Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1145b-1146b)

[II] Ἀπορήσειε δ᾽ ἄν τις πῶς ὑπολαμβάνων ὀρθῶς ἀκρατεύεταί τις. ἐπιστάμενον μὲν οὖν οὔ φασί τινες οἷόν τε εἶναι· δεινὸν γὰρ ἐπιστήμης ἐνούσης, ὡς ᾤετο Σωκράτης, ἄλλο τι κρατεῖν καὶ περιέλκειν αὐτὴν ὥσπερ ἀνδράποδον. Σωκράτης μὲν γὰρ ὅλως ἐμάχετο πρὸς τὸν λόγον ὡς οὐκ οὔσης ἀκρασίας· οὐθένα γὰρ ὑπολαμβάνοντα πράττειν παρὰ τὸ βέλτιστον, ἀλλὰ δι᾽ ἄγνοιαν. οὗτος μὲν οὖν ὁ λόγος ἀμφισβητεῖ τοῖς φαινομένοις ἐναργῶς, καὶ δέον ζητεῖν περὶ τὸ πάθος, εἰ δι᾽ ἄγνοιαν, τίς ὁ τρόπος γίνεται τῆς ἀγνοίας. ὅτι γὰρ οὐκ οἴεταί γε ὁ ἀκρατευόμενος πρὶν ἐν τῷ πάθει γενέσθαι, φανερόν. εἰσὶ δέ τινες οἳ τὰ μὲν συγχωροῦσι τὰ δ᾽ οὔ· τὸ μὲν γὰρ ἐπιστήμης μηθὲν εἶναι κρεῖττον ὁμολογοῦσιν, τὸ δὲ μηθένα πράττειν παρὰ τὸ δόξαν βέλτιον οὐχ ὁμολογοῦσιν, καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἀκρατῆ φασὶν οὐκ ἐπιστήμην ἔχοντα κρατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἀλλὰ δόξαν. ἀλλὰ μὴν εἴγε δόξα καὶ μὴ ἐπιστήμη, μηδ᾽ ἰσχυρὰ ὑπόληψις [1146a] ἡ ἀντιτείνουσα ἀλλ᾽ ἠρεμαία, καθάπερ ἐν τοῖς διστάζουσι, συγγνώμη τῷ μὴ μένειν ἐν αὐταῖς πρὸς ἐπιθυμίας ἰσχυράς· τῇ δὲ μοχθηρίᾳ οὐ συγγνώμη, οὐδὲ τῶν ἄλλων οὐδενὶ τῶν ψεκτῶν. φρονήσεως ἄρα ἀντιτεινούσης; αὕτη γὰρ ἰσχυρότατον. ἀλλ᾽ ἄτοπον· ἔσται γὰρ ὁ αὐτὸς ἅμα φρόνιμος καὶ ἀκρατής, φήσειε δ᾽ οὐδ᾽ ἂν εἷς φρονίμου εἶναι τὸ πράττειν ἑκόντα τὰ φαυλότατα. πρὸς δὲ τούτοις δέδεικται πρότερον ὅτι πρακτικός γε ὁ φρόνιμος (τῶν γὰρ ἐσχάτων τις) καὶ τὰς ἄλλας ἔχων ἀρετάς. ἔτι εἰ μὲν ἐν τῷ ἐπιθυμίας ἔχειν ἰσχυρὰς καὶ φαύλας ὁ ἐγκρατής, οὐκ ἔσται ὁ σώφρων ἐγκρατὴς οὐδ᾽ ὁ ἐγκρατὴς σώφρων· οὔτε γὰρ τὸ ἄγαν σώφρονος οὔτε τὸ φαύλας ἔχειν. ἀλλὰ μὴν δεῖ γε· εἰ μὲν γὰρ χρησταὶ αἱ ἐπιθυμίαι, φαύλη ἡ κωλύουσα ἕξις μὴ ἀκολουθεῖν, ὥσθ᾽ ἡ ἐγκράτεια οὐ πᾶσα σπουδαία· εἰ δ᾽ ἀσθενεῖς καὶ μὴ φαῦλαι, οὐθὲν σεμνόν, οὐδ᾽ εἰ φαῦλαι καὶ ἀσθενεῖς, οὐδὲν μέγα. ἔτι εἰ πάσῃ δόξῃ ἐμμενετικὸν ποιεῖ ἡ ἐγκράτεια, φαύλη, οἷον εἰ καὶ τῇ ψευδεῖ· καὶ εἰ πάσης δόξης ἡ ἀκρασία ἐκστατικόν, ἔσται τις σπουδαία ἀκρασία, οἷον ὁ Σοφοκλέους Νεοπτόλεμος ἐν τῷ Φιλοκτήτῃ· ἐπαινετὸς γὰρ οὐκ ἐμμένων οἷς ἐπείσθη ὑπὸ τοῦ Ὀδυσσέως διὰ τὸ λυπεῖσθαι ψευδόμενος. ἔτι ὁ σοφιστικὸς λόγος [ψευδόμενος] ἀπορία· διὰ γὰρ τὸ παράδοξα βούλεσθαι ἐλέγχειν, ἵνα δεινοὶ ὦσιν ὅταν ἐπιτύχωσιν, ὁ γενόμενος συλλογισμὸς ἀπορία γίνεται· δέδεται γὰρ ἡ διάνοια, ὅταν μένειν μὴ βούληται διὰ τὸ μὴ ἀρέσκειν τὸ συμπερανθέν, προϊέναι δὲ μὴ δύνηται διὰ τὸ λῦσαι μὴ ἔχειν τὸν λόγον. συμβαίνει δὴ ἔκ τινος λόγου ἡ ἀφροσύνη μετ᾽ ἀκρασίας ἀρετή· τἀναντία γὰρ πράττει ὧν ὑπολαμβάνει διὰ τὴν ἀκρασίαν, ὑπολαμβάνει δὲ τἀγαθὰ κακὰ εἶναι καὶ οὐ δεῖν πράττειν, ὥστε τἀγαθὰ καὶ οὐ τὰ κακὰ πράξει. ἔτι ὁ τῷ πεπεῖσθαι πράττων καὶ διώκων τὰ ἡδέα καὶ προαιρούμενος βελτίων ἂν δόξειεν τοῦ μὴ διὰ λογισμὸν ἀλλὰ δι᾽ ἀκρασίαν· εὐιατότερος γὰρ διὰ τὸ μεταπεισθῆναι ἄν. ὁ δ᾽ ἀκρατὴς ἔνοχος τῇ παροιμίᾳ ἐν ᾗ φαμὲν «ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν;» εἰ μὲν γὰρ [1146b] ἐπέπειστο ἃ πράττει, μεταπεισθεὶς ἂν ἐπαύσατο· νῦν δὲ ‹ἄλλα› πεπεισμένος οὐδὲν ἧττον [ἄλλα] πράττει. ἔτι εἰ περὶ πάντα ἀκρασία ἐστὶ καὶ ἐγκράτεια, τίς ὁ ἁπλῶς ἀκρατής; οὐδεὶς γὰρ ἁπάσας ἔχει τὰς ἀκρασίας, φαμὲν δ᾽ εἶναί τινας ἁπλῶς.
Αἱ μὲν οὖν ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν, τούτων δὲ τὰ μὲν ἀνελεῖν δεῖ τὰ δὲ καταλιπεῖν· ἡ γὰρ λύσις τῆς ἀπορίας εὕρεσίς ἐστιν.

[2] Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: Μα, πώς μπορεί να είναι ακρατής ένας άνθρωπος που έχει ορθή κρίση; Ισχυρίζονται λοιπόν μερικοί ότι αυτό είναι αδύνατο, αν το άτομο έχει πραγματική γνώση· γιατί θα ήταν αδιανόητο —έτσι πίστευε ο Σωκράτης— να υπάρχει γνώση μέσα στον άνθρωπο και αυτή να εξουσιάζεται από κάτι άλλο και «να σέρνεται τη μια αποδώ, την άλλη αποκεί σαν δούλος». Ο Σωκράτης πολεμούσε, πράγματι, με κάθε τρόπο αυτή τη θεωρία, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει ακράτεια· κανένας, έλεγε, δεν ενεργεί ενσυνείδητα αντίθετα με αυτό που είναι το καλύτερο· αν, επομένως, το κάνει, το κάνει από άγνοια. Αυτή όμως η θεωρία είναι ολοφάνερα αντίθετη προς τα δεδομένα της εμπειρίας και, άρα, είναι ανάγκη, αν η ψυχική αυτή κατάσταση οφείλεται σε άγνοια, να εξετάσουμε με ποιούς όρους κάνει την εμφάνισή της αυτή η άγνοια. Γιατί αυτό είναι φανερό: το άτομο που ζει και συμπεριφέρεται με ακράτεια δεν θεωρεί, βέβαια, ότι πρέπει να κάνει αυτά που κάνει προτού βρεθεί κάτω από την επήρεια του πάθους.
Υπάρχουν κάποιοι που δέχονται, πάντως, ένα μέρος από τη διδασκαλία του Σωκράτη, απορρίπτουν όμως ένα άλλο μέρος της: συμφωνούν ότι τίποτε δεν είναι τόσο σημαντικό όσο η γνώση· ότι όμως κανένας δεν πράττει αντίθετα με αυτό που πίστεψε πως είναι το καλύτερο, σ᾽ αυτό δεν συμφωνούν, και γι᾽ αυτό λένε ότι, όταν ο ακρατής νικιέται από τις ηδονές, αυτό που έχει δεν είναι η πραγματική γνώση, αλλά μια απλή γνώμη. Αν όμως είναι πράγματι μόνο γνώμη και όχι πραγματική γνώση· αν αυτό που αντιστέκεται δεν είναι μια ισχυρή, [1146a] αλλά μια αδύναμη κρίση (όπως στην περίπτωση των ανθρώπων που βρίσκονται σε αμφιβολία), τότε μπορούμε και να συγχωρήσουμε τον άνθρωπο που δεν μένει σταθερός σ᾽ αυτές τις γνώμες απέναντι σε δυνατές επιθυμίες· στην κακία όμως δεν δείχνουμε καμιά κατανόηση, όπως και σε κανένα από τα υπόλοιπα αξιοκατάκριτα πράγματα.
Μήπως τότε είναι η φρόνηση (ό,τι πιο δυνατό υπάρχει μέσα μας) που αντιστέκεται στις ηδονές; Μόνο που εδώ υπάρχει κάτι το παράλογο: ο ίδιος άνθρωπος θα είναι την ίδια στιγμή φρόνιμος και ακρατής! Και ούτε, ασφαλώς, θα έλεγε κανείς πως είναι γνώρισμα του φρόνιμου ανθρώπου να πράττει με τη θέλησή του τα πιο ευτελή και αξιοκατάκριτα πράγματα. Πέρα από αυτά δείξαμε στα προηγούμενα ότι ο φρόνιμος είναι άνθρωπος των πράξεων (γιατί ασχολείται με τα έσχατα επιμέρους), και ότι ο άνθρωπος αυτός κατέχει όλες τις άλλες αρετές.
Επίσης: Αν εγκρατής θα πει να έχει δυνατές και ευτελείς επιθυμίες, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο σώφρων άνθρωπος δεν είναι εγκρατής, και ο εγκρατής δεν είναι σώφρων· γιατί τον σώφρονα άνθρωπο δεν τον χαρακτηρίζουν ούτε οι υπερβολικές ούτε οι ευτελείς επιθυμίες. Ο εγκρατής όμως άνθρωπος πρέπει (να έχει τέτοιες επιθυμίες)· γιατί αν οι επιθυμίες του ήταν καλές, τότε η έξη που θα τον εμπόδιζε να τις ακολουθήσει θα ήταν κακή, και έτσι η εγκράτεια δεν θα ήταν σε κάθε περίπτωση κάτι το καλό· αν, πάλι, ήταν αδύναμες δίχως να είναι ευτελείς και αξιοκατάκριτες, τότε το να αντιστέκεται κανείς σε τέτοιου είδους επιθυμίες δεν θα ήταν τίποτε το σπουδαίο· και ούτε, βέβαια, θα ήταν τίποτε το μεγάλο, αν οι επιθυμίες ήταν ευτελείς και αδύναμες.
Επίσης: Αν η εγκράτεια κάνει τον άνθρωπο ικανό να μένει σταθερός σε κάθε γνώμη, τότε είναι μια ιδιότητα ευτελής και αξιοκατάκριτη — αν, επιπαραδείγματι, τον κάνει να μένει σταθερός και σε μια ψευδή γνώμη. Και αν η ακράτεια κάνει τον άνθρωπο να εγκαταλείπει κάθε γνώμη, τότε θα υπάρξει και ένα είδος καλής ακράτειας· παράδειγμα ο Νεοπτόλεμος του Σοφοκλή στον Φιλοκτήτη του· είναι, πράγματι, αξιέπαινος ο Νεοπτόλεμος, που, επειδή τον στενοχωρούσε να λέει ψέματα, δεν έμεινε τελικά σταθερός σε όσα τον είχε πείσει ο Οδυσσέας να κάνει.
Μια δυσκολία παρουσιάζει, επίσης, το σοφιστικό επιχείρημα: Λόγω του ότι οι σοφιστές επιθυμούν να παρουσιάσουν τα απροσδόκητα που προκύπτουν από τη γνώμη ενός αντιπάλου, ώστε με τον τρόπο αυτό να προκαλέσουν, σε περίπτωση επιτυχίας, τον θαυμασμό του κόσμου, ο συλλογισμός που χρησιμοποιείται οδηγεί σε μια δυσκολία: το μυαλό, δεμένο θαρρείς, ακινητοποιείται, μη θέλοντας να μείνει εκεί που είναι, επειδή το συμπέρασμα δεν το ικανοποιεί, και από την άλλη μη μπορώντας να προχωρήσει, επειδή δεν μπορεί να αποκρούσει τον συλλογισμό. Από κάποιον λοιπόν συλλογισμό τους προκύπτει ότι η έλλειψη της φρόνησης συνδυασμένη με την ακράτεια είναι αρετή: το άτομο, εξαιτίας της ακράτειάς του, κάνει τα αντίθετα από αυτά που θεωρεί ότι είναι σωστά· θεωρεί λοιπόν ότι το καλό είναι κακό και κάτι που δεν πρέπει να το κάνει, και έτσι θα κάνει αυτό που είναι καλό και όχι αυτό που είναι κακό.
Επίσης: Αυτός που ό,τι κάνει το κάνει από πεποίθηση, που από πεποίθηση και με τη διαδικασία της επιλογής και προτίμησης επιδιώκει αυτά που του είναι ευχάριστα, ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί καλύτερος από εκείνον που κάνει τα ίδια αυτά πράγματα όχι ύστερα από σκέψη και μελέτη αλλά από ακράτεια· ο λόγος είναι ότι ο άνθρωπος αυτός μπορεί πιο εύκολα να γιατρευτεί, αφού μπορεί να πεισθεί να αλλάξει γνώμη· αντίθετα, στον ακρατή βρίσκει εφαρμογή η παροιμία που λέει: «Όταν το νερό σε πνίγει, τί θα πιεις να σπρώξεις κάτω το φαΐ σου;» Αν όμως [1146b] είχε πεισθεί ότι πρέπει να κάνει αυτά που κάνει, θα μπορούσε να σταματήσει να τα κάνει, αν πειθόταν να αλλάξει γνώμη· εντούτοις, παρόλο ότι έχει πεισθεί διαφορετικά, επιμένει στον τρόπο ενέργειάς του.
Επίσης: Αν η ακράτεια και η εγκράτεια σχετίζονται με όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής, ποιός θα είναι ο γενικά και απόλυτα ακρατής; Γιατί κανένας δεν έχει όλες τις μορφές ακράτειας — και για κάποιους ανθρώπους λέμε ότι είναι γενικά και απόλυτα ακρατείς.
Αυτές είναι, γενικά, οι δυσκολίες που ανακύπτουν ενσχέσει με το θέμα μας: μερικές από αυτές πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε και να τις παραμερίσουμε, και άλλες να τις κρατήσουμε — η αντιμετώπιση και λύση της δυσκολίας ισοδυναμεί με εύρεση της αλήθειας.