο να το βγάλουν και να το ζυγίσουν, πράμα που και τότε ο Περικλής ζήτησε να κάμουν οι κατήγοροι. Αλλά ο φθόνος για τη δόξα των έργων του βάραινε το Φειδία και μάλιστα γιατί στην Αμαζονομαχία που παράστησε πάνω στην ασπίδα της Αθηνάς αποτύπωσε μιαν εικόνα που του έμοιαζε, με μορφή ενός γέρου φαλακρού που σήκωνε μια πέτρα με τα δύο του χέρια. Επίσης πρόσθεσε μιαν ωραιότατη εικόνα του Περικλή να πολεμά με μιαν Αμαζόνα. [31.4] Αλλά το σχήμα του χεριού, όπως σήκωνε το δόρυ μπροστά στο πρόσωπο του Περικλή, ήταν κατάλληλα φτιαγμένο, σα να ήθελε να κρύψει την ομοιότητα, που φαινόταν όμως από τα δύο πλάγια. [31.5] Τότε ο Φειδίας ρίχτηκε στη φυλακή, αρρώστησε καί πέθανε ή, όπως λένε μερικοί, δηλητηριάστηκε από τους εχθρούς του Περικλή, για να βρουν αφορμή να τον συκοφαντήσουν. Στο Μένωνα που είχε κάμει την καταγγελία, κατά πρόταση του Γλαύκωνα ο δήμος χορήγησε απαλλαγή από τους φόρους και έδωσε διαταγή στους στρατηγούς να φροντίσουν για την ασφάλειά του.

Διώξεις σε βάρος του Περικλή και της Ασπασίας
[32.1] {Την ίδια περίπου εποχή η Ασπασία υπέστη δίωξη με την κατηγορία της ασέβειας· κατήγορός της ήταν ο κωμικός ποιητής Έρμιππος, ο οποίος επιπλέον την κατηγόρησε ότι δεχόταν στο σπίτι της ελεύθερες Αθηναίες γυναίκες για λογαριασμό του Περικλή. [32.2] Επίσης, ο Διοπείθης κατέθεσε ψήφισμα με το οποίο πρότεινε να γίνεται καταγγελία σε βάρος όσων αρνούνται την ύπαρξη των θεών ή διδάσκουν θεωρίες για τα ουράνια σώματα, αφήνοντας έτσι υπόνοιες σε βάρος του Περικλή μέσω του Αναξαγόρα. [32.3] Ο λαός αποδέχτηκε πρόθυμα αυτές τις συκοφαντίες και μέσα σε αυτό το κλίμα εγκρίθηκε και το ψήφισμα του Δρακοντίδη, σύμφωνα με το οποίο ο Περικλής έπρεπε να καταθέσει τους λογαριασμούς των δημοσίων χρημάτων στους πρυτάνεις κι οι δικαστές έπρεπε να κρίνουν την υπόθεση στην Ακρόπολη ψηφίζοντας με ψήφους που θα είχαν τοποθετηθεί πάνω στον βωμό της θεάς. [32.4] Ο Άγνωνας όμως αφαίρεσε αυτό το τελευταίο από το ψήφισμα και πρότεινε η δίκη να εκδικασθεί, όπως συνήθως, από χίλιους πεντακόσιους δικαστές, είτε κάποιος ήθελε να την χαρακτηρίσει ως δίωξη για υπεξαίρεση και δωροδοκία, είτε ως δίωξη για κατάχρηση. [32.5] Την Ασπασία, λοιπόν, κατάφερε ο Περικλής να την απαλλάξει χύνοντας πολλά δάκρυα για χάρη της, όπως λέει ο Αισχίνης, στη δίκη και παρακαλώντας τους δικαστές· για τον Αναξαγόρα όμως φοβήθηκε και τον έστειλε μακριά από την πόλη. [32.6] Κι επειδή στην υπόθεση του Φειδία είχε έρθει σε σύγκρουση με τον λαό, φοβόταν την κρίση του δικαστηρίου και στην δική του περίπτωση και γι᾽ αυτό υποδαύλιζε τον πόλεμο που σιγόκαιε και πλησίαζε απειλητικός, ελπίζοντας ότι έτσι θα διαλύσει τις κατηγορίες εναντίον του και θα μετριάσει τον φθόνο του λαού, καθώς στις σπουδαίες υποθέσεις και στους κινδύνους η πόλη μόνο στα χέρια του θα εμπιστευόταν την τύχης της λόγω του κύρους και της δύναμής που διέθετε. Αυτές, λοιπόν, είναι οι αιτίες, καθώς λένε, που δεν άφησε τον λαό να υποχωρήσει απέναντι στις απαιτήσεις των Λακεδαιμονίων. Ποιά όμως είναι η αλήθεια είναι άγνωστο.}