Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1150b-1151a)

[VIII] Ἔστι δ᾽ ὁ μὲν ἀκόλαστος, ὥσπερ ἐλέχθη, οὐ μεταμελητικός· ἐμμένει γὰρ τῇ προαιρέσει· ὁ δ᾽ ἀκρατὴς μεταμελητικὸς πᾶς. διὸ οὐχ ὥσπερ ἠπορήσαμεν, οὕτω καὶ ἔχει, ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἀνίατος ὃ δ᾽ ἰατός· ἔοικε γὰρ ἡ μὲν μοχθηρία τῶν νοσημάτων οἷον ὑδέρῳ καὶ φθίσει, ἡ δ᾽ ἀκρασία τοῖς ἐπιληπτικοῖς· ἣ μὲν γὰρ συνεχὴς ἣ δ᾽ οὐ συνεχὴς πονηρία. καὶ ὅλως δ᾽ ἕτερον τὸ γένος ἀκρασίας καὶ κακίας· ἡ μὲν γὰρ κακία λανθάνει, ἡ δ᾽ ἀκρασία οὐ λανθάνει. [1151a] αὐτῶν δὲ τούτων βελτίους οἱ ἐκστατικοὶ ἢ οἱ τὸν λόγον ἔχοντες μέν, μὴ ἐμμένοντες δέ· ὑπ᾽ ἐλάττονος γὰρ πάθους ἡττῶνται, καὶ οὐκ ἀπροβούλευτοι ὥσπερ ἅτεροι· ὅμοιος γὰρ ὁ ἀκρατής ἐστι τοῖς ταχὺ μεθυσκομένοις καὶ ὑπ᾽ ὀλίγου οἴνου καὶ ἐλάττονος ἢ ὡς οἱ πολλοί. ὅτι μὲν οὖν κακία ἡ ἀκρασία οὐκ ἔστι, φανερόν (ἀλλὰ πῇ ἴσως)· τὸ μὲν γὰρ παρὰ προαίρεσιν τὸ δὲ κατὰ τὴν προαίρεσίν ἐστιν· οὐ μὴν ἀλλ᾽ ὅμοιόν γε κατὰ τὰς πράξεις, ὥσπερ τὸ Δημοδόκου εἰς Μιλησίους «Μιλήσιοι ἀξύνετοι μὲν οὐκ εἰσίν, δρῶσιν δ᾽ οἷάπερ ἀξύνετοι,» καὶ οἱ ἀκρατεῖς ἄδικοι μὲν οὐκ εἰσίν, ἀδικήσουσι δέ. ἐπεὶ δ᾽ ὃ μὲν τοιοῦτος οἷος μὴ διὰ τὸ πεπεῖσθαι διώκειν τὰς καθ᾽ ὑπερβολὴν καὶ παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον σωματικὰς ἡδονάς, ὃ δὲ πέπεισται διὰ τὸ τοιοῦτος εἶναι οἷος διώκειν αὐτάς, ἐκεῖνος μὲν οὖν εὐμετάπειστος, οὗτος δὲ οὔ· ἡ γὰρ ἀρετὴ καὶ μοχθηρία τὴν ἀρχὴν ἣ μὲν φθείρει ἣ δὲ σῴζει, ἐν δὲ ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑποθέσεις· οὔτε δὴ ἐκεῖ ὁ λόγος διδασκαλικὸς τῶν ἀρχῶν οὔτε ἐνταῦθα, ἀλλ᾽ ἀρετὴ ἢ φυσικὴ ἢ ἐθιστὴ τοῦ ὀρθοδοξεῖν περὶ τὴν ἀρχήν. σώφρων μὲν οὖν ὁ τοιοῦτος, ἀκόλαστος δ᾽ ὁ ἐναντίος. ἔστι δέ τις διὰ πάθος ἐκστατικὸς παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον, ὃν ὥστε μὲν μὴ πράττειν κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον κρατεῖ τὸ πάθος, ὥστε δ᾽ εἶναι τοιοῦτον οἷον πεπεῖσθαι διώκειν ἀνέδην δεῖν τὰς τοιαύτας ἡδονὰς οὐ κρατεῖ· οὗτός ἐστιν ὁ ἀκρατής, βελτίων τοῦ ἀκολάστου, οὐδὲ φαῦλος ἁπλῶς· σῴζεται γὰρ τὸ βέλτιστον, ἡ ἀρχή. ἄλλος δ᾽ ἐναντίος, ὁ ἐμμενετικὸς καὶ οὐκ ἐκστατικὸς διά γε τὸ πάθος. φανερὸν δὴ ἐκ τούτων ὅτι ἣ μὲν σπουδαία ἕξις, ἣ δὲ φαύλη.

[8] Όπως έχουμε πει, ο ακόλαστος δεν έχει καμιά τάση για μεταμέλεια· ο λόγος είναι ότι αυτός μένει σταθερός στην προτίμηση και επιλογή του· αντίθετα, ο ακρατής είναι γεμάτος από μεταμέλειες· γι᾽ αυτό και τα πράγματα δεν έχουν έτσι όπως μας έκανε να πιστέψουμε η δυσκολία στην οποία βρεθήκαμε: ανίατος είναι ο ακόλαστος και ιατός ο ακρατής· πραγματικά, η κακία της ακολασίας μοιάζει με μια αρρώστια του τύπου της υδρωπικίας ή της φθίσης, ενώ η ακράτεια μοιάζει με τις προσβολές της επιληψίας: η πρώτη είναι μια χρόνια κακία, ενώ η ακράτεια δεν είναι χρόνια. Η ακράτεια, επίσης, και η κακία ανήκουν σε δύο εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους είδη: την κακία δεν την αντιλαμβάνεται αυτός που την έχει, ενώ την ακράτεια την αντιλαμβάνεται.
[1151a] Από τους ίδιους, πάλι, τους ακρατείς καλύτεροι είναι αυτοί που βγαίνουν για λίγο από τον εαυτό τους παρά εκείνοι που έχουν λογική σκέψη, δεν μένουν όμως σταθεροί σ᾽ αυτήν, γιατί (αυτοί οι τελευταίοι) καταβάλλονται από ένα ασθενέστερο πάθος και δεν ενεργούν, όπως οι άλλοι, δίχως προηγούμενη σκέψη· γιατί ο ακρατής μοιάζει μ᾽ εκείνους που μεθούν γρήγορα και με μικρή ποσότητα κρασιού — μικρότερη, σίγουρα, από αυτήν με την οποία μεθούν συνήθως οι άνθρωποι.
Είναι λοιπόν πια φανερό ότι η ακράτεια δεν είναι κακία (έχει όμως ίσως κατά κάποιον τρόπο τον χαρακτήρα της κακίας)· ο λόγος είναι ότι η ακράτεια λειτουργεί δίχως επιλογή και προτίμηση, ενώ η κακία με επιλογή και προτίμηση· παρ᾽ όλα αυτά η ακράτεια και η κακία παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα από την άποψη των πράξεων στις οποίες οδηγούν — όπως έλεγε ο Δημόδοκος για τους Μιλήσιους: «Άμυαλοι άνθρωποι οι Μιλήσιοι δεν είναι, όμως οι πράξεις τους είναι οι πράξεις των άμυαλων ανθρώπων»· έτσι και οι ακρατείς: άδικοι δεν είναι, όμως, δεν μπορεί, θα κάνουν άδικες πράξεις.
Από τη μια μεριά λοιπόν έχουμε έναν άνθρωπο, τον ακρατή, ο οποίος είναι έτσι καμωμένος ώστε να κυνηγάει —όχι όμως γιατί είναι πεπεισμένος ότι έτσι πρέπει να κάνει— τις σωματικές ηδονές σε βαθμό υπερβολής και αντίθετα με τον ορθό λόγο, και από την άλλη έναν άνθρωπο, τον ακόλαστο, που έχει πεισθεί ότι έτσι πρέπει να κάνει για τον λόγο ότι είναι έτσι καμωμένος ώστε να κυνηγάει αυτού του είδους τις ηδονές. Ο πρώτος από αυτούς εύκολα μπορεί να μεταπεισθεί και να αλλάξει στάση, ο δεύτερος όμως όχι. Γιατί η αρετή διασώζει μέσα μας τη βασική αρχή των πράξεων, ενώ η κακία την καταστρέφει — βασική αρχή στις πράξεις είναι ο επιδιωκόμενος τελικός σκοπός, όπως στα μαθηματικά είναι οι υποθέσεις. Ούτε λοιπόν εκεί, στα μαθηματικά, ούτε εδώ, στις πράξεις, μπορεί κάποια συλλογιστική διαδικασία να μας διδάξει τις βασικές αρχές, και μόνο η αρετή —φυσική ή αποκτημένη με τον εθισμό— μας κάνει ικανούς να έχουμε σωστή γνώμη ενσχέσει με τη βασική αρχή. Ένα τέτοιο λοιπόν πρόσωπο είναι ο σώφρων άνθρωπος· ο αντίθετος προς αυτόν είναι ο ακόλαστος άνθρωπος.
Υπάρχει όμως και η περίπτωση του ανθρώπου που, κινημένος από το πάθος του, απομακρύνεται από τον ορθό λόγο: είναι ο άνθρωπος που το πάθος τον κυριεύει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην ενεργεί σύμφωνα με τον ορθό λόγο, που δεν τον κυριεύει όμως σε βαθμό που να τον κάνει να πιστέψει ότι πρέπει να κυνηγάει ανεμπόδιστα αυτού του είδους τις ηδονές. Ο άνθρωπος αυτός είναι ο ακρατής, καλύτερος από τον ακόλαστο και όχι γενικά και απόλυτα κακός, αφού σώζεται τελικά ό,τι καλύτερο υπάρχει μέσα του, η βασική δηλαδή αρχή. Αντίθετη με αυτήν είναι μια άλλη περίπτωση, η περίπτωση του ανθρώπου που μένει σταθερός στη λογική και δεν απομακρύνεται από αυτήν, τουλάχιστο λόγω του πάθους. Ασφαλώς, είναι πια, ύστερα από όλα αυτά, φανερό ότι η δεύτερη είναι μια καλή έξη, ενώ η πρώτη είναι μια κακή έξη.